Είναι γνωστό ότι στο ποδόσφαιρο υπάρχουν νίκες και νίκες. Τους βαθμούς τούς

κερδίζουν όλες, όχι όμως και τους φιλάθλους. Και οι ομάδες που χάνουν τους

φιλάθλους τους, όπως δείχνει να κάνει η Εθνική μας, δεν μπορούν να περιμένουν

βέβαια και πολλούς βαθμούς

Ένα μόνιμο, σχεδόν μεταφυσικό, ερώτημα ή, μάλλον, πακέτο ερωτημάτων συνοδεύει,

από την αρχή σχεδόν της πορείας της, την ομάδα που ανέλαβε να χτίσει ο πρώην

προφήτης Δανιήλ: αυτό είναι άραγε το ποδόσφαιρό μας; Αυτή είναι η καλύτερη ή

έστω η αντιπροσωπευτικότερη εικόνα των δυνατοτήτων μας στον διεθνή χώρο; Έτσι

ελπίζουμε να φθάσουμε σε επιτυχίες ­ αν βέβαια εννοούμε όλοι ως επιτυχίες κάτι

περισσότερο από μια νίκη επί ομάδων σαν τη Φινλανδία και κάπως ενδοξότερα από

τον τρόπο με τον οποίο μπήκαν το Σαββατόβραδο στο σακούλι μας οι πρώτοι σπόροι

στον δρόμο για την Άπω Ανατολή. Έτσι πιστεύουμε ότι θα μπορέσουμε τελικά να

φθάσουμε σ’ εκείνα τα μακρινά γήπεδα ή ακόμα κι αν με τη βοήθεια του Θεού και,

όπως δείχνουν τα πράγματα, της Αγγλίας, τα καταφέρουμε, έτσι ελπίζουμε να

ξεπλύνουμε τις εντυπώσεις από τη μόνη άλλη παρουσία μας σε τελικούς Παγκοσμίου

Κυπέλλου; Πρέπει, τουλάχιστον, να το πάρουμε απόφαση ότι έτσι θα παίζει ­

εσαεί, για τα επόμενα εκατό χρόνια, αν τόσα συνεχίζει να είναι μπροστά ο

προπονητής της ­ η Εθνική; Και όταν λέμε έτσι, δεν εννοούμε τόσο την προ μηνός

προειδοποίηση ­ και μαζί χαμένη ευκαιρία ­ με τους Γερμανούς, αλλά την

προχθεσινή επιβεβαίωση με τους Φινλανδούς.

Ας ξεπεράσουμε χωρίς σχόλια, χωρίς καν στάση, τις υπερβολές που συχνά

ακούγονται ­ και αν ακούστηκαν κι από τηλεοράσεως κατά τον τελευταίο αγώνα ­

περί «εξαιρετικής φουρνιάς» και περί «απίστευτου ταλέντου». Ας αγνοήσουμε

επίσης και τις αντίθετες ακρότητες περί διαρκούς οπισθοχώρησης και περί

έλλειψης μεγάλων παικτών. Για όσους αγαπούν το ποδόσφαιρο και την Εθνική ­

κάτι που δυστυχώς στην Ελλάδα είναι πιο δύσκολο ν’ αποτελέσει ταυτολογία ­ η

αλήθεια δεν κρύβεται: η σημερινή ομάδα έχει δυνατότητες, όχι τόσο επειδή

διαθέτει μεγάλες προσωπικότητες (με την εξαίρεση του Λυμπερόπουλου, δεν νομίζω

ότι κανένας άλλος παίκτης θα μας ήταν γνωστός αν δεν φόραγε το εθνόσημό μας),

αλλά επειδή γενικά η ψαλίδα έχει κλείσει ανάμεσα στις ευρωπαϊκές ομάδες και

επειδή πια οι περισσότεροι διεθνείς έχουν εμπειρίες, και ανάλογη

αυτοπεποίθηση, από τις πολλές συμμετοχές στα ευρωπαϊκά κύπελλα. Από ‘κεί και

πέρα όμως, λείπει αυτό από το οποίο θα ‘πρεπε κανονικά να ξεκινάμε: το δέσιμο

του συνόλου, η πίστη όσων το αποτελούν όχι στις δυνάμεις τους γενικά και

αόριστα, αλλά στον τρόπο που (κανονικά ο προπονητής) θα ‘πρεπε να τους είχε

εμφυσήσει να παίξουν. Με δυο λόγια, η τόλμη, το καλώς νοούμενο θράσος. Η

συγκινητική πρόοδος του Αμανατίδη δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός καθρέφτης

μιας ομάδας που θέλει να ξεφύγει από τη μετριότητα ούτε η δημιουργία πέντε

εντός έδρας ευκαιριών (και ενός ωραίου γκολ) μπορεί να καλύπτει τα νεκρά

διαστήματα, την έλλειψη έμπνευσης και το συνηθισμένο πια ταμπούρωμα των

τελευταίων λεπτών. Όπως και ο φετινός Ολυμπιακός, έτσι και η Δανιήλειος Εθνική

θα πρέπει κάποια στιγμή να νικήσει πείθοντας. Θα μου πείτε βέβαια, εδώ

ολόκληρη Αγγλία ούτε πείθει ούτε νικάει. Τουλάχιστον όμως εκεί κάποιοι

παραιτούνται ­ ασχέτως αν οι διάδοχοί τους, όπως και σ’ εμάς, κάνουν ακριβώς

τα ίδια.