Πολύς λόγος έγινε για το κυοφορούμενο κόμμα του δημάρχου της Αθήνας. Δεν

συμμερίζομαι καθόλου τις υπερφίαλες αντιλήψεις κάποιων κυβερνητικών παραγόντων

ότι η διεργασία αυτή θα επηρεάσει μόνο τον συντηρητικό χώρο και θα εξηγήσω

πολύ σύντομα γιατί το εγχείρημα τούτο μπορεί να αποτελέσει τον «ιστορικό

μοχλό» για την ανατροπή του σημερινού σκηνικού.

Πρώτο σημείο: Τα «θεσμικά απωθημένα» και η μετριότητα. Η ελληνική

κοινωνία βιώνει ακόμη τα θεσμικά ελλείμματα μιας άλλης περιόδου κατά την οποία

είχαν έντονα προσωποποιηθεί οι πολιτικές αντιπαραθέσεις. Η αδυναμία του Κ.

Καραμανλή, του Α. Παπανδρέου και του Κ. Μητσοτάκη να «συνεννοηθούν» θεσμικά

μεταξύ τους για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος έχει αφήσει αρνητικά

απωθημένα στους συμπολίτες μας. Ο Δ. Αβραμόπουλος αντιστρέφει αυτή την

ιστορική τάση και ανάγει τη «συνεννόηση» ανάμεσα στους πολιτικούς ή τους

πολιτειακούς παράγοντες σε κυρίαρχο κοινωνικό ζήτημα. Έτσι, υποκαθιστά την

πραγματική πολιτική με πολιτισμικά ζητήματα που έχουν μεν σημασία, αλλά δεν

εκφράζουν μια διαφορετική κοσμοαντίληψη (ή φιλοσοφία). Η πρώτη πράξη της

κυοφορίας αυτού του κόμματος αποτυπώνει πολύ εύγλωττα αυτή την προσέγγιση.

Χωρίς καμία δόση ειρωνείας η (προ)ιδρυτική διακήρυξη του Δ. Αβραμόπουλου

αποτελεί περισσότερο μια «πρόσκληση για καφέ» στους βασικούς παράγοντες της

πολιτικής μας ζωής, παρά μια πιστή καταγραφή ενός πλειοψηφικού ρεύματος που

πιέζει για κάτι καινούργιο. Έτσι, είχαν ειδοποιηθεί γι’ αυτό το «ξεκίνημα» ο

Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Αρχιεπίσκοπος και άλλοι παράγοντες. Η αντιμετώπιση

τούτη δεν ανταποκρίνεται, βέβαια, στις δυναμικές προκλήσεις της σημερινής

ιστορικής συγκυρίας.

Από την άλλη μεριά ο Δ. Αβραμόπουλος «διαβάζει» σωστά τα υπάρχοντα κοινωνικά

δεδομένα. Η ηγεμονία της middle class στην οικονομία μας εκκολάπτει και έναν

αντίστοιχο πολιτικό πολιτισμό. Ας μη ξεγελιόμαστε λοιπόν. Η πλειονότητα των

συμπολιτών μας αντιμετωπίζει με βαθιά καχυποψία τις ριζοσπαστικές ουτοπίες και

τα οράματα. Προτιμά να εμφανίζεται μετριοπαθής απέναντι στις κοινωνικές

συγκρούσεις και αναζητεί παντού τον μέσο όρο. Πιστεύει, επίσης, ότι όλες οι

ταξικές αντιθέσεις μπορούν να επιλύονται όταν είναι διατεθειμένα τα αντίπαλα

μέρη να προσέλθουν σε διάλογο. Ακόμη, βιώνει την πολιτική μόνο αμυντικά, ως

αναγκαιότητα δηλαδή να υπερασπισθούν κάποιοι τα στενά επαγγελματικά τους

συμφέροντα (micropolitics).

Ο Δ. Αβραμόπουλος θέλει, λοιπόν, να δημιουργήσει το κόμμα του μέσου όρου ή της

μετριότητας. Αυτή η λογική αγγίζει πάντως, τόσο τους προοδευτικούς όσο και

τους συντηρητικούς πολίτες, έστω κι αν στη ζωή οι οικονομικές ανισότητες δεν

εξαλείφονται μ’ αυτό τον τρόπο.

Δεύτερο σημείο. Η παγκόσμια συγκυρία. Η παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών

έχει μειώσει την αυτονομία της ελληνικής κυβέρνησης στη χάραξη μιας

ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Ο L. Thurow σημειώνει χαρακτηριστικά ότι οι

χρηματιστηριακές αγορές μπορούν σήμερα να μεταφέρουν τόσα πολλά χρήματα σ’ όλο

τον κόσμο και τόσο γρήγορα, ώστε οι νομισματικές πολιτικές των εθνικών

κυβερνήσεων είναι υποχρεωμένες να προσαρμόζονται στις επιταγές τους. Η ένταξη

στη ζώνη του ευρώ ολοκλήρωσε αυτή την εξέλιξη. Έτσι, οι απλοί πολίτες

σκέπτονται: «Αφού έτσι και αλλιώς εξαρτώμεθα από τις Βρυξέλλες, ας

αναζητήσουμε πολιτικά κάτι καινούργιο αφού όλοι το ίδιο είναι». Και αυτή η

λογική επηρεάζει μια μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας, έστω κι αν είναι

εσφαλμένη.

Τρίτο σημείο. Η πορεία για την ΟΝΕ. Οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη

αναγκάσθηκαν, δυστυχώς, να υιοθετήσουν μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική για

να εξασφαλίσουν την είσοδο στην ΟΝΕ. Οι δυσάρεστες παρενέργειες είναι ήδη

γνωστές. Μια μελέτη του ΚΕΠΕ που δημοσιεύθηκε πέρυσι καταδεικνύει εναργώς ότι

την τελευταία πενταετία αυξήθηκαν σημαντικά οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ

των ελληνικών νοικοκυριών. Η εξασθένιση του «κοινωνικού προσωπείου» της

κυβέρνησης οδηγεί τους απλούς πολίτες σε εσφαλμένες ταυτίσεις: «τι διαφέρει ο

προοδευτικός από τον συντηρητικό χώρο;».

Αν, λοιπόν, δεν αναδειχθεί συστηματικά η κοινωνική διάσταση της κυβερνητικής

πολιτικής, φοβάμαι ότι το νέο κόμμα μπορεί να προκαλέσει αναδιατάξεις στην

πολιτική σκηνή. Πάντως ένα είναι σίγουρο: ο δήμαρχος της Αθήνας «διαβάζει»

ορθά τα κοινωνικά δεδομένα και οποιαδήποτε ένσταση γι’ αυτό το πράγμα μπορεί

να απαντηθεί από τον Δ. Αβραμόπουλο με το αξίωμα του Μποντλέρ: «Hypocrite

Lecteur! Mon semblable, mon frere!» (Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ

μου!).

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.