Κάθε φορά που τον έφερνα στην κουβέντα τον Αντώνη, κάθε φορά που

συναντιόμασταν και σηκωνόμουν στις μύτες των ποδιών για να τον φιλήσω, μου

ερχόταν στον νου εκείνη η Πασχαλιά του ’72 στην Κέρκυρα, που άνοιξε τη βαριά

πόρτα της φυλακής, σαν να μην ήταν δεσμώτης, να μας ξεπροβοδίσει μετά το

επισκεπτήριο. Οι δεσμοφύλακες και οι χωροφύλακες τον κοίταζαν μαρμαρωμένοι που

σήκωνε την αμπάρα. «Μη, κύριε Μιχαλακέα…», ψέλλισε ένας. Ούτε που γύρισε να

δει. Τράβηξε το σιδερένιο πορτόφυλλο, μας έβγαλε στον αυλόγυρο, περίμενε να

μας δει να φεύγουμε γνέφοντας αντίο. Ο Αντώνης της αντρειάς. Νεαρός δικαστής

τότε, δικασμένος από τη χούντα, έσωσε, μαζί με τους ελάχιστους συναδέλφους του

που αντιστάθηκαν στη δικτατορία, την τιμή της Δικαιοσύνης και του σώματος που

έδωσε ­ τι ντροπή… ­ και «υπουργούς» των πραξικοπηματιών, και προέδρους και

βασιλικούς επιτρόπους των Εκτάκτων Στρατοδικείων, και γραφιάδες των

ψευτοσυνταγμάτων τους, και υπηρέτες των ανομιών τους.

Πώς μετριέται μια απώλεια σαν τη δική του… Με τη λύπη και τα δάκρυα; Είναι

λίγο, ελάχιστο. Ανάμεσα σ’ όλους τους άξιους ­ σάμπως είναι και πολλοί; ­

ξεχώριζε. Αυθεντικό παιδί μιας πατριάς ατιθάσευτης που πάνω από όλα λογάριαζε

το ελεύθερο φρόνημα και μπόρεσε να το κρατήσει. Με τη λεβεντιά και την

καθαρότητα που κυλάνε στα δημοτικά τραγούδια, στον «Αντώνη» του

«Μαουτχάουζεν», στα παραμύθια της παλικαριάς που μας λέγανε όταν ήμασταν

παιδιά. Έτσι ήταν. Ένα κυπαρίσσι, μια οξιά, ένα πλατάνι. Εύψυχος, δίκαιος,

ίσιος και συνάμα βαθιά ευαίσθητος. Σπάνιο πουλί. Κι εμείς που μένουμε, οι

τυχεροί της ζωής. Γιατί μας είχε φίλους.