<

Υπήρξαν σύζυγοι. Αλλά και συνέταιροι. Και αν η διακοπή της κοινής ζωής τους

δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ο χωρισμός των περιουσιακών στοιχείων του ζεύγους

προκάλεσε ισχυρότατες τριβές. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια ωστόσο, όταν,με…

ενδιάμεσους δύο αλλοδαπούς, αποκαλύφθηκε πως το μεταξύ των δύο άλλοτε συζύγων

χάσμα δεν είχε γεφυρωθεί.

Η 43χρονη γυναίκα ζούσε με τις δύο κόρες τους και εξακολουθούσε να διατηρεί το

κατάστημα που, προ του διαζυγίου, ανήκε και στους δύο. Είχε ρυθμίσει τη ζωή

της αναλόγως και πίστευε πως τα προβλήματα αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Ο πρώην

σύζυγός της άλλωστε είχε ανοίξει νέο κατάστημα, σε άλλη περιοχή και έδειχνε να

μην ασχολείται με τα παλιά.

Ένα πρωινό του Ιουνίου του 1999 την πλησίασαν δύο αλλοδαποί. Δεν ήταν νεαροί

για να υποθέσει ότι θα της ζητούσαν χρήματα και πριν προλάβει να απομακρυνθεί

τής προανήγγειλαν ότι επρόκειτο να της αποκαλύψουν κάτι πολύ σοβαρό. Χωρίς

καθυστέρηση της εκμυστηρεύτηκαν ότι είχαν προσληφθεί από τον άλλοτε σύζυγό της

για να της κάνουν κακό. Η αμοιβή τους θα ήταν 5 εκατομμύρια δραχμές.

Για να μη διεκπεραιώσουν την αποστολή τους της ζήτησαν ευθέως 1,5 εκατομμύριο

δραχμές. Προκειμένου να μην της μείνει καμία αμφιβολία περί των προθέσεών

τους, της είπαν ότι είχαν ήδη αποπειραθεί να λιμάρουν τα φρένα του αυτοκινήτου

της. Όπως ήταν φυσικό, η γυναίκα τρομοκρατήθηκε. Έτρεξε αμέσως στην Αστυνομία

και κατήγγειλε το γεγονός.

Ακολουθώντας τις συμβουλές που της έδωσαν, κατόρθωσε να συμβάλει στη σύλληψη

των δύο αλλοδαπών, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα είχαν γίνει σκιά της. Πολύ

συχνά, τόσο εκείνη όσο και οι κόρες της έβλεπαν δύο άγνωστους να κινούνται

ύποπτα έξω από το σπίτι τους, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν τους λόγους.

Οι καταθέσεις που έδωσαν στην Ασφάλεια οι δύο αλλοδαποί οδήγησαν στη σύλληψη

του πρώην συζύγου τής καταγγέλλουσας, ο οποίος βεβαίως αρνήθηκε τα πάντα.

Αρνήθηκε δηλαδή πως είχε αναθέσει στους δύο άνδρες να εκτελέσουν σχέδιο

εξόντωσης της άλλοτε συζύγου του. Παραδέχθηκε ωστόσο πως τους είχε «προσλάβει»

με την εντολή να παρακολουθούν διακριτικά το σπίτι της, από ανησυχία και μόνο

για τις δύο κόρες τους.

Επικαλούμενος μάλιστα την προσπάθεια των δύο αλλοδαπών να αποσπάσουν χρήματα

από το υποψήφιο θύμα, απέδωσε την εμπλοκή του στο σενάριο που εμπνεύσθηκαν

προκειμένου να γίνουν πλουσιότεροι

κατά ενάμισι εκατομμύριο δραχμές.

Εναντίον του ωστόσο ασκήθηκε ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε

ανθρωποκτονία από πρόθεση εις βάρος της γυναίκας, ενώ οι δύο αλλοδαποί

αντιμετωπίζουν την κατηγορία της απόπειρας εκβίασης.

Πάντως μετά την απολογία τους στον ανακριτή είχαν αφεθεί όλοι ελεύθεροι με

εγγυοδοσία και περιοριστικούς όρους, ενώ σύντομα πρόκειται να εκδικαστεί η υπόθεση.

Μέγαρα

Η συμφωνία έκλεισε στις 500.000

Η επίσκεψη του «Νίκου» ­ όπως ήταν γνωστός στην πιάτσα ο Πακιστανός Ράζα

Αμπντούλ Χαλίντ ­ στην παράγκα του Τσιγγάνου Γιώργου Αριστόπουλου τρεις ημέρες

προ των Χριστουγέννων δεν είχε τον συνήθη σκοπό. Δεν πήγε, όπως έκανε συχνά,

για να προμηθευτεί χασίς. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν συνοδευόταν από τον φίλο

και συμπατριώτη του «Χρήστο» ή Ασίφ Χουσεΐν, που ήταν πάντα μαζί του,

προκάλεσε εντύπωση στον Τσιγγάνο.

Την ιστορία αφηγείται ο ίδιος στους άνδρες της Ασφάλειας, περίπου δύο

εβδομάδες αργότερα, όταν ύστερα από υπόδειξη του «Νίκου» έχει συλληφθεί για τη

δολοφονία του «Χρήστου», του οποίου το πτώμα βρέθηκε τη μεθεπομένη των

Χριστουγέννων στην κουζίνα του σπιτιού του, στην περιοχή Λουτροπύργου Μεγάρων

Αττικής. Ο δράστης τον είχε τραυματίσει θανάσιμα με μαχαίρι το προηγούμενο

βράδυ.

Οι έρευνες στράφηκαν αμέσως στους συντοπίτες του θύματος και μάλιστα σ’

εκείνους που χρησιμοποιούσαν ως κατάλυμα έναν χώρο εργοστασίου στην ίδια

περιοχή. Το ποσό των 2.815.000 δραχμών που βρέθηκε στην κατοχή του «Νίκου» ή

Ράζα Αμπντούλ Χαλίντ κίνησε τις υποψίες των αστυνομικών. Σύμφωνα με τους

ισχυρισμούς του τα χρήματα ανήκαν στο θύμα και του τα είχε δώσει να του τα

φυλάξει. Ως δράστες του εγκλήματος κατονόμασε τον Τσιγγάνο και δύο Αλβανούς,

τους οποίους ­ όπως είπε ­ ο ίδιος οδήγησε στο σπίτι του φίλου του υπό την

απειλή όπλου και μαχαιριών, προκειμένου να τον ληστέψουν. «Μόλις φθάσαμε εκεί,

χτύπησα το κουδούνι. Ο «Χρήστος» άνοιξε και όταν οι άλλοι εισέβαλαν στο

διαμέρισμα εγώ έφυγα», ισχυρίστηκε δηλώνοντας άγνοια για την κατάληξη της

επίσκεψης.

Η σύλληψη του Τσιγγάνου δεν ήταν δύσκολη υπόθεση. Στην παράγκα του, σε

καταυλισμό του Ασπροπύργου, βρέθηκε ένα πιστόλι και εννέα πινακίδες

αυτοκινήτων, μία από τις οποίες ανήκε σε κάποιο κλεμμένο Ι.Χ. Είχε γνωρίσει,

όπως ισχυρίστηκε, τον «Νίκο» και τον «Χρήστο» πριν από δύο χρόνια.

Προμηθεύονταν και οι δύο χασίς από τον Τσιγγάνο. Τέσσερις ημέρες πριν από το

έγκλημα επισκέφθηκε τον Αριστόπουλο στην παράγκα του ο «Νίκος» για να του πει

πως είχε αποφασίσει να σκοτώσει τον «Χρήστο» επειδή τον είχε «ρίξει» στη

μοιρασιά του κέρδους τους από την πώληση ναρκωτικών.

«Μου πρότεινε να μου δώσει 300.000 δραχμές για να το κάνω εγώ. Εγώ όμως δεν

δέχτηκα. Έτσι βρήκε δύο Αλβανούς που μένουν κοντά μου και τους υποσχέθηκε

500.000 δραχμές. Από μένα ζήτησε να πάω μαζί τους, χωρίς να κάνω τίποτε και θα

μου έδινε τις 300.000 δρχ. Μου έδωσε μάλιστα κι ένα πιστόλι που είχε αγοράσει.

Ύστερα από δύο μέρες ξαναήρθε ο «Νίκος» στην παράγκα μου και κοιμήθηκε εκεί.

Την επομένη το απόγευμα ξεκινήσαμε για το σπίτι του «Χρήστου». Μπροστά εγώ με

το αυτοκίνητό μου και τον «Νίκο» και πίσω μας ακολουθούσαν οι δύο Αλβανοί μ’

ένα λευκό φορτηγάκι χωρίς πινακίδες. Σε μια γέφυρα κοντά στο σπίτι αφήσαμε το

δικό μου αυτοκίνητο και επιβιβαστήκαμε όλοι στο φορτηγάκι. Έξω από το σπίτι

του «Χρήστου» ο «Νίκος» έβγαλε ένα μαχαίρι και το έδωσε στον έναν Αλβανό. Το

πιστόλι εγώ το είχα αφήσει στην παράγκα μου χωρίς να το ξέρει ο «Νίκος»».

Ο «Χρήστος» δέχθηκε τους επισκέπτες χωρίς να υποπτευθεί τις προθέσεις τους.

Κάποια στιγμή που σηκώθηκε να πάει να χαμηλώσει τη μουσική,ο «Νίκος» έκανε

νόημα στους Αλβανούς να του επιτεθούν. «Εγώ», συνεχίζει ο Γιώργος

Αριστόπουλος, «μόλις είδα να τον καρφώνουν με το μαχαίρι, έφυγα τρέχοντας και

πήγα κατευθείαν στην παράγκα μου. Το βράδυ ήρθαν οι Αλβανοί και μου είπαν ότι

σκότωσαν τον Πακιστανό. Την επομένη το πρωί ήρθε ο «Νίκος» και τους έδωσε

παρουσία μου τα χρήματα. Εγώ δεν δέχθηκα τις 300.000 δραχμές».

Τώρα και οι τέσσερις αντιμετωπίζουν την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από

πρόθεση κατά συναυτουργία, καθώς και μια σειρά άλλων αδικημάτων.

Ο Γεράσιμος Διονυσάτος είναι μέλος της Τριμελούς Διοίκησης του

Πρωτοδικείου Αθηνών.