«Αξίζουμε περισσότερα;» ρωτούσαμε την προηγούμενη βδομάδα για το ποδόσφαιρό

μας. Σήμερα, που η απάντηση ήρθε, και μάλιστα με βεβαιότητα, χρειάζεται άραγε

να ευχαριστήσουμε αυτούς που καθόλου δεν μας άφησαν να περιμένουμε; Το σίγουρο

είναι ότι, αν ψάξουμε, θα βρούμε πολλούς που αξίζουν να τους τιμήσουμε

Πρώτοι βέβαια οι καλοθρεμμένοι και καλομαθημένοι διεθνείς, γιατί το φιάσκο

άρχισε από το γήπεδο ­ αν και προετοιμαζόταν από καιρό μακριά του. Ύστερα από

μια οριακή νίκη επί της Φινλανδίας, οι παίκτες της Εθνικής ταξίδεψαν στο

αλβανικό έδαφος σαν κατακτητές: με την αλαζονεία της ανωτερότητάς τους. Και

γύρισαν πίσω με τη χειρότερη αλαζονεία της άρνησής τους να διδαχθούν από την

ήττα τους. Η εμφάνισή τους δεν ήταν μόνο κακή ποδοσφαιρικά (το «επιχείρημα»

ότι ηττήθηκαν γιατί έχασαν μεγάλες ευκαιρίες έχει την ίδια βαρύτητα με τον

ισχυρισμό του δολοφόνου ότι δε φταίει γιατί δε γνώριζε τις συνέπειες του

πυροβολισμού) αλλά και απαράδεκτη για την εικόνα αδιαφορίας και μαζί αγέρωχης

βεβαιότητας που έδωσε ­ πάλι ­ το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Άξιος της πατρίδος και ο προπονητής τους. Ικανοποιημένος από την εμφάνιση επί

της Φινλανδίας («σημασία έχει η νίκη»), παρέμεινε το ίδιο πιστός στον εαυτό

του και μετά το αλβανικό στραπάτσο («σημασία έχει ότι τα παιδιά πάλεψαν»). Η

αντίληψή του περί φιλότιμου είναι επίσης ιδιότυπη: χειροκροτεί ως «αντρίκειες»

τις παραιτήσεις συναδέλφων του έπειτα από ανεπιτυχή αποτελέσματα, αλλά θεωρεί

δικό του καθήκον να μας κεράσει το πικρό ποτήρι ώς το τέλος.

Σπουδαία αίσθηση της κατάστασης έδειξαν και οι διάφοροι επαγγελματίες της

εύκολης κριτικής ­ ιδίως όταν αντικείμενό της είναι κάτι που δεν γνωρίζουν.

Από τους βουλευτές που ζήτησαν τη λήψη μέτρων κατά των προδοτών ποδοσφαιριστών

(γιατί όμως μόνο από την πολιτεία και δεν ανέλαβαν και οι ίδιοι δράση με τα

όπλα που αποδεδειγμένα κατέχουν;) ώς τους γράφοντες ή γραφιάδες που βρήκαν την

ευκαιρία να στηλιτεύσουν την «εθνικιστική υστερία» (σαν να μην έχει σημασία

για το μέγεθος της αθλητικής ταπείνωσης το γεγονός ότι η Αλβανία δεν

περιλαμβάνεται, ακόμα τουλάχιστον, στα μεγαθήρια του παγκοσμίου ποδοσφαίρου),

η χασούρα στο γήπεδο μεταβλήθηκε και σε ρεζίλεμα της σοβαρότητας.

Άψογο ακόμα το υπουργικό τάιμινγκ για την εξυγίανση του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Αφού η ομάδα παραπαίει, θα σκέφθηκε ο άνθρωπος, ας την αφήσω και ακέφαλη ­

χειρότερα δεν μπορεί να πάει. Ξέχασε, μέσα στη δίνη τού νυν υπέρ πάντων αγώνα

του, ότι τους φιλάθλους τούς νοιάζει περισσότερο πώς στο επόμενο παιχνίδι την

Εθνική δεν θα την οδηγήσει ο αντικαταστάτης του κυρίου Μητρόπουλου, αλλά ο μη

αντικαταστάτης του κυρίου Δανιήλ. Και ότι, ούτως ή άλλως και η επόμενη

διοίκηση θα είναι κι αυτή κάτι σαν την προηγούμενη.

Στο ύψος σαφώς των περιστάσεων και η αντίδραση της «θιγόμενης» ΕΠΟ. Μας τρώνε

τον πρόεδρο; Σας τρώμε το πρωτάθλημα. Εξάλλου, όπως καλά ξέρουν οι φίλαθλοι,

ουδεμία σχέση έχει το πρωτάθλημα με τα κατορθώματα της Εθνικής και τούμπαλιν.

Όπως ξέρουν επίσης ότι όλα αυτά τα αδελφικά μαχαιρώματα είναι καθαρά «θεσμικά»

και καμία σχέση δεν έχουν με πρόσωπα και όπως καταλαβαίνουν ότι η «συμφωνία»

κάποιων ομάδων με την επίσης «θεσμική» ενέργεια της ΕΠΟ υπαγορεύτηκε από

εντελώς ανιδιοτελή κίνητρα (αποδεικνύεται εξάλλου από το ότι οι ομάδες αυτές

είχαν ζητήσει αναβολή της αγωνιστικής και τώρα αναγκάζονται να δεχτούν τη

διακοπή του πρωταθλήματος).

Ωραία και ξεκάθαρα πράγματα. Ρίχνουμε μετά και μερικά κροκοδείλια δάκρυα για

τη «χαμένη αξιοπιστία» του ελληνικού ποδοσφαίρου (που θυμίζει κάτι από τη

«χαμένη τιμή» της πολιτικής) και πάμε παρακάτω. Μερικοί αναρωτιούνται ακόμα

γιατί τα γήπεδα είναι άδεια και η Εθνική θεατής των μεγάλων διοργανώσεων.

Οι φίλαθλοι απλώς το ‘χουν πάρει από καιρό απόφαση πως το ποδόσφαιρο πια

είναι μόνο την Τετάρτη (άντε και την Τρίτη) και έχει το ελληνοπρεπέστατο όνομα

Τσάμπιονς Λιγκ. Αφορά βέβαια «λίγους και καλούς», αλλά εκεί τουλάχιστον η

εξυγίανση δεν είναι έργο δικό μας.