* Υπάρχουν κάτι μέρες σαν κι αυτές στις Ολυμπιάδες. Που ο στίβος δεν έχει

ακόμα αρχίσει, που η κολύμβηση έχει αρχίσει να κουράζει, που η γυμναστική

γυναικών αποδεικνύεται κατώτερη από των ανδρών. Τότε μπορούν οι φίλαθλοι να

θυμηθούν ότι υπάρχουν κι άλλα αθλήματα, που διεξάγονται μακριά από τους

προβολείς.

* Τα «μικρά» αθλήματα ­ και οι μεγάλες στιγμές που μπορούν να χαρίσουν, έστω

κι αν εμείς δεν τις μάθουμε ποτέ ­ θα έπρεπε κανονικά να είναι το αλάτι των

Ολυμπιακών Αγώνων. Εκεί, μακριά από τη δημοσιότητα και τα συνακόλουθά της,

υπερασπιστές κυρίως του εαυτού τους και πολύ λιγότερο μιας έντεχνα

κατασκευασμένης «εθνικής υπερηφάνειας», γυμνοί ακόμα κι από τα ίδια τους τα

ονόματα που μόνο λίγοι μυημένοι γνωρίζουν, συναγωνίζονται αθλητές που δεν

προπονήθηκαν καθόλου λιγότερο από τα μεγάλα αστέρια και που δεν ονειρεύτηκαν

λιγότερες φορές απ’ αυτούς, στον ύπνο και τον ξύπνο τους, την ολυμπιακή δόξα.

Οι συνθήκες όμως του σύγχρονου αθλητισμού είναι τέτοιες που ο δικός τους

αγώνας μένει στο σκοτάδι ή, ακόμα χειρότερα, φωτίζεται μόνο το δευτερόλεπτο

της απονομής, για να την εξομοιώσει κι αυτήν με τη φανταχτερή επικράτηση ενός

συστήματος επί μιας ιδέας.

* Τη στιγμή που ο διεθνής Τύπος βουίζει με το τι έφαγε για πρωινό η Μάριον

Τζόουνς ή για το αν θα βρει τη φόρμα του ο Ροναλντίνιο, πιάνομαι από λίγες,

σαν χαμένες μέσα στο σωρό, εικόνες και σκέφτομαι εκείνους που δεν θα τους

μάθουμε ποτέ και που αγωνίστηκαν σε αθλήματα που δεν θα παρακολουθήσουμε ποτέ.

Σκέφτομαι (χωρίς άλλη επιλογή μάλιστα, γιατί και να ‘θελα θα ήταν αδύνατο να

προφέρω το δεκαπεντασύλλαβο όνομά της) τη γυναίκα ­ λέμε άραγε «σκοπεύτρια»; ­

που χάρισε στη Λιθουανία το πρώτο, και πιθανότατα το μόνο, χρυσό μετάλλιο.

Σκέφτομαι τη νικηφόρα τριπλέτα των Κορεατισσών στην τοξοβολία κι αναρωτιέμαι

τι είδους κοινωνία (ή προπόνηση) παράγει τόσο υψηλού επιπέδου απογόνους του

Γουλιέλμου Τέλλου. Σκέφτομαι τους καταβρεγμένους και καταχτυπημένους

κανόε-καγιακίστες (τα δυο κομμάτια της πρώην Τσεχοσλοβακίας, εξίσου άγνωστο

γιατί, αποτελούν εδώ τη μεγάλη σχολή) και τη στιγμή που θα βγάλουν τα κράνη

τους. Σκέφτομαι τους αθλητές κάποιων «περίεργων» ομαδικών αθλημάτων (του

μπάντμιντον και του σόφτμπολ, για παράδειγμα) κι αναρωτιέμαι αν θα υπάρχει

κάποια χώρα όπου οι κάτοικοι θα ξενυχτήσουν για να τους δουν να κυνηγάνε τα

περίεργα μπαλάκια. Κυρίως όμως σκέφτομαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που

διαγωνίστηκαν σε μερικά τέτοια αθλήματα και που θα μείνουν στο σκοτάδι γιατί

δεν διακρίθηκαν ή γιατί κάτι, μέσα σε ακόμα μεγαλύτερη σιωπή, τους εμπόδισε να

πάρουν μέρος. Ισχύει άραγε γι’ αυτούς η παρηγοριά της συμμετοχής ή της

επιθυμίας της; Και θα τους πιστέψουν, πίσω στο σπίτι, οι δικοί τους;