Η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος έχει ήδη εισέλθει στο τελευταίο

στάδιο, αλλά τίποτε δεν μπορεί πλέον να αλλάξει την εικόνα μιας βαρετής,

ανούσιας και άχρωμης διαδικασίας, με την οποία φαίνεται να χαραμίζεται, για

μία τουλάχιστον δεκαετία, μία σπουδαία ευκαιρία για τη θεσμική ανανέωση του

πολιτικού μας συστήματος εν όψει των ραγδαίων αλλαγών που παρατηρούνται στο

θολό και αβέβαιο τοπίο της «παγκοσμιοποίησης». Ενώ όμως όλα έδειχναν ότι αυτή

η αναθεώρηση θα έμενε στην ιστορία κυρίως για όσα δεν τόλμησε, εδώ και κάποιο

διάστημα έχει εμφανισθεί ο κίνδυνος να χαρακτηρισθεί από κάτι που οι βασικοί

διαχειριστές της φαίνεται να τολμούν: τη συρρίκνωση της συνταγματικής

προστασίας του δάσους. Πράγματι, στο προηγούμενο στάδιό της η αναθεώρηση

έμοιαζε με μια «εργολαβία που ανατέθηκε προς διεκπεραίωση εν είδει θεσμικής

αγγαρείας, χωρίς στόχους, όραμα και προοπτική για τον ρόλο του Συντάγματος στα

πεδία που απαιτείται αποφασιστική θωράκιση και ενίσχυση της Δημοκρατίας μας:

την εθνική κυριαρχία, την πολιτική δημοκρατία, τον κοσμικό χαρακτήρα του

κράτους και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ήδη όμως στο στάδιο αυτό η «εργολαβία»

της αναθεώρησης έχει αναδείξει και πρόσθετα αρνητικά στοιχεία. Στις πολλαπλές

ελλείψεις προστέθηκαν οι κακοτεχνίες και τα λάθη τακτικής που «ξεχειλώνουν» το

Σύνταγμα, ευτελίζουν τον ρόλο και τη σημασία του και το υποβιβάζουν στο

επίπεδο του κοινού νόμου. Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι στις αστοχίες

αυτές, οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, μπορούν ακόμη να διορθωθούν, παρεισήχθη

στο τελευταίο αυτό στάδιο της αναθεώρησης και ένα μεγάλο λάθος. Πρόκειται για

την απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος πολύ πέρα από τα όρια

της πρότασης της προηγούμενης Βουλής, η οποία εκδηλώθηκε μάλιστα με μισόλογα,

νεολογισμούς και τεχνάσματα, τραυματίζοντας όχι μόνο το κύρος των θεσμών αλλά

και την αξιοπιστία της ίδιας της πολιτικής. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο

συγκεκριμένα:

Στην πρότασή της η προηγούμενη Βουλή είχε προδιαγράψει με σαφήνεια το πλαίσιο

της αναθεώρησης του άρθρου 24 Σ., προτείνοντας αφενός τη «ρητή κατοχύρωση του

ατομικού δικαιώματος στο περιβάλλον» και αφετέρου, την προσθήκη παραγράφου

«για τον καθορισμό χρήσεων γης». Τίποτε στην πρόταση αυτή, αλλά και στη

σχετική συζήτηση, δεν προοιωνιζόταν αυτό που έμελλε να επακολουθήσει στην

τρέχουσα αναθεωρητική Βουλή. Ξαφνικά, στην αρμόδια για την αναθεώρηση Επιτροπή

της Βουλής εμφανίσθηκε μια πρόταση, με «συναίνεση» των δύο μεγάλων κομμάτων, η

οποία ούτε λίγο ούτε πολύ αποβλέπει στη ριζική αναθεώρηση των σχετικών με την

προστασία του δάσους διατάξεων, υπερακοντίζοντας κατά πολύ την απόφαση της

προηγούμενης Βουλής. Θα μπορούσε βέβαια στο σημείο αυτό να προβληθεί η

ένσταση, ότι η παρούσα Βουλή δεν δεσμεύεται νομικά για το περιεχόμενο της

αναθεώρησης. Αυτό είναι κατ’ αρχήν σωστό, αν και έχει υποστηριχθεί με

επιχειρήματα ότι υπάρχει ένας δεσμευτικός πυρήνας στην πρόταση της

προηγούμενης Βουλής. Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό. Τι

άλλαξε ξαφνικά και εισάγεται μια τέτοια πρόταση, χωρίς να έχει προηγηθεί

σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση στην προηγούμενη Βουλή; Πότε εντοπίσθηκαν οι

αδυναμίες της ισχύουσας διάταξης, όταν λίγο καιρό πριν η θέση που κυριαρχούσε

είναι ότι διαθέτουμε στο συνταγματικό μας οπλοστάσιο την πλέον προωθημένη

συνταγματική ρύθμιση στον ευρωπαϊκό χώρο; Και, σε τελευταία ανάλυση, ποιοι

στόχοι εξυπηρετούνται;

Δυστυχώς, τα ερωτήματα αυτά έχουν μείνει αναπάντητα. Παρά τις προσπάθειες να

δικαιολογηθούν οι νέες προτάσεις με επανειλημμένες δηλώσεις καλών προθέσεων

και αλλαγές διατυπώσεων, υπό την πίεση ενεργών οικολογικών οργανώσεων, η

εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη είναι σαφής: ότι πίσω από τις

συγκεκριμένες προτάσεις κρύβονται στυγνά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία

επιχειρούν να επιβάλουν τις λύσεις που επιθυμούν. Ακόμη όμως και αν τα

πράγματα δεν είναι απολύτως έτσι, ακόμη και αν ορισμένα προβλήματα είναι όντως

υπαρκτά, ακόμη και αν παρατηρήθηκαν πράγματι κάποιες υπερβολές είτε στη

νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε στις πρόσφατες αντιδράσεις, οι

«εργολάβοι» της αναθεώρησης έκαναν τα πάντα για να πείσουν ότι οι προτάσεις

τους συναντούν τις προτάσεις των πραγματικών εργολάβων και των καταπατητών του

δάσους. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στις κατά καιρούς σχετικούς διατυπώσεις.

Την πρόβλεψη ότι την έννοια των δασών και των δασικών εκτάσεων θα την ορίσει ο

κοινός νομοθέτης, που αφήνει τη σχετική προστασία έρμαιο μιας τυχαίας

κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως μας διδάσκει η πικρά πείρα της περιόδου

1990-1993; Την προσπάθεια να αντιπαρατεθούν ρητά στην προστασία του

περιβάλλοντος αφενός το «δικαίωμα στην κατοικία» ­ που ήδη προστατεύεται

συνταγματικά ­ αφετέρου δε, εμμέσως, και το νεότευκτο «δικαίωμα στη διασφάλιση

και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής», που τείνουν να ανατρέψουν την υπέρ της

προστασίας του περιβάλλοντος στάθμιση του Συντάγματος και να δώσουν όπλα στην

πελατειακή ανατροπή της; Τον νεολογισμό περί «περιβαλλοντικού ισοζυγίου» και

την πρόταση «να λαμβάνονται υπόψη και να σταθμίζονται όλα τα σχετικά

δεδομένα», στο πλαίσιο του χωροταξικού, πολεοδομικού και οικιστικού σχεδιασμού

που αποκαλύπτουν εναργέστερα τις σχετικές προθέσεις; Ή, τέλος, την πρόβλεψη

ότι προκειμένου για τις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης «οι αντίστοιχες

κρίσεις και σταθμίσεις είναι τεχνικές», που αποβλέπουν, εμμέσως πλην σαφώς,

όπως άλλωστε και όλες οι προηγούμενες προτάσεις, στην εξουδετέρωση του ελέγχου

του Συμβουλίου της Επικρατείας;

Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιες από όλες αυτές τις προτάσεις και διατυπώσεις

πρόκειται να παραμείνουν σε ισχύ, καθώς το τελευταίο διάστημα οι παλινωδίες,

οι αντιφάσεις και οι υποσχέσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ήδη η Ν.Δ.

ανακρούει εν μέρει πρύμναν, ενώ και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να τείνει

πλέον ευήκοον ους στις αντιδράσεις της κοινωνίας των πολιτών, αναζητώντας οδό

διαφυγής από προτάσεις όχι μόνο προβληματικές, αλλά και επικίνδυνες, που την

εκθέτουν χωρίς λόγο. Ωστόσο, εκεί που έφθασαν τα πράγματα δεν υπάρχουν, κατά

την άποψή μας, ουσιαστικά περιθώρια βελτιώσεων. Ύστερα από όσα μεσολάβησαν, τα

δύο μεγάλα κόμματα έχουν χάσει στο ζήτημα αυτό την έξωθεν καλή μαρτυρία. Έτσι,

η μόνη εκδοχή που θα μπορούσε να άρει τις παρεξηγήσεις είναι η απλή και καθαρή

λύση να παραμείνει η διάταξη ως έχει, με μόνη προσθήκη την κατοχύρωση ενός

ατομικού δικαιώματος στο περιβάλλον. Διαφορετικά, η αναθεώρηση του άρθρου 24,

όσες αλλαγές και αν γίνουν, θα εξακολουθήσει, σαν τη γυναίκα του Καίσαρα, να

μη φαίνεται τίμια, ακόμη και αν οι προθέσεις εμφανισθούν καλές. Δεν πρέπει να

λησμονούμε, άλλωστε, ότι ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές

προθέσεις…

Ο Γιώργος Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.