«Μοναδικό αίτιο της κατάρρευσης του καταραμένου εργοστασίου της Ρικομέξ

ήταν ο σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου 1999».

Ρικομέξ. Ελεύθεροι αφέθηκαν και οι 12 υπεύθυνοι για τον θάνατο 39 ατόμων στα

συντρίμμια του εργοστασίου, την κατάρρευση του οποίου οι κατηγορούμενοι

αποδίδουν στην ένταση του φονικού σεισμού και όχι σε κακοτεχνίες κατά την

ανέγερση του κτιρίου

Τη θέση αυτή προβάλλει ο μέχρι πρότινος διευθύνων σύμβουλος της Ρικομέξ,

Γεράσιμος Τσάσης, ο οποίος μετά την απολογία του αφέθηκε ελεύθερος όπως και τα

άλλα 11 άτομα που φέρονται ως υπεύθυνοι για την κατάρρευση του εργοστασίου,

στα συντρίμμια του οποίου θάφτηκαν 39 άνθρωποι.

Ο Γ. Τσάσης έφτιαξε το εργοστάσιο μαζί με τον φίλο του Χάρη Λάμπρου, ο οποίος

καταπλακώθηκε εκείνο το μεσημέρι του φονικού σεισμού. Στο πολυσέλιδο υπόμνημά

του, για να στηρίξει το οικοδόμημα της υπεράσπισής του, επιχειρεί να

αντικρούσει το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων που αποδίδουν την κατάρρευση του

κτιρίου σε κατασκευαστικές ατέλειες και εγκληματικά λάθη που κάποιοι

συνάνθρωποί μας πλήρωσαν με τη ζωή τους.

Όλοι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την κακουργηματική πράξη της ανθρωποκτονίας

από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο υποστηρίζοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν

μπορούσαν να προβλέψουν και να αποδεχθούν ως πιθανό τον θάνατο των δικών τους

ανθρώπων που επίσης θάφτηκαν στα συντρίμμια του εργοστασίου.

Κατηγορούμενοι, εκτός από τον Γερ. Τσάση, ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρά

προβλήματα υγείας, είναι η κόρη του, Κατερίνα Τσάση, η Ξένη Τσάση, η Ευγενία

χήρα Χάρη Λάμπρου, ο θετός γιος τού εκλιπόντος συνιδιοκτήτη, Χαρίδημος

Μαγιάκος, στους οποίους επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης

εξόδου από τη χώρα και της καταβολής εγγύησης 5.000.000 δραχμών, και ο

πολιτικός μηχανικός Μιχάλης Τσάσης, στον οποίο απαγορεύτηκε επίσης η έξοδος

από τη χώρα ενώ η εγγυοδοσία ορίστηκε στα 15.000.000 δραχμές. Οι υπόλοιποι έξι

κατηγορούμενοι, που αφέθησαν ελεύθεροι χωρίς κανέναν περιοριστικό όρο, είναι

οι: Λευκή-Κατερίνα Γκλαβάνη, Ανν. Δέδες, Μαρία-Μαργαρίτα Παπαδημητρίου, μέλη

του Δ.Σ., Αγ. Δόβας, Νικ. Σχολίδης, πολιτικοί μηχανικοί, και ο σιδεράς Γ.

Χριστόπουλος.

«Το πόρισμα, που αποκλειστικό σκοπό πρέπει να έχει την υποβοήθηση της

δικαστικής κρίσης και όχι άλλες, πολιτικάντικης φύσεως, σκοπιμότητες,

αποφεύγει να αναφέρει ότι καθεμία από τις 24 κολόνες είχε κατάλληλο όγκο και

αντοχή», επισημαίνει στο απολογητικό του υπόμνημα ο 70χρονος Γερ. Τσάσης. Και,

για να αποσείσει τις ποινικές ευθύνες, επιχειρεί να αντικρούσει το πόρισμα της

επιτροπής υποστηρίζοντας:

* Για τον ημιώροφο: Με προσωπική απόφαση του Χ. Λάμπρου, το 1992,

ενισχύθηκε ο ημιώροφος με μία εντελώς ανεξάρτητη κατασκευή, η οποία όχι μόνο

δεν έβλαψε, αλλά αντίθετα βελτίωσε τη στατική συμπεριφορά και την αντισεισμική

συμπεριφορά του εργοστασίου

* Για τα μηχανήματα στους δύο πάνω ορόφους: Από το 1998 όλα τα

μηχανήματα είχαν μεταφερθεί στις νέες εγκαταστάσεις της Ρικομέξ στον

Ασπρόπυργο. Και πριν όμως τα μηχανήματα ζύγιζαν επτά φορές λιγότερο από το

βάρος για το οποίο η επιτροπή παραδέχεται ότι είχε χορηγηθεί νόμιμη άδεια.

* Για τα αυθαίρετα κτίσματα: Τα υπόστεγα και οι αποθήκες δεν συνέχονταν

με το κτίριο του εργοστασίου που κατέρρευσε, αλλά αντιθέτως απείχαν από αυτό.

* Για την πυρκαγιά στις 6-10-1993: Το μέρος όπου εκδηλώθηκε φωτιά

εκκενώθηκε για 2 μήνες και έγιναν εργασίες επισκευής. Η επιτροπή δεν κατάφερε

να εντοπίσει αξιόπιστα στοιχεία ή ενδείξεις για τις συνέπειες εκείνης της

πυρκαγιάς και τις ενδεχόμενες ή μη επεμβάσεις.

Η σημερινή διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας αναφέρεται στις αποζημιώσεις

προς τους συγγενείς των θυμάτων προσθέτοντας ότι έχουν πια επιστρέψει όλοι οι

επιζήσαντες και οι τραυματίες, πλην ενός, στην εργασία τους. Μόνο που όσοι

περνούν καθημερινά την είσοδο του εργοστασίου σταματούν μπροστά στη μαρμάρινη

επιγραφή που θα θυμίζει για μια ζωή τις ζωές που χάθηκαν…