Όλα ήσυχα στο ποδοσφαιρικό βασίλειο της Μαντζουρίας. Το όνειρο της Ευρώπης

ξεμακραίνει για μια ακόμα φορά αλλά η χώρα είναι υπερήφανη για το όνομά της,

τις συνήθειές της, το μοναχικό της κυνήγι της αποτυχίας

Η Μαντζουρία προηγείται του ονόματός της αλλά είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει

ποτέ να το ξεπεράσει. Στη χώρα αυτή το ποδόσφαιρο θεωρητικά μόνο παίζεται από

τους παίκτες. Ουσιαστικό κουμάντο κάνουν οι προπονητές, οι οποίοι έχουν όλοι

μια κρυφή αποστολή: να εμποδίσουν τους παίκτες να παίξουν. Στη Μαντζουρία η

ποδοσφαιρική δόξα δεν κατακτάται από επιτυχίες (η λέξη δεν χρησιμοποιείται

πλέον) στα γήπεδα αλλά από ευφάνταστες εφαρμογές της προπονητικής τέχνης: όσο

περισσότερα λεφτά διαθέτει μια ομάδα κι όσο καλύτερους παίκτες τόσο

μεγαλύτερος προπονητής χρειάζεται, για να μπορέσει να τους εξουδετερώσει.

Ρόλος των προέδρων να βρουν, να εμπιστευθούν και να στηρίξουν αυτούς τους

προπονητές και να ξαποστείλουν όσους πάνε να χαλάσουν την πιάτσα. Οι φίλαθλοι

καταλαβαίνουν ότι το κάνουν από αγάπη του ποδοσφαίρου κι αναπροσαρμόζουν τη

δική τους ιδέα για το τι σημαίνει ποδόσφαιρο στα μαντζούρικα πλαίσια.

Οι αποτυχίες διαδέχονταν με αξιέπαινη συχνότητα τις αποτυχίες και οι

αποκλεισμοί τούς αποκλεισμούς, ώσπου κάποια στιγμή στη Μαντζουρία σκέφτηκαν να

δοκιμάσουν και τις ικανότητες των ξένων προπονητών. Ελληνικά δεν ξέρουν, καλά

λεφτά θα παίρνουν, θα τους ζαλίσει κι ο ήλιος, θ’ αποτύχουν ακόμα καλύτερα,

σκέφτηκαν οι πονηροί πρόεδροι των ομάδων. Κι όμως, τη χάλασαν κάπως την

επιτυχημένη συνταγή της αποτυχίας οι ξένοι. Ύστερα από ορισμένες σποραδικές

ανταρσίες (ένας χοντρός, ένας σοφός, ένας παππούς, που γρήγορα όμως έγιναν πιο

Έλληνες κι απ’ τους Έλληνες) ενέσκηψε ένας περίεργος σαγόνιας, που το ‘βαλε

σκοπό της ζωής του να κάνει δουλειά στις ελληνικές ομάδες. Ο πρώτος πρόεδρος

την πάτησε ­ και ανέβασε την ομάδα στην πρώτη εθνική ο σαγόνιας. Ο δεύτερος

επίσης ­ κι ήρθε το πρώτο (και τελευταίο) πρωτάθλημα σ’ επαρχιακή ομάδα. Ο

τρίτος μόνο στην αρχή ­ ο ημιτελικός Κυπέλλου Πρωταθλητριών συνοδεύτηκε από

συγκινητικό χωρισμό. Έκτοτε έχει ταξιδέψει σ’ όλες τις ελληνικές ομάδες ο

σαγόνιας, τα εγγόνια του μιλάνε μόνο ελληνικά (όχι σαν τα δικά του) αλλά οι

πρόεδροι φροντίζουν να τον κρατάνε τόσο λίγο που να μην κινδυνεύουν να τους

φτιάξει την ομάδα. Τη μεγαλύτερη ζημιά πήγε όμως να την κάνει ένας βλοσυρός

πρίγκιπας. Αυτός απέκτησε την κακή συνήθεια να κάθεται πολύ στις ομάδες του

και να τους επιβάλλει (όχι πάντα ευγενικά) το σύστημά του. Αφού έβγαλε από την

αφάνεια την κίτρινη, ξεπεσμένη ως τότε, αρμάδα ανέλαβε τη μεγάλη κόκκινη

ομάδα, που ‘χε να δει τίτλο κάτι δεκαετίες, και την έκανε αήττητη στην Ελλάδα

και αξιόμαχη στην Ευρώπη. Τη συνέχεια την ξέρετε. Πανικόβλητος ο πρόεδρος της

μεγάλης ομάδας, που έβλεπε να κινδυνεύει όλο το πατροπαράδοτο οικοδόμημα του

ελληνικού ποδοσφαίρου, εξόρισε τον πρίγκιπα κι αφού πειραματίστηκε λίγο με

κάτι άλλα αστέρια προσέλαβε τον άνθρωπο που έμελλε να δώσει το οριστικό της

όνομα στη Μαντζουρία.

Και τι δεν κατάφερε ο σωτήρας αυτός της αποτυχίας α λα γκρέκα! Ομάδα παρέλαβε,

ασκέρι διαμόρφωσε. Παίκτες υπήρχαν, την μπάλα ξεχάσανε. Ευρώπη έταξε, σ’

επαρχιακά ολλανδικά κανάλια βούλιαξε. Κι όλα αυτά με μια απλή αλλά ευφυή

συνταγή: υπακούω στον πρόεδρο, φοβάμαι τους παίκτες, προστατεύω τον εαυτό μου.

Η συνταγή έκανε ήδη σχολή κι όσοι δεν την ακολουθούν είναι σχεδόν μιάσματα στο

ελληνικό ποδόσφαιρο. Στην Εθνική, μέγας προφήτης ολοκληρώνει το αλβανικόν

έπος. Στον αντίπαλο των κόκκινων, ένας καλός άγγελος συνομιλεί με τον Θεό αλλά

καμιά φορά ξεχνάει τους παίκτες του στον πάγκο. Και στους ίδιους τους

κόκκινους, μπορεί η καρέκλα του εθνοπατέρα να τρίζει (άνθρωπος είναι κι ο

πρόεδρος, κάποια ψυχή θα πρέπει να παραδώσει), αλλά οι λύσεις που ετοιμάζονται

(κάτι για τον ηρωικό Αμερικάνο της Διασποράς ακούγεται) είναι σίγουρο ότι δεν

θα ταράξουν τον ήρεμο ύπνο της Μαντζουρίας.