«Οθεσμός του πολιτικού ασύλου ενεργοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια συνεπεία των

πολλαπλών πολιτικών εξελίξεων. Οι απομακρυνθέντες εξαναγκαστικώς από την

πατρίδα τους, ευρισκόμενοι σε ξένη χώρα ζητούν προστασία. Η νέα χώρα, ωστόσο,

οφείλει να ερευνήσει το βάσιμο των ισχυρισμών των προσώπων που ζητούν πολιτικό

άσυλο. Εν όψει τού ότι η αποδοχή της αιτήσεως χορηγήσεως πολιτικού ασύλου

πιθανόν να διαταράξει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, η χώρα υποδοχής οφείλει

να επιδεικνύει μεγάλη φειδώ στην έγκριση των σχετικών αιτήσεων. Το δικαίωμα

υποβολής αιτήσεως ασύλου πολιτικής μορφής προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 1 του

Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (περί προστασίας της

ζωής), που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα

Υόρκη, στις 16 Δεκεμβρίου 1966. Το ως άνω Διεθνές Σύμφωνο έχει κυρωθεί με νόμο

του 1997 από τη χώρα μας και υπερισχύει παντός άλλου εσωτερικού νόμου,

προγενέστερου, σύγχρονου ή μεταγενέστερου. Παράλληλα, το ζήτημα της αίτησης

πολιτικού ασύλου και ειδικότερα οι προϋποθέσεις που απαιτούνται και οι

αρμοδιότητες των κρατών για την παροχή ασύλου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

αναφέρεται εκτενώς στο κεφάλαιο 7 της Συνθήκης Σένγκεν. Οι υποχρεώσεις των

κρατών-μελών προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή.

Η συνεργασία μεταξύ των κρατών για την αξιοποίηση των προσωπικών δεδομένων του

αιτουμένου πολιτικό άσυλο αποτελεί το θεμέλιο ασφαλείας, δεδομένου ότι στον

κοινωνικό ιστό ενός κράτους προσκολλάται ένα νέο μέλος. Με τη Συνθήκη Σένγκεν

αναγνωρίζεται επίσης η υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών να τηρήσουν τις

διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης περί του καθεστώτος των προσφύγων (όπως

έχει τροποποιηθεί από το Πρωτόκολλο της Ν. Υόρκης το 1967) χωρίς κανέναν

γεωγραφικό περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των κειμένων αυτών, καθώς και με

την υποχρέωσή τους να συνεργαστούν με τις υπηρεσίες της Υπάτης Αρμοστείας των

Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.

Πρέπει να τονιστεί ότι πολλές φορές το κράτος του υπηκόου που ζητεί πολιτικό

άσυλο σε άλλη χώρα χρησιμοποιεί άλλες μεθόδους, προκειμένου να επιτύχει την

επάνοδό του. Οι αρχές «δημιουργούν» ποινικά αδικήματα με τα οποία κατηγορούν

τα πρόσωπα αυτά, εκδίδουν εντάλματα συλλήψεως και στη συνέχεια ζητούν την

έκδοσή τους διαβιβάζοντας σχετική αίτηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους

υποδοχής.

Η εξέταση της αίτησης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή διότι αν γίνει δεκτή οι

συνέπειες για το πρόσωπο είναι άδηλες και ουδείς εγγυάται για την τύχη του. Το

πολιτικό άσυλο αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για τα διωκόμενα πρόσωπα αρκεί να

αντιμετωπίζεται με λογική και να μην προκαλεί αντιπαραθέσεις μεταξύ των κρατών.

ΜΕΛΑΚΟΥ ΜΑΚΕΜΠΕΜΠ:

Ο ΟΗΕ τον έσωσε, ύστερα από πολυετή αναμονή για πολιτικό άσυλο

Πέντε χρόνια πριν.Ο Μελάκου Μακεμπέμπ μπήκε στη χώρα ως… αεροπειρατής. και

επιθυμούσε να μείνει για πάντα

Μπήκε στη χώρα μας ως αεροπειρατής. Πολύ γρήγορα όλοι κατάλαβαν πως ήταν ένας

απελπισμένος άνθρωπος. Ένας Αιθίοπας, εντελώς ακίνδυνος, που κατέφυγε στην

εσχάτη λύση προκειμένου να αποφύγει την επιστροφή στην πατρίδα του.

«Προτίμησα να ριψοκινδυνεύσω τη φυλακή στην Ελλάδα από τους θανάσιμους

κινδύνους που θα διέτρεχα αν έφθανα στην Αιθιοπία», είπε μετά τη σύλληψή του ο

δημοσιογράφος Μελάκου Μακέμπεμπ, του οποίου η ενέργεια, ένα μεσημέρι του

Ιουνίου του 1995, αναστάτωσε τις αρχές. Με όπλο ένα μαχαιράκι από το πρωινό

που σερβίρει η Ολυμπιακή, ακινητοποίησε την αεροσυνοδό λίγο πριν προσγειωθεί

το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Το αίτημά του ήταν να έρθει σε

επαφή με τον κυβερνήτη του αεροσκάφους προκειμένου να του εκθέσει την επιθυμία

του να καλέσει δημοσιογράφους και έναν εκπρόσωπο του ΟΗΕ για να τους μιλήσει

για τα προβλήματά του και την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του.

«Στο ζαλισμένο μυαλό μου, από τον πανικό που μου δημιούργησε η σκέψη των

βασανιστηρίων και ενδεχομένως του θανάτου ακόμη που με περίμενε στην Αιθιοπία,

κατέληξα να πιστέψω ότι η μόνη λύση για να μην επαναπατριστώ ήταν να εκθέσω

τις απόψεις μου στον ελληνικό λαό και στην ελληνική κυβέρνηση», έλεγε λίγες

ημέρες αργότερα ο Αιθίοπας δημοσιογράφος, ο οποίος, μετά την πρώτη ανησυχία

που προκάλεσε με την πράξη του, κατόρθωσε πολύ γρήγορα να κερδίσει τη

συμπάθεια της κοινής γνώμης.

Και όχι μόνο. Το δικαστικό συμβούλιο που εξέτασε την υπόθεση απάλλαξε τον

Μελάκου από την κατηγορία της αεροπειρατείας, καθώς, όπως προέκυψε από τα

πραγματικά περιστατικά, μόνο κακοποιός δεν ήταν ο Αιθίοπας. Δικάστηκε μόνο για

την παράνομη παρακράτηση της αεροσυνοδού ­ σε φυλάκιση 6 μηνών ­ με μάρτυρα

υπεράσπισης την ίδια!

Από τον Νοέμβριο του 1995 ο Μελάκου Μακέμπεμπ υπέβαλε στον τότε υπουργό

Δημόσιας Τάξης αίτηση για τη χορήγηση πολιτικού ασύλου. «Τυχόν απέλασή μου

στην Αιθιοπία θα θέσει σε κίνδυνο τη σωματική μου ακεραιότητα και ενδεχομένως

και αυτή τη ζωή μου», καταλήγει.

Ο Μελάκου, με τη στήριξη της ΕΣΗΕΑ και της δικηγόρου Χρύσας Σαλαβράκου,

παρέμεινε στην Ελλάδα αρκετά χρόνια. Άλλοτε στο Κέντρο Αλλοδαπών, άλλοτε

φιλοξενούμενος σε σπίτια συμπατριωτών του. Το γεγονός ότι δεν γνώριζε την

ελληνική γλώσσα δεν του επέτρεπε να εργαστεί ως δημοσιογράφος. Απασχολήθηκε

για μικρά χρονικά διαστήματα σε διάφορες δουλειές, αλλά του ήταν αδύνατον να

επιβιώσει μ’ αυτό τον τρόπο χωρίς τη βοήθεια των φίλων του. Έτσι ζήτησε την

παρέμβαση του ΟΗΕ και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην Ελβετία.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΗΛΙΔΗΣ

Ένα ολυμπιακό μετάλλιο πεταμένο στο… καλάθι της απέλασης

Μέρες δόξας. Ο Γιώργος Πηλίδης τότε που μπορούσε ακόμη να χαμογελά

«Σας ικετεύω να μου δώσετε μια ακόμη ευκαιρία να φτιάξω τη ζωή μου, η οποία

είναι εκ των πραγμάτων ξεγραμμένη αν τελικά απελαθώ από την Ελλάδα…». Ο

ομογενής πυγμάχος Γιώργος Πηλίδης, ένας αθλητής που θα μπορούσε να επιστρέψει

από το Σίδνεϊ μ’ ένα μετάλλιο στον λαιμό, βρίσκεται στριμωγμένος σ’ ένα κελί,

παρέα με πολλούς άλλους υπό απέλαση αλλοδαπούς.

Η ζωή του, από το 1994, είναι γεμάτη ταλαιπωρίες, με πολύ μικρά διαλείμματα

ηρεμίας. Ζούσε στη Γεωργία με το ονοματεπώνυμο Κακάμπερ Τσικβινίτζε. Φοίτησε

στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας, από όπου πήρε πτυχίο μηχανικού και

οικονομολόγου. Παράλληλα ήταν μέλος της Εθνικής ομάδας πυγμαχίας της πρώην

Σοβιετικής Ένωσης. Το 1993, μάλιστα, οι διακρίσεις του τον έφεραν στη θέση του

αρχηγού της Εθνικής ομάδας πυγμαχίας της Γεωργίας.

Ένα χρόνο αργότερα, στις εμφύλιες συγκρούσεις της πατρίδας του, επιστρατεύθηκε

ως εθνοφρουρός με καθήκον τη φρούρηση της αγοράς τροφίμων της περιοχής Ισάνι

Τιφλίδας. Του παραδόθηκε μάλιστα και όπλο. Μια ημέρα του Σεπτεμβρίου του 1994,

λόγω πολιτικών διαφορών, συνεπλάκη με έναν πρωταθλητή πυγμαχίας βαρέων βαρών,

αφού προηγουμένως και οι δύο άφησαν τα όπλα τους. Κατά τη διάρκεια της πάλης,

ο φύλακας στον οποίο ο Κακάμπερ είχε δώσει το όπλο του, πυροβόλησε στον αέρα

για να δώσει τέλος στον καβγά. Οι δύο πυγμάχοι τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή.

Ένας τρίτος φύλακας, όμως, έτρεξε να προλάβει τον αντίπαλο του Κακάμπερ, με

αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει το όπλο του και να τον τραυματίσει θανάσιμα.

Οι γονείς του πρωταθλητή θεώρησαν υπεύθυνο τον Κακάμπερ Τσικβινίτζε για τον

θάνατο του γιου τους. Έτσι εκείνος έβγαλε διαβατήριο στο όνομα τής ελληνικής

καταγωγής γιαγιάς του εξαδέλφου του και ήρθε στην Ελλάδα, όπου έγινε δεκτός

στην Εθνική ομάδα πυγμαχίας και σε ένα χρόνο πήρε και την ελληνική υπηκοότητα.

Η συμμετοχή του σε διεθνείς αγώνες συνέβαλε στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του,

με αποτέλεσμα να κινητοποιήσει η κυβέρνηση της Γεωργίας την Ιντερπόλ

προκειμένου να συλληφθεί ο πυγμάχος με τις κατηγορίες της παράνομης μεταφοράς

και κατοχής όπλων και της πρόκλησης ταραχών.

Τον Ιούλιο του 1998 συνελήφθη. Και το Τριμελές Εφετείο Πειραιά αποφάσισε την

έκδοσή του στη Γεωργία. Βεβαίως του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα και

κανείς πια δεν ενδιαφερόταν για τον μεγάλο αθλητή, εκτός από τον δικηγόρο Νίκο

Γαλεάδη που τον έχει θέσει υπό την προστασία του. Ο Άρειος Πάγος ωστόσο

εξαφάνισε την περί έκδοσης απόφαση, απορρίπτοντας τη σχετική αίτηση της

Γεωργίας.

Ως αλλοδαπός όμως, αφού η ελληνική υπηκοότητα δεν του χορηγήθηκε ξανά,

αντιμετωπίζει τώρα την απέλαση. «Αν τελικά απελαθώ σε οποιαδήποτε χώρα θα

είναι βέβαιη η έκδοσή μου στη Γεωργία», φωνάζει σε άψογα ελληνικά, μέσα από

την αίτηση παροχής πολιτικού ασύλου που έχει υποβάλει στον υπουργό Δημόσιας

Τάξης. Ο φόβος του Γιώργου Πηλίδη ­ όπως λέγεται πλέον ­ είναι ότι αν εκδοθεί

στη Γεωργία θα παραπεμφθεί κατευθείαν στο Στρατοδικείο με το αδίκημα της

ανυποταξίας, το οποίο ­ τονίζει ­ θα αναβαθμιστεί σε κακούργημα, καθώς τη

χρονική περίοδο που φέρεται ότι το διέπραξε η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση

επιστράτευσης.

Εν αναμονή της απόφασης του κ. Χρυσοχοΐδη ο νεαρός πυγμάχος ελπίζει πως θα

τύχει της ευσπλαχνίας του.