Μπαρτσελόνα και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα πλήρωναν όσο ­ όσο για να έχουν τον

Καπέλο στο τιμόνι της ομάδας τους

Τα φώτα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας μόλις είχαν σβήσει. Από τις εξέδρες

έφευγαν και οι τελευταίοι τιφόζι, πανηγυρίζοντας έξαλλα την κατάκτηση του

Κυπέλλου Πρωταθλητριών από την αγαπημένη τους Μίλαν, η οποία λίγα λεπτά

νωρίτερα είχε συντρίψει με 4-0 το μεγάλο φαβορί, Μπαρτσελόνα. Στην αίθουσα

Τύπου ήταν στοιβαγμένοι δεκάδες δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο που περίμεναν

με αγωνία τις δηλώσεις του μεγάλου πρωταγωνιστή: του Φάμπιο Καπέλο.

­ Μίστερ, πρέπει να με ακολουθήσετε. Ήρθε η ώρα για τη συνέντευξη Τύπου, του

είπε ο συνάδερφος Μανώλης Σαριδάκης που εκπροσωπούσε τη διοργανώτρια του

τελικού, Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.

­ Σε παρακαλώ, δώσε μου ακόμη πέντε λεπτά, απάντησε ήρεμα ο Καπέλο.

Ο Ιταλός, ψύχραιμος, παρά τη μεγάλη του επιτυχία, κατευθύνθηκε προς το κέντρο

του γηπέδου. Έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο και άρχισε να μιλάει στη γυναίκα

του. Οι πρώτες του λέξεις ήταν: «Τους έσκισα»!

Ο Καπέλο εκείνο το βράδυ της 18ης Μαΐου του 1994 είχε φτάσει στον κολοφώνα της

δόξας του. Είχε κληθεί να αντιμετωπίσει την κορυφαία ομάδα της Ευρώπης,

Μπαρτσελόνα, και να εξουδετερώσει το εκπληκτικό επιθετικό δίδυμο Ρομάριο –

Στόιτσκοφ χωρίς να έχει στη διάθεσή του τον τιμωρημένο Φράνκο Μπαρέζι!

Και φυσικά όχι μόνο τα κατάφερε αλλά παρέδωσε μαθήματα τακτικής, καθιερώνοντας

το όνομά του μεταξύ των κορυφαίων στον ποδοσφαιρικό κόσμο.

Ήταν η εποχή που ο Καπέλο τόλμησε να χρησιμοποιήσει μαζί στην επίθεση τον

Ντανιέλε Μασάρο με τον Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς. Να μετατρέψει τον Ντεσαγί από

στόπερ, ανασταλτικό μέσο. Και αργότερα, στη Ρεάλ Μαδρίτης, να δώσει στον Ραούλ

τη φανέλα με το νούμερο δέκα και να τον αποδεσμεύσει από τα καθήκοντά του στο

αριστερό άκρο της επίθεσης. Όλα αυτά φαίνονται απλά στη θεωρία, αλλά στην

πράξη θεωρήθηκαν επανάσταση.

Ο Φάμπιο Καπέλο θεωρείται αυτή τη στιγμή ο κορυφαίος προπονητής ποδοσφαίρου

στον κόσμο. Το γεγονός ότι Μπαρτσελόνα και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ερίζουν για

την απόκτησή του, ενώ η πρωτοπόρος του Καμπιονάτο Ρόμα του προσφέρει γη και

ύδωρ, από μόνο του λέει πολλά.

Όταν το 1991 αντικατέστησε τον θρύλο Αρίγκο Σάκι στον πάγκο της Μίλαν, δέχτηκε

πολλές επικρίσεις, ενώ πίσω από την πλάτη του τον αποκαλούσαν yes man. Η

απάντησή του σκληρή: τέσσερα Πρωταθλήματα με τη Μίλαν και ένα Κύπελλο

Πρωταθλητριών, πριν προσθέσει έναν ακόμη τίτλο πρωταθλητή με τη Ρεάλ, στην

Ισπανία. Σε 301 παιχνίδια του ιταλικού και ισπανικού πρωταθλήματος που

κοουτσάρισε ομάδες κέρδισε τα 162 (53,8%) και έχασε μόλις 43 (14,2%).

Στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια της Ιταλίας, τον Καπέλο τον παρομοιάζουν με…

βλάχο, λόγω της τραχύτητάς του.

Οι φίλοι του πολλοί, όσοι και οι εχθροί του. Οι τελευταίου του καταλογίζουν

πολλά. «Έχει κοουτσάρει ομάδες όπως η Μίλαν και η Ρεάλ, με τις οποίες ο

καθένας θα μπορούσε να κερδίζει». Κι αυτός τους δείχνει την Ίντερ και τη

Λίβερπουλ που θυμίζουν μεικτές κόσμου κι όμως βλέπουν με το κιάλι τους

τίτλους.

Ο Καπέλο, στα 54 χρόνια του, έχει μάθει να είναι σκληρός, όταν και όπως

πρέπει. Σε όλα δίνει την κατάλληλη απάντηση, εκτός σε μία ερώτηση: «Γιατί

πούλησες τον Ντάβιντς στη Γιουβέντους».

Στο περιβάλλον του έχει παραδεχτεί πως αποτελεί το μεγαλύτερο λάθος του στην

ποδοσφαιρική του ιστορία. Όπως και η απόφασή του να αναλάβει τη Μίλαν στο

τέλος του καλοκαιριού του ’97 και να την οδηγήσει τελικά στη 10η θέση του

Καμπιονάτο.

Η νίκη για τον Καπέλο αποτελεί έμμονη ιδέα. Όπως άλλωστε και για τον Σερ Άλεξ

Φέργκιουσον. Ακόμη και στα φιλικά, ο Ιταλός ζητάει από τους παίκτες του το

110% των δυνατοτήτων τους. Είναι εγωιστής και το ίδιο ζητάει από τους παίκτες

του, τους οποίους προστατεύει και συμβουλεύει όπως ο πατέρας τα παιδιά του.

Η παρουσία του στον πάγκο της Ρόμα είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των

τζιαλορόσι. Και αυτό το πλεονέκτημα επιδιώκουν να αποκτήσουν οι κορυφαίες

ομάδες στην Ευρώπη: Μπαρτσελόνα και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.