Υποθέσεις «σκηνοθεσίας» μιας αυτοκτονίας ή ενός αιφνιδίου θανάτου έχουν κατά

καιρούς απασχολήσει τις διωκτικές αρχές. Όταν, έστω και από ένα στοιχείο,

προκύπτουν ενδείξεις ότι ο θάνατος υποκρύπτει εγκληματική ενέργεια,

διενεργείται αμέσως προανάκριση για τον εντοπισμό του δράστη. Τον έλεγχο της

προανάκρισης έχει ο εισαγγελέας, ο οποίος παραγγέλλει τη διενέργεια των

πράξεων εκείνων που κρίνει αναγκαίες για τη διευκόλυνση της έρευνας. Στα

πλαίσια της προανάκρισης διατάσσεται οπωσδήποτε η διενέργεια ιατροδικαστικής

πραγματογνωμοσύνης, αυτοψίας, αλλά και η εξέταση όσο το δυνατόν περισσοτέρων

μαρτύρων. Ο ρόλος του ιατροδικαστή σε περιπτώσεις όπου τίποτε δεν οδηγεί τη

σκέψη κατ’ ευθείαν στο έγκλημα, είναι πολύ σημαντικός. Ακόμη και μια αμυχή

είναι δυνατόν να οδηγήσει κάπου. Να οδηγήσει ασφαλώς την προανάκριση στον

αποκλεισμό της αυτοκτονίας ή του φυσιολογικού θανάτου. Γι’ αυτό και είναι

αναγκαίο να διενεργείται από ιατροδικαστή, από πρόσωπο δηλαδή με ειδικές

γνώσεις, τις οποίες δεν διαθέτουν οι γιατροί και πολύ περισσότερο οι

αστυνομικοί, οι εισαγγελείς, οι δικαστές. Ωστόσο, οι ιατροδικαστικές

πραγματογνωμοσύνες δεν είναι δεσμευτικές. Εκτιμώνται όπως και όλα τα άλλα

αποδεικτικά μέσα, αν και είναι δύσκολο να αξιολογηθούν. Ενώ δηλαδή η

αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται με ευκολία, για την αξιολόγηση της

αξιοπιστίας της ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης απαιτούνται ειδικές

γνώσεις. Συχνά η έρευνα υποκινείται από τους συγγενείς του νεκρού, οι οποίοι,

είτε από ένστικτο είτε από πληροφορίες ή στοιχεία που διαθέτουν, αποκλείουν

την αυτοκτονία ή τον φυσιολογικό θάνατο. Αν οι αιτιάσεις τους έχουν

αποδεικτική αξιοπιστία θα εκτιμηθούν και αναλόγως θα κινηθούν οι διαδικασίες.

Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες περιπτώσεις οι ενδείξεις και τα ευρήματα

συσκοτίζουν τις έρευνες και οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Ενδέχεται ­

σπανίως ευτυχώς ­ να πρόκειται πράγματι για εγκληματική ενέργεια και να μην

αποκαλυφθεί ποτέ. Να μην προκύψει κανένα ενδεικτικό τού εγκλήματος στοιχείο

και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Βεβαίως, σε οποιαδήποτε φάση, ακόμη και

μετά τη θέση της δικογραφίας στο αρχείο, είναι δυνατόν να ανασυρθεί αν

εμφανιστεί κάποιο ισχυρό στοιχείο.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η συνεργασία εισαγγελέα, Αστυνομίας και μαρτύρων

στη διεξαγωγή της έρευνας. Εκεί που επιτυγχάνεται αυτό καλύτερα είναι στις

πόλεις της περιφέρειας, όπου και ο φόρτος εργασίας δεν είναι πολύ μεγάλος και

οι άνθρωποι επικοινωνούν γενικώς καλύτερα μεταξύ τους. Έτσι, κάθε στοιχείο που

περιέρχεται σε γνώση του αστυνομικού ή του μάρτυρα, ερευνάται αμέσως, αφού

ενημερωθεί ο εισαγγελέας ο οποίος δεν χειρίζεται εκείνη τη στιγμή συγχρόνως

άλλες δέκα, είκοσι υποθέσεις, όπως συμβαίνει στις Εισαγγελίες των μεγάλων πόλεων.

Θριάσιο Νοσοκομείο

Μακάβρια ερωτήματα πλανώνται αναπάντητα

Η πόρτα του δωματίου εφημερευόντων γιατρών του Θριασίου Νοσοκομείου Ελευσίνας

ήταν κλειδωμένη από μέσα. Όταν οι έρευνες για τον εντοπισμό του διευθυντή της

Γυναικολογικής Κλινικής του νοσοκομείου Παρασκευά Ελευθεριάδη δεν είχαν

αποδώσει καρπούς έως τις 11 το βράδυ της 15ης Ιουνίου 2000, οι συνάδελφοί του

έσπασαν την πόρτα.

Ο γιατρός, ο οποίος τους τελευταίους μήνες αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα λόγω

του θανάτου της 36χρονης Κλημεντίνης Μακρή κατά τη διάρκεια του τοκετού στο

χειρουργείο του Θριασίου, εκείνη την ημέρα είχε εξαφανιστεί. Ανήσυχη η σύζυγός

του τον αναζητούσε από το μεσημέρι. Δεν φανταζόταν βεβαίως πως η κατάληξη των

αναζητήσεων θα ήταν τόσο τραγική. Ο Παρασκευάς Ελευθεριάδης βρέθηκε νεκρός με

κομμένη την καρωτίδα. Ο ιατροδικαστής κ. Εμμ. Νόνας, ο οποίος εξέτασε αμέσως

το πτώμα, απεφάνθη πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Ένα σημείωμα προς τη σύζυγο

και τα παιδιά του επιβεβαίωνε την άποψή του.

Τέσσερις ημέρες αργότερα κι ενώ οι καταθέσεις των συναδέλφων του άτυχου

γιατρού συνηγορούσαν υπέρ της αυτοκτονίας, η χήρα του γυναικολόγου Γιώτα

Ελευθεριάδου ζητούσε την εξιχνίαση της υπόθεσης. «Ο σύζυγός μου έπεσε θύμα

εγκληματικής ενέργειας. Δεν είναι απλή αυτοκτονία όπως θέλουν να το

παρουσιάσουν», έλεγε προβάλλοντας τα επιχειρήματά της. Κυρίως τα ανώνυμα

τηλεφωνήματα που δεχόταν τον τελευταίο καιρό ο Παρασκευάς Ελευθεριάδης, ο

οποίος, όπως κατέθεσαν και άλλοι μάρτυρες, πιεζόταν προκειμένου να ανασκευάσει

την κατάθεσή του για τον θάνατο της Κλημεντίνης Μακρή, όπου επέρριπτε εμμέσως

­ πλην σαφώς ­ τις ευθύνες στον επιμελητή Α’ της Γυναικολογικής Κλινικής του

Θριασίου Μιχαήλ Αβατάγγελο. Για την υπόθεση αυτή ασκήθηκε στη συνέχεια

εναντίον του τελευταίου ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από αμέλεια, ενώ αυτή

τη στιγμή εκτελεί χρέη διευθυντή της Γυναικολογικής Κλινικής του νοσοκομείου.

Στις 20 Ιουνίου από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών διετάχθη αυτεπαγγέλτως η

διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο Παρασκευάς

Ελευθεριάδης αυτοκτόνησε ή υπήρξε θύμα εγκληματικής ενέργειας. Τα ερωτήματα

που έθεσε υπόψη του εισαγγελέα η κ. Γιώτα Ελευθεριάδου ζητούν απάντηση. Γιατί

χρησιμοποίησε τρεις τρόπους για να τερματίσει τη ζωή του (χάπια, ένεση και

τέλος χειρουργικό νυστέρι), ενώ ως γιατρός μπορούσε να το επιτύχει με την

πρώτη; Ποιος είχε το τρίτο κλειδί του δωματίου, αφού η πόρτα βρέθηκε

κλειδωμένη χωρίς κλειδί στην κλειδαριά; Ποιος υπέγραψε το σημείωμα που

απηύθυνε ο μαιευτήρας στους οικείους του, καθώς από τη γραφολογική εξέταση

προέκυψε ότι δεν ήταν δική του η υπογραφή; Και γιατί το σημείωμα δεν ήταν σε

κάποιο εμφανές σημείο ­ όπως συνήθως κάνουν οι αυτόχειρες ­, αλλά μέσα στο

πορτοφόλι του, το οποίο βρέθηκε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του;

Εντός των ημερών αναμένεται να ολοκληρωθεί η έρευνα και να συμβάλει στην

εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.

Μούλκι Κορινθίας

Μια «αυτοκτονία» που έμοιαζε πολύ με έγκλημα

Τρίτη πρωί και, όπως κάθε ημέρα, ο επιστάτης πηγαίνει να ανοίξει το

εργοστάσιο. Έκπληκτος διαπιστώνει πως από τη μέσα πλευρά της πόρτας υπάρχουν

κλειδιά, γεγονός που του εμποδίζει την είσοδο. Βλέπει όμως ότι το παράθυρο της

τουαλέτας είναι ανοιχτό και ανήσυχος πλέον μπαίνει γρήγορα από εκεί. Το θέαμα

που αντικρύζει τον «παγώνει». Το αφεντικό του, ο επιτυχημένος επιχειρηματίας

της Κορίνθου Θεόδωρος Γιαμπουράνης, είναι νεκρός. Το άψυχο σώμα του,

κρεμασμένο με σκοινί από σιδηροδοκό της οροφής, αιωρείται…

Ο επιστάτης ειδοποιεί την Αστυνομία. Οι άνδρες του Αστυνομικού Τμήματος Κιάτου

σπεύδουν, κατεβάζουν τον νεκρό και φεύγουν. Έχουν ήδη βγάλει το συμπέρασμά

τους: «Αυτοκτονία». Έτσι, όχι μόνο δεν μπαίνουν στον κόπο να πάρουν

αποτυπώματα, αλλά δεν τους κινεί καν την περιέργεια το γεγονός ότι ο 63χρονος

επιχειρηματίας, ο οποίος δεν είχε κανέναν λόγο να τερματίσει αυτοβούλως τη ζωή

του, βρέθηκε με δεμένα τα χέρια από τους καρπούς, ενώ το σκοινί ήταν επίσης

περασμένο στη ζώνη του που ήταν κουμπωμένη πίσω και όχι εμπρός. Η περί

αυτοκτονίας διαπίστωση ενισχύεται στη συνέχεια και από τη νεκροψία που

διενεργούν δύο γιατροί ­ όχι ιατροδικαστές ­ του Νοσοκομείου Πατρών, οι οποίοι

ωστόσο δεν αποκλείουν και το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας, προφανώς λόγω

των τραυμάτων που φέρει στο πρόσωπο. Η βεβαιότητα των αστυνομικών όμως δεν

αφήνει περιθώριο για αμφιβολίες. Δεν ενημερώνουν ούτε τον εισαγγελέα Κορίνθου,

στον οποίο προσφεύγει η μεγαλύτερη κόρη του επιχειρηματία Κατερίνα

Γιαμπουράνη, δικηγόρος, και τον πείθει να διατάξει τη διενέργεια νεκροψίας από

ιατροδικαστές. Πράγματι, δύο ημέρες μετά το περιστατικό, ο ιατροδικαστής

Φίλιππος Κουτσαύτης εξετάζει το πτώμα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι

πρόκειται περί εγκληματικής ενέργειας. Το Αστυνομικό Τμήμα Κιάτου δεν

πείθεται. Διατάσσεται νέα νεκροψία, την οποία διενεργούν ο προϊστάμενος της

Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών κ. Εμμ. Νόνας και ο ιατροδικαστής κ. Καφίρης.

Και οι δύο συμφωνούν με τον κ. Κουτσαύτη. Οι τρεις ιατροδικαστές είναι

απολύτως βέβαιοι πως ο επιχειρηματίας στραγγαλίστηκε, αφού προηγήθηκε πάλη με

τους δράστες, οι οποίοι 2-3 ώρες μετά το έγκλημα τον κρέμασαν, έβαλαν τα

κλειδιά στην πόρτα και έφυγαν από το παράθυρο.

Σκηνοθέτησαν εντελώς «ερασιτεχνικά» μια αυτοκτονία αλλά, παρά τις ατέλειες,

έπεισαν την Αστυνομία. Οι άνδρες του Αστυνομικού Τμήματος Κιάτου, οι οποίοι

έσπευσαν στο εργοστάσιο του Θεόδωρου Γιαμπουράνη, στο Μούλκι Κορινθίας, στις

14 Μαρτίου 2000, δεν θέλησαν να επιδείξουν ούτε τη δέουσα επαγγελματική

καχυποψία. Ξεκινώντας δηλαδή από την καλή οικονομική, οικογενειακή και

προσωπική κατάσταση του επιχειρηματία και λαμβάνοντας υπόψη τους ό,τι είδαν

(χτυπήματα στο πρόσωπο, χέρια δεμένα με τρόπο που υποδηλώνει την παρουσία και

άλλου προσώπου στον χώρο), καθώς και ένα παράθυρο ανοιχτό, θα έπρεπε,

τουλάχιστον να τηρήσουν στάση αναμονής. Και, αν μη τι άλλο, να προβούν στις

δέουσες ενέργειες. Να κλείσουν τον χώρο, να ελέγξουν τα πειστήρια και να

συλλέξουν αποτυπώματα.

Ο χρόνος που μεσολάβησε από την ημέρα του εγκλήματος έως την άσκηση ποινικής

δίωξης για ανθρωποκτονία από πρόθεση λειτούργησε υπέρ των αγνώστων ­ μέχρι

στιγμής ­ δραστών. Καθώς τα όποια αποτυπώματα σβήστηκαν, τα πειστήρια

αλλοιώθηκαν και οι αυτουργοί ίσως πρόλαβαν να εξαφανιστούν πριν στραφούν πάνω

τους οι υποψίες.