Οι επενδύσεις…

… πώς έγιναν άραγε ένα απρόσμενο χόμπι για κυριούλες, που άξαφνα ανακάλυψαν

πως τις προτιμούν από την μπιρίμπα; Οι κωδικοί των μετοχών πώς πλημμύρισαν

έτσι την τηλεόραση και πώς οι συναλλαγές στο χρηματιστήριο έγιναν κάτι σαν

σπορ, όχι από εκείνα τα δύσκολα αλλά προσιτό σε όλους μέσα από την οθόνη ενός

κινητού τηλεφώνου; Πώς έφτασαν άραγε κάποιοι στο σημείο να μη βλέπουν πια το

χρηματιστήριο απλώς σαν ένα μέσον πλουτισμού, αλλά σαν κάτι πολύ πιο υψηλό και

ευγενικό, σαν μια «σχεδόν σοσιαλιστική» αναδιανομή εισοδήματος; Για πολλούς,

το χρηματιστήριο έχει επισκιάσει την πολιτική. Οπαδοί και αντίπαλοι,

αντιπολιτευόμενοι και συνοδοιπόροι, όλοι εκφράζονται σήμερα σχεδόν

αποκλειστικά ψηφίζοντας με το πορτοφόλι, διαπιστώνει ο Τόμας Φρανκ στο βιβλίο

του «One market under God» (εκδ. Secker & Warburg).

Το καλό…

… του χρηματιστηριακού δείκτη έγινε καλό της κοινωνίας και ο καπιταλισμός

κατέβηκε στις μάζες με τον «λαϊκισμό του χρηματιστηρίου». (Ο Φρανκ μιλάει για

«χρηματιστήριο του λαού» ­ ειρωνική αναφορά σε ένα άλλο σύμβολο του λαϊκισμού,

την «πριγκίπισσα του λαού».) Το χρηματιστήριο δεν ανήκει πια σε

κουστουμαρισμένους λευκούς. Χωράει μέσα του όλες τις φυλές, όλες τις ηλικίες,

όλα τα ντυσίματα και όλα τα φερσίματα. Το μεγάλο «μήνυμα» της τελευταίας

δεκαετίας είναι πως τα πλούτη δεν είναι μονάχα για τους πλούσιους και πως δεν

είναι καθόλου δύσκολο να πλουτίσει κανείς: το κάνουν δεκαπεντάχρονοι με ένα

κομπιούτερ, το κάνει ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας με ένα εγχειρίδιο με

«οδηγίες χρήσεως», το κάνουν όλοι. Και όσο περισσότεροι το κάνουν, τόσο

περισσότεροι πείθονται να δοκιμάσουν την τύχη τους στο χρηματιστήριο.

Ένας στους δύο…

… Αμερικανούς έχει μετοχές. Πώς εξηγείται αυτό; Όχι βέβαια ως απώλεια της

εμπιστοσύνης στις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις συντάξεις, αλλά ως «λαϊκή

νίκη»: επιτέλους, ο «απλός άνθρωπος» μπορεί να πλουτίσει χωρίς να είναι

υποχρεωμένος να δουλεύει για το Αφεντικό. Οι καταναλωτές δεν είναι πια θεατές,

αλλά συν-μέτοχοι, δεν είναι πια αγοραστές, αλλά de facto παραγωγοί. Όλη αυτή η

λαϊκίστικη ρητορεία δεν επηρεάζει μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική.

Άξαφνα το χρηματιστήριο μοιάζει με κάτι σαν κάλπη και μηχανισμό παραγωγής

πλούτου μαζί. Επειδή «ψηφίζουμε» κάθε μέρα με τα λεφτά μας, όταν έρχεται η ώρα

να ψηφίσουμε με το εκλογικό βιβλιάριό μας, καταψηφίζουμε όποιον αποτολμά να

απειλήσει το «χρηματιστήριο του λαού» ­ με φόρους, νόμους, συνδικάτα­ γιατί

αυτό είναι «ελιτίστικο» και περιφρονητικό για τη «λαϊκή βούληση», κάτι σαν

πραξικόπημα.

Οι επιχειρήσεις…

… μοιάζουν άξαφνα να μην πουλάνε προϊόντα, αλλά δημοκρατία, κοινωνικές

σχέσεις, εξουσία για όλους. Μια τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία έχει μάθει

εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο να μη σκέφτονται πια ως εργαζόμενοι,

ως πολίτες, αλλά ως μέτοχοι. Το ζήτημα που θέτει ο Φρανκ είναι για πόσο ακόμη

θα κρατήσει αυτή η αυταπάτη. Γιατί εύκολα ερωτεύεται κανείς τα χρηματιστήρια

και τις αγορές σε καιρούς καλούς, όσο αυτές είναι «ελκυστικές». Τι γίνεται

όμως όταν αρχίζουν πια να φαίνονται πάνω τους τα σημάδια από τη φθορά του

χρόνου ­ καλή ώρα όπως τώρα ­ που τις κάνουν να δείχνουν «κακάσχημες»;