Άλλοι την είπαν άτολμη. Άλλοι άνευρη. Άλλοι πάλι, για την εξωραΐσουν, την

εμφάνισαν ως συναινετική. Το μόνο που δεν ειπώθηκε είναι ότι η υπό εξέλιξη

αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να αποβεί και επικίνδυνη.

Καθώς η σχετική συζήτηση προχωρεί στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, οι

ενδείξεις που θεμελιώνουν τη δυσοίωνη αυτή πρόβλεψη πυκνώνουν:

Είναι, εν πρώτοις, η γενική εισήγηση της πλειοψηφίας, την οποία ο συντάκτης

της κ. Ευ. Βενιζέλος έδωσε στη δημοσιότητα μόλις πριν από λίγες μέρες. Όπως θα

προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, η εισήγηση αυτή δεν είναι απλώς πρόχειρη:

περιέχει προτάσεις επικίνδυνες για το κράτος δικαίου και διατυπώσεις που είναι

σε μερικές περιπτώσεις κατώτερες από το επίπεδο του νομικού μας πολιτισμού.

Αν, όπως ισχυρίζεται ο συντάκτης τους, οι προτάσεις αυτές «αποτυπώνουν»

πράγματι τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ, οι προοπτικές γίνονται ακόμη σκοτεινότερες.

Διότι, για να ενσωματωθούν στο Σύνταγμα, οι κρισιμότερες από τις υπό συζήτηση

καινοτομίες δεν χρειάζονται τη συνδρομή της αντιπολίτευσης· αρκεί να

συγκεντρώσουν τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Είναι, κατά δεύτερο λόγο, οι συζητήσεις στην Επιτροπή Αναθεώρησης του

Συντάγματος που δείχνουν ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι μη νομικοί

βουλευτές, είτε ανήκουν στην πλειοψηφία είτε στην αντιπολίτευση, δεν

αντιλαμβάνονται τι ακριβώς διακυβεύεται.

Διερωτώμαι, για παράδειγμα, πόσοι βουλευτές έχουν συνειδητοποιήσει ότι, με τις

προτάσεις Βενιζέλου καταργείται κατ’ ουσίαν το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Είναι, τέλος, το κλίμα που τείνει να επιβληθεί από την πρόκληση της Ολυμπιάδας

του 2004. Είτε εκ του πονηρού είτε από έλλειψη ψυχραιμίας, μερικοί βλέπουν την

αναθεώρηση του Συντάγματος ως θείο δώρο. «Ας θυσιάσουμε λίγη διαφάνεια», σου

λένε, «ας περικόψουμε κάποια δικαιώματα, ας βλάψουμε λίγο το περιβάλλον. Το

απαιτεί το εθνικό συμφέρον!».

Την ανησυχία μου για την έκβαση της αναθεώρησης στηρίζω σε ορισμένα επί μέρους

κεφάλαιά της, για τα οποία υπάρχουν επαρκή δείγματα γραφής. Θα αρχίσω σήμερα

με το κεφάλαιο «Συμβούλιο της Επικρατείας» όπου, αν οι προτάσεις της εισήγησης

ευοδωθούν, οι συνέπειες μπορεί να αποδειχθούν μοιραίες.

Α’ Ποιος φοβάται το Συμβούλιο της Επικρατείας;

Στο πολίτευμά μας, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέχει κεντρική θέση. Αρμόδιο

κατά το Σύνταγμα να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, ελέγχει έμμεσα και τη

νομοθετική. Διότι μπορεί να ακυρώνει κάθε εκτελεστή πράξη της διοίκησης, αν

αυτή στηρίζεται σε νόμο που κατά την κρίση του Συμβουλίου είναι

αντισυνταγματικός. Έτσι, με τη διεύρυνση του ρόλου των δικαστών, που είναι το

φυσικό επακόλουθο της εμπέδωσης του κράτους δικαίου σε όλες τις σύγχρονες

δημοκρατίες, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει εξελιχθεί στη χώρα μας σε

οιονεί Συνταγματικό Δικαστήριο.

Από την άλλη, το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι εκ παραδόσεως το πιο

ανεξάρτητο ελληνικό δικαστήριο. Διαρθρωμένο κατά το γαλλικό πρότυπο, με

δικαστές απαλλαγμένους από τον φόβο της δυσμενούς μετάθεσης, έχει από παλιά

τολμήσει εκεί όπου τα άλλα δικαστήρια σε δύσκολες ώρες λύγισαν.

Αρκεί να θυμηθεί κανείς, από την πρόσφατη ιστορία, ότι ενώ ο Άρειος Πάγος

στελέχωσε την πρώτη κυβέρνηση της δικτατορίας, το 1967, το Συμβούλιο της

Επικρατείας αντιπαρατέθηκε ανοιχτά στους συνταγματάρχες, δύο χρόνια αργότερα.

Με δικαστές υψηλού επιστημονικού επιπέδου, πιο ανοιχτό σε νέα ρεύματα και

ιδέες, δεν είναι τυχαίο ότι το Συμβούλιο συνεχίζει να προσελκύει λαμπρούς

αποφοίτους των νομικών μας σχολών.

Κοντολογίς, παρά τις όποιες νομολογιακές του υπερβολές, και τις συχνά

αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων, το Συμβούλιο της

Επικρατείας έχει σήμερα καταγραφεί στη συνείδηση του νομικού μας κόσμου ­ αν

όχι και του απλού πολίτη ­ ως το σοβαρότερο αντίβαρο στην ισχύ των

κυβερνώντων. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι, κρυφά ή φανερά, όλες οι

κυβερνήσεις επεδίωξαν είτε να το προσεταιρισθούν είτε να το υπονομεύσουν.

Αρκετές από τις προτάσεις της προηγούμενης Βουλής για την αναθεώρηση του

Συντάγματος αναφέρονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Τις εφημερίδες και τους

ειδικούς απασχόλησαν ιδίως η δυνατότητα μετάταξης σε αυτό τακτικών διοικητικών

δικαστών (άρθρο 88§6), η υποχρεωτική παραπομπή στην Ολομέλεια όλων σχεδόν των

υποθέσεων με συνταγματικό ενδιαφέρον (άρθρο 100) και ο τρόπος ανάδειξης του

προέδρου και των αντιπροέδρων του, που αφορά σημειωτέον και τα άλλα δύο

ανώτατα δικαστήρια της χώρας (άρθρο 90§5 Σ.).

Δεν θα επανέλθω στις προτάσεις αυτές σήμερα. Όχι βεβαίως διότι είναι

συνταγματικά αδιάφορες ­ κάθε άλλο! ­ όσο γιατί έχουν ήδη συζητηθεί αρκετά.

Απεναντίας, θα εντοπίσω την προσοχή του αναγνώστη σε δύο άλλες προτάσεις της

εισήγησης Βενιζέλου, οι οποίες αιφνιδίασαν, μια και ξεπέρασαν κάθε αναμενόμενο

μέτρο.

Με την πρώτη από τις προτάσεις αυτές, η προηγούμενη Βουλή πρότεινε ­ με

συντριπτική, σημειωτέον, πλειοψηφία ­ την αναθεώρηση του άρθρου 95 του

Συντάγματος «με στόχο» όπως διευκρινίσθηκε επί λέξει «τη σαφή οριοθέτηση της

δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της

Επικρατείας».

Ως «σαφή οριοθέτηση» η εισήγηση Βενιζέλου αντιλαμβάνεται την απογύμνωση του

Συμβουλίου της Επικρατείας από τη σημαντικότερη αρμοδιότητά του, δηλαδή από

την εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό της αίτησης ακυρώσεως. Κατά τη

σχετική διατύπωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα είναι αρμόδιο μόνο «σε όσες

περιπτώσεις λόγω της σοβαρότητάς τους κρίνεται από το νόμο αναγκαίο (οι

αιτήσεις ακυρώσεως) να υπαχθούν απευθείας σ’ αυτό» (άρθρο 95§1 περ. α’).

Κάτω από τη φαινομενικά ανώδυνη αυτή διατύπωση κρύβεται κάτι εξαιρετικά

επικίνδυνο: η αίτηση ακυρώσεως, δηλαδή το σημαντικότερο ένδικο βοήθημα που η

συνταγματική τάξη μας προβλέπει για τον πολίτη που η κατοικία του

απαλλοτριώνεται παράνομα, για την εταιρεία που αποκλείεται αυθαίρετα από

διαγωνισμούς, για τον πολιτικό πρόσφυγα ή τον απλό μετανάστη που απελαύνεται

χωρίς νόμιμο λόγο, αφαιρείται από τον δικαστή που επί εβδομήντα και πλέον

χρόνια την εκδίκαζε, συσσωρεύοντας πολύτιμη πείρα. Και υπάγεται αβασάνιστα,

χωρίς μελέτη και χωρίς σχεδιασμό, στην αρμοδιότητα δικαστηρίων ­ τα διοικητικά

πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία ­ που ούτε τα μέσα ούτε την πείρα

διαθέτουν για να εκδικάσουν υποθέσεις στις οποίες διακυβεύονται θεμελιώδη

έννομα αγαθά και συμφέροντα δισεκατομμυρίων.

Όμως, ακόμη και όταν ο πολίτης δικαιωθεί από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια,

τα βάσανά του δεν θα τελειώσουν. Διότι, σύμφωνα με μιαν άλλη πρόταση της

εισήγησης, η διοίκηση δεν θα έχει καμιάν απολύτως υποχρέωση να συμμορφωθεί

προς τη σχετική απόφαση προτού αυτή καταστεί αμετάκλητη, δηλαδή προτού

περάσουν αρκετά ακόμη χρόνια. Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα τι μπορεί να

σημαίνει αυτό για την επιχείρηση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, για

τον φοιτητή που το πτυχίο δεν αναγνωρίζεται ως ισότιμο, ή για τον πολίτη που

δεν του χορηγείται παράνομα οικοδομική άδεια.

Η δεύτερη σχεδόν εξίσου σημαντική πρόταση της εισήγησης που αφορά άμεσα το

Συμβούλιο της Επικρατείας συζητήθηκε ήδη στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής και,

με εντυπωσιακή σιωπή από οικολόγους και άλλους ενδιαφερομένους, φάνηκε να

συγκεντρώνει και αυτή τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων. Πρόκειται για την

προσθήκη μιας νέας παραγράφου στο άρθρο 24 του Συντάγματος, το οποίο

προστατεύει το περιβάλλον. Το ζητούμενο ήταν και πάλι «να οριοθετηθεί» η

αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, σύμφωνα με την αρχική τουλάχιστον διατύπωση

της εισήγησης, ο χωροταξικός, ο πολεοδομικός και ο οικιστικός σχεδιασμός

προβλέπεται ότι θα γίνεται μόνο με νόμο, ο οποίος, ως γνωστόν, δεν μπορεί να

προσβληθεί στη χώρα μας απευθείας ενώπιον των δικαστηρίων. Παρακάμπτεται

επιπλέον με την προτεινόμενη ρύθμιση και η υποχρεωτική επεξεργασία των σχεδίων

των σχετικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Εξάλλου, προκειμένου να «οριοθετηθεί» και ο παρεμπίπτων έλεγχος της

συνταγματικότητας που τα δικαστήρια θα μπορούσαν να ασκήσουν στον εν λόγω

νόμο, η εισήγηση ορίζει ότι οι σχετικές «κρίσεις» και «σταθμίσεις» του

νομοθέτη είναι «τεχνικές», δηλαδή ανεπίδεκτες δικαστικού ελέγχου της

συνταγματικότητάς τους. Με απλά λόγια, ο νόμος θα μπορεί να ορίσει ανέλεγκτα

ότι στην Ύδρα θα μπορούν να ανεγερθούν ξενοδοχεία είκοσι ορόφων ή ότι στο

Ψυχικό θα μπορούν να λειτουργήσουν σφαγεία. Με την παγκοσμίως πρωτότυπη αυτή

διατύπωση για Σύνταγμα πολιτισμένης χώρας, αναρωτιέται κανείς ποιος θα

επιβάλει στη διοίκηση, ποιος θα υποχρεώσει τον νομοθέτη να σέβεται το

περιβάλλον και να μην επιτρέπει την ανέγερση ουρανοξύστη κάτω από την

Ακρόπολη.

Ως δικαιολογία για την υιοθέτηση των ολέθριων αυτών ρυθμίσεων, ο εισηγητής της

πλειοψηφίας επεκαλέσθη την ανάγκη να περιορισθεί ο ρόλος του Συμβουλίου της

Επικρατείας, τη νομολογία του οποίου ο μεν κ. Ευ. Γιαννόπουλος χαρακτήρισε

«κουλτουριάρικη», ο δε κ. Πρ. Παυλόπουλος «στρεβλή». Περίεργη αντίληψη.

Αλίμονο αν ο υπερβολικός έστω ζήλος των δικαστών να προστατεύσουν ένα δικαίωμα

οδηγούσε κάθε φορά στην ουσιαστική κατάργηση του εν λόγω δικαιώματος. Ποιο

δικαίωμα άραγε να έχει σειρά στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος;

Αν από τα παραδείγματα αυτά προέκυπτε μόνον δυσπιστία προς το Συμβούλιο της

Επικρατείας και προς τη Δικαιοσύνη γενικότερα, το φαινόμενο θα ήταν ασφαλώς

ανησυχητικό, δεν θα ήταν όμως και απρόβλεπτο. Οι πολιτικοί, σε όλα τα μήκη και

πλάτη, δυσπιστούν προς τους δικαστές. Και η δυσπιστία τους είναι ευθέως

ανάλογη προς το σθένος, την τόλμη και την ανεξαρτησία που οι τελευταίοι

επιδεικνύουν.

Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν πρόκειται περί αυτού: με τις υπό συζήτηση

προτάσεις, το κυβερνών κόμμα εμφανίζεται από τον γενικό εισηγητή του σαν να

μην έχει συναίσθηση τι σημαίνει αποτελεσματικός έλεγχος των κυβερνώντων σε μία

σύγχρονη δημοκρατία.

Ο Πρωθυπουργός έχει δώσει απτά δείγματα προσήλωσης στις αρχές του κράτους

δικαίου. Είναι ίσως καιρός να πάρει θέση.

Ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.