Το «φαινόμενο Χριστόδουλου» δεν μπορεί να αναλυθεί ως απλό «επικοινωνιακό»,

αλλά ως σύνθετο «κοινωνικό» και εξόχως «πολιτικό» φαινόμενο.

Η συμμετοχή στην παραγωγή του της δεξιότητας του Αρχιεπισκόπου να επιλέγει τις

κατάλληλες μορφές και να χρησιμοποιεί τα προσφορότερα μέσα επικοινωνίας είναι

αναμφισβήτητη. Δεν είναι όμως ούτε η χαρισματικότητα της προσωπικότητάς του

ούτε η αμεσότητα του λόγου του ούτε η λαϊκότητα των μηνυμάτων του, που του

εξασφαλίζουν, από μόνες τους, τη μαζικότητα του ακροατηρίου του και την

κοινωνική νομιμότητα των πρωτοβουλιών του.

Αυτές εξασφαλίζονται πρωτίστως από την ικανότητά του να ακολουθεί μια

επικοινωνιακή στρατηγική, βασισμένη στα ιστορικά αυτονόητα, τα κοινωνικά

βιώματα και τις υπαρξιακές αγωνίες συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού με

συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ακόμη πιο συγκεκριμένο ψυχολογικό υπόστρωμα.

Τα ιστορικά αυτονόητα έχουν δημιουργηθεί στη μακρά διάρκεια μιας

νεοελληνικής ιδεολογίας, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας ήταν η σύγχυση του

Κράτους με την Εκκλησία, η ταύτιση του Έθνους με την Ορθοδοξία και η

διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, όχι στη βάση της οικουμενικότητας της

ελληνικής παράδοσης, αλλά στη βάση της θρησκευτικής διαφοροποίησής της

απέναντι σε έναν κόσμο, κυρίως δυτικό, που απειλούσε το «γένος» με αφανισμό

και του καλλιεργούσε μια μόνιμη «μανία καταδίωξης».

Τα κοινωνικά βιώματα είναι αυτά που αναπαράγονται μέσα από τα

πατερναλιστικά πρότυπα, όχι μόνο, τής μέχρι πρότινος κραταιάς οικογενειακής

οργάνωσης, αλλά και της συνολικότερης πολιτικής ζωής, που πρόσφατα μόλις

άρχισε να δημιουργεί νέα ηγετικά πρότυπα, αλλά που εξακολουθεί ως έναν βαθμό

να νοσταλγεί τις πατριαρχικές μορφές αρχηγών, όπως αυτές που θυμίζει με τη

σκηνική κυρίως παρουσία του ο Χριστόδουλος.

Οι υπαρξιακές αγωνίες είναι αυτές που κυρίως εντείνονται σε όλες

εκείνες τις μεταβατικές περιόδους προσαρμογής σε νέα δεδομένα άγνωστου

κοινωνικού, οικονομικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Όσο μεγαλύτερη είναι η

ανασφάλεια μπροστά στο άγνωστο και η αδυναμία μπροστά στο καινούργιο και στο

ανταγωνιστικό τόσο τα αντανακλαστικά της φυγής προς το παρελθόν και της

καταφυγής στο παραδοσιακό κυριεύουν τα «εν κινδύνω» αισθανόμενα στρώματα.

Η διαχείριση της κρίσης παραδοσιακών κοινωνικών αξιών και σχέσεων και του

φόβου μπροστά σε οτιδήποτε μπορεί να αποσταθεροποιεί την κοινωνική ψυχολογία

και να αποδομεί τις σταθερές αναφορές της είναι αυτή που κυρίως επιτρέπει στον

Χριστόδουλο να διευρύνει το ακροατήριό του και να επικαιροποιεί την

επικοινωνία του μαζί του. Δίνει στην επικοινωνία αυτή, όμως, ένα περιεχόμενο

που αυτομάτως πολιτικοποιεί την Εκκλησία και δαιμονοποιεί την πολιτική,

εμφανίζοντάς την ως ανταγωνιστική με την πίστη και απειλητική για τη

βιωσιμότητα του έθνους.

Η στρατηγική, άλλωστε, επιλογή του, να αντικαταστήσει τον εκκλησιαστικό άμβωνα

με την πολιτική εξέδρα μαζικών συγκεντρώσεων, δεν έχει σημειολογική μόνο

έννοια. Έχει κυρίως τη σημασία μιας συνολικής επανατοποθέτησης του ρόλου της

Εκκλησίας με όρους εξουσίας και (μαζικής) δύναμης, πράγμα που ασφαλώς αποτελεί

καινοτομία στη νεώτερη εκκλησιαστική, αλλά και στην κοινωνική, ιστορία.

Ο κίνδυνος για την Εκκλησία είναι να μετατραπεί σε μέρος της πολιτικής κρίσης

και να χάσει την επιρροή που ασκούσε ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια,

ακριβώς επειδή εθεωρείτο υπεράνω αυτής.

Ο κίνδυνος για την κοινωνία είναι να διχασθεί μπροστά στην αντιμετώπιση

προβλημάτων που άλλες ανταγωνίστριές της έχουν επιλύσει προ πολλού και

επιτυχώς.

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι επικοινωνιολόγος – πολιτικός αναλυτής