Άρθρο του κ. Νίκου Αλιβιζάτου στα «ΝΕΑ», σχετικά με την αναθεώρηση του

Συντάγματος, σχολιάζει ο κ. Λάμπρος Γεωργακόπουλος, πρόεδρος της Ένωσης

Διοικητικών Δικαστών:

«Για να στηρίξει ο κ. Αλιβιζάτος τον «τρομοκρατικό», όπως προσφυώς

χαρακτηρίστηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τίτλο του άρθρου του, αναφέρει ότι

με την πρόταση της πλειοψηφίας επιχειρείται «η απογύμνωση του Συμβουλίου της

Επικρατείας από τη σημαντικότερη αρμοδιότητά του, δηλαδή από την εκδίκαση σε

πρώτο και τελευταίο βαθμό της αίτησης ακυρώσεως» και έτσι «το σημαντικότερο

ένδικο βοήθημα που η συνταγματική τάξη μας προβλέπει για τον πολίτη που η

κατοικία του απαλλοτριώνεται παράνομα, για την εταιρεία που αποκλείεται

αυθαίρετα από διαγωνισμούς, για τον πολιτικό πρόσφυγα ή τον απλό μετανάστη που

απελαύνεται χωρίς νόμιμο λόγο, αφαιρείται από τον δικαστή που επί εβδομήντα

και πλέον χρόνια την εκδίκαζε, συσσωρεύοντας πολύτιμη πείρα. Και υπάγεται

αβασάνιστα, χωρίς μελέτη και χωρίς σχεδιασμό, στην αρμοδιότητα δικαστηρίων, τα

Διοικητικά Πρωτοδικεία και τα Διοικητικά Εφετεία, που ούτε τα μέσα ούτε την

πείρα διαθέτουν για να εκδικάσουν υποθέσεις στις οποίες διακυβεύονται

θεμελιώδη έννομα αγαθά και συμφέροντα δισεκατομμυρίων».

Επειδή η παραπάνω επισήμανση προέρχεται από καθηγητή και μάλιστα του

Συνταγματικού Δικαίου, αναρωτιέμαι ποιο από τα δύο συμβαίνει. Αγνοεί ο

συντάκτης του άρθρου την υφιστάμενη συνταγματική και νομική τάξη ή

παραπληροφορεί, για τους δικούς του λόγους που δικαιούμαστε και εμείς να

υποθέσουμε, ώστε να τεκμηριώσει το συλλογισμό του. Αγνοεί, άραγε, ότι το

σημερινό Σύνταγμα παρέχει τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να υπάγει

ακυρωτικές διαφορές στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων,

επιφυλάσσοντας, μόνο, την σε δεύτερο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της

Επικρατείας. Αγνοεί ότι σε υλοποίηση αυτής της συνταγματικής διάταξης (άρθρο

94 παρ. 3) υπήχθη ο μεγαλύτερος όγκος των ακυρωτικών διαφορών ήδη από το έτος

1977 και πρόσφατα με το ν. 2721/1999 στα Διοικητικά Εφετεία. Αγνοεί ότι ήδη

από το έτος 1985 όλες οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις (δημόσια έργα,

προμήθειες Δημοσίου κ.λπ.) μεταφέρθηκαν από τη δικαιοδοσία των πολιτικών

δικαστηρίων (Εφετείων), που μάλιστα δίκαζαν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό,

χωρίς τη δυνατότητα αναίρεσης, στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων, των

οποίων οι αποφάσεις ελέγχονται αναιρετικά από το ΣτΕ (προφανώς σ’ αυτές

αναφέρεται λέγοντας ότι διακυβεύονται συμφέροντα δισεκατομμυρίων). Αγνοεί ότι

με τον προαναφερθέντα πρόσφατο ν. 2721/1999 οι διαφορές από τις απαλλοτριώσεις

μεταφέρθηκαν από το ΣτΕ, στο οποίο εκκρεμούσαν επί χρόνια, στα Διοικητικά

Εφετεία, τα οποία ήδη δίκασαν μεγάλο αριθμό υποθέσεων».

Σε άλλο σημείο της επιστολής του ο κ. Γεωργακόπουλος παρατηρεί:

«Ακόμη, ο αρθρογράφος, θέλοντας να υπερασπιστεί τη θέση του ότι το ΣτΕ είναι

το «πιο ανεξάρτητο ελληνικό δικαστήριο», στηρίζει την άποψή του αυτή στο

γεγονός ότι συντίθεται «από δικαστές απαλλαγμένους από το φόβο της δυσμενούς

μετάθεσης». Δεν αντιλαμβάνεται, προφανώς και δυστυχώς, ότι η σκέψη του αυτή

ενέχει την μεγαλύτερη ύβρη για όλους τους Έλληνες δικαστές και κυρίως τους

ανώτατους δικαστές όλων των κλάδων της Δικαιοσύνης, στους οποίους

περιλαμβάνονται και οι Σύμβουλοι Επικρατείας, αφού ουσιαστικά η σκέψη του αυτή

υποδηλώνει ότι όλοι οι ανώτατοι δικαστές που στελεχώνουν τα ανώτατα δικαστικά

συμβούλια, τα οποία είναι και αποκλειστικά αρμόδια κατά το Σύνταγμα να

αποφασίζουν για όλο το φάσμα της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών και

συνεπώς και για τις μεταθέσεις τους, θα ασκήσουν πιέσεις σε δικαστές να

συμμορφωθούν σε έξωθεν επεμβάσεις με την απειλή της δυσμενούς μεταθέσεως (το

Δικαστικό Συμβούλιο που αποφασίζει για όλο το φάσμα της υπηρεσιακής κατάστασης

των Διοικητικών Δικαστών συντίθεται αποκλειστικά από Συμβούλους Επικρατείας).

Ακόμη, δεν μπορώ να μην επισημάνω τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο κ.

Αλιβιζάτος, στοχεύοντας στην ευαισθησία των αναγνωστών σας, επικαλείται ως

παραδείγματα, που δικαιολογούν την εν ψυχρώ παραπληροφόρηση που επιχειρείται

από αυτόν, ότι ο πολιτικός πρόσφυγας ή ο απλός μετανάστης που απελαύνεται

χωρίς νόμιμο λόγο, θα στερηθούν ουσιαστικά δικαστικής προστασίας, λες και τα

Διοικητικά Δικαστήρια δεν στελεχώνονται από Έλληνες δικαστές, οι οποίοι

εισήχθησαν μετά από κοινό διαγωνισμό και κοινή φοίτηση στη Σχολή Δικαστών με

τους συναδέλφους τους του Συμβουλίου της Επικρατείας, λες και το μονοπώλιο της

δημοκρατικής ευαισθησίας το έχουν ολίγοι εκλεκτοί.

Σε τελευταία όμως, ανάλυση το ζήτημα που τίθεται δεν είναι νομικό ­ είναι και

νομικό αν θέλετε. Πρωτίστως και κυρίως, όμως, είναι πολιτικό. Αυτό που είναι

προς διερεύνηση, είναι εάν η πρόταση της πλειοψηφίας βελτιώνει το επίπεδο

παροχής δικαστικής προστασίας στον Έλληνα πολίτη από τα Διοικητικά Δικαστήρια

ή όχι. Και η απάντηση σ’ αυτό είναι μία και κατηγορηματική. Ναι. Και τούτο

γιατί με την προτεινόμενη ρύθμιση επιτυγχάνεται αποκέντρωση της Διοικητικής

Δικαιοσύνης (αφού μεγάλος αριθμός υποθέσεων που δικάζονται τώρα από το ΣτΕ θα

μεταφερθεί στα κατά τόπους 9 Εφετεία και 30 Πρωτοδικεία της χώρας),

εξασφαλίζεται γρηγορότερη απονομή της Δικαιοσύνης, παρέχεται πληρέστερη

δικαστική προστασία, με τη μετατροπή των ακυρωτικών διαφορών σε ουσιαστικές,

έχει μικρότερο κόστος για τον πολίτη και καθίσταται δραστικότερος ο έλεγχος

της Δημόσιας Διοίκησης, αφού διέρχεται περισσότερα στάδια δικαστικής κρίσης».