Ήταν υπέροχα την περασμένη Δευτέρα, στην τελετή για την απονομή των κρατικών

βραβείων λογοτεχνίας. Γιατί δεν υπήρχε τίποτα παραπανίσιο. Τίποτα βαρύγδουπο.

Τίποτα «τηλεοπτικό». Όλα ήταν στη θέση τους. Για μια εκδήλωση που είναι,

πράγματι, υψηλού κύρους και μεγάλης σημασίας. Όχι μόνο για την τέχνη. Αλλά και

για τον τόπο.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υπουργός Πολιτισμού. Κι άλλοι υπουργοί. Και

βουλευτές. Και καλλιτέχνες πασίγνωστοι. Και δημοσιογράφοι. Και εκδότες. Κι ένα

πλήθος απλών ανθρώπων. Ένας κόσμος ολόκληρος στην ιστορικά φορτισμένη αίθουσα

της παλιάς Βουλής. Με συγκίνηση, σεβασμό και αγάπη. Για συγγραφείς και

ποιητές, που πολλά «εκόμισαν εις την τέχνην».

Θα περίμενα, πάντως, περισσότερους εκπροσώπους των κομμάτων. Γιατί η Ν.Δ.,

μόνο με την κ. Μπενάκη; Γιατί το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός χωρίς κανέναν βουλευτή;

Γιατί το ΔΗΚΚΙ και η «Άνοιξη», χωρίς, έστω, έναν υποψήφιο; Πιστεύω ότι

εκδηλώσεις τέτοιου είδους οφείλουν να τις τιμούν πρωτίστως οι πολιτικοί. Οι

περισσότεροι από τους οποίους, δυστυχώς, ακούνε για δεξίωση του άλφα ή βήτα

εφοπλιστή και τρέχουν να προλάβουν…

Διάβασα τα βιβλία όλων των βραβευθέντων. Έξοχα! Χάρηκα, όμως, ιδιαίτερα, για

τη βράβευση του Αντρέα Φραγκιά. Αλλά και του Γιώργου Βέη. Και του Χριστόφορου

Λιοντάκη. Και του Ευγένιου Αρανίτση. Ο δεύτερος και ο τρίτος, φίλοι μου. Ο

τέταρτος, άνθρωπος που έχω ξεχωρίσει από χρόνια. Και ο πρώτος, συγγραφέας ­

και δημοσιογράφος ­ που τα έργα του, μου χάρισαν αξέχαστες στιγμές.

Το βιβλίο του Φραγκιά που με καθήλωσε, είναι το «Άνθρωποι και σπίτια». Το

διάβασα όταν ήμουν 20 ετών. Με ακολουθεί, 45 χρόνια, ο άνεργος ήρωάς του, που

ονειρευόταν να πιάσει δουλειά και με τα χέρια λερωμένα, από τα λάδια της

μηχανής, ν’ αφήνει μαύρες δαχτυλιές «στο άσπρο ψωμί και τα μάγουλα της

Γεωργίας». Του μίλησα γι’ αυτή τη φράση, κάποτε, σ’ ένα αεροπλάνο.

Συγκινήθηκε. Πιάσαμε, ύστερα, μια μεγάλη συζήτηση. Αλλά δεν την τελειώσαμε.

Χαθήκαμε, όπως συμβαίνει συνήθως…

Κάποτε, ο Φραγκιάς, από εξορία σε εξορία, πολίτης γ’ κατηγορίας! Σαν τους

πλασιέδες της «Καγκελόπορτας» ­ πρώην εξόριστοι κι αυτοί ­ που το κράτος τους

είχε στην «απέξω» και τους ανάγκαζε να κάνουν δουλειές του ποδαριού, για να

βγάλουν πέντε δραχμές και να ζήσουν. Σήμερα, το κράτος συγχαίρει τον Φραγκιά.

Του σφίγγει το χέρι. Ο Φραγκιάς μένει ο ίδιος. Το κράτος άλλαξε. Κι αυτό είναι

πολύ σπουδαίο για τον τόπο.

Ο Γιώργος Βέης. Τον συνάντησα στη Γερμανία. Γενικός πρόξενος στο Ντόρντμουντ,

με σημαντικές πρωτοβουλίες για τους Έλληνες μετανάστες. Τον συνάντησα και στην

Αυστραλία. Δύο φορές. Να αγωνίζεται πάλι για τους μετανάστες και να ‘χει

απέναντί του, κόντρα του, τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο! Δεν νίκησε ο ιερωμένος.

Νίκησε ο ποιητής. Που όλη η Μελβούρνη τον αγαπάει και τον τιμά.

Ο Χριστόφορος Λιοντάκης με τα έξοχα ποιήματά του, την ευγένειά του, τη

γλυκύτητά του και την αγάπη του για όλους τους φίλους του. Ένας άνθρωπος που

έχει μάθει να προσφέρει, χωρίς να ζητάει τίποτα. Και ο Ευγένιος Αρανίτσης. Που

διαβάζω πάντοτε τις επιφυλλίδες του. Διαβάζω τα βιβλία του και τον αγαπώ,

γιατί λάτρευε τον Νίκο Καρούζο.

Καλά Χριστούγεννα!