Στον βασικό κορμό της, η ομιλία του κ. Χριστόδουλου δεν διέφερε σημαντικά

από εκείνη της Θεσσαλονίκης. Και χθες ανέλυσε τις απόψεις της Εκκλησίας και

πολλές φορές ζήτησε διάλογο, επαναλαμβάνοντας ότι είναι δυνατή η προαιρετική

αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.

Πολλές φορές, εξάλλου, ο κ. Χριστόδουλος ­ σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη ­

«έπιασε» τα συνθήματα των συγκεντρωμένων. Όταν ακούστηκε το σύνθημα «Ελλάς –

Θρησκεία – Ορθοδοξία» ο Αρχιεπίσκοπος αντέτεινε πως «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία

για 2.000 χρόνια τώρα. Ποιος έχει τη δύναμη και το ανάστημα να το αμφισβητήσει

αυτό;». Σε μια άλλη ευκαιρία που του έδωσαν τα συνθήματα για να ξεφύγει από το

γραπτό του, πάντως, ο κ. Χριστόδουλος είπε: «Ζητάμε διάλογο για τις

ταυτότητες. Κι όταν το ράσο ανεμίζει, τότε η νίκη είναι σίγουρη».

Κάνοντας μια «αναδρομή» του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ των δύο

συγκεντρώσεων, ο κ. Χριστόδουλος στάθηκε ιδιαίτερα στις επιθέσεις που, όπως

είπε, δέχθηκε ο ίδιος: «Επιστράτευσαν τις ύβρεις και τις απειλές. Για μένα

έφθασαν στην αιχμή του παραληρήματος να ισχυρισθούν ότι πρέπει να εξορισθώ».

Πάντως, στο τέλος της ομιλίας και την ώρα που απηύθυνε ευχαριστίες στους

συντελεστές της συγκέντρωσης, ο κ. Χριστόδουλος αφενός προέβη στην εκτίμηση

ότι είχαν συγκεντρωθεί περίπου 800.000 άνθρωποι και από την άλλη ύψωσε το

λάβαρο της Αγίας Λαύρας, το λάβαρο της Επανάστασης του 1821 «που εμπνέει όλους

τους Έλληνες που πιστεύουν στην Ελλάδα, το σύμβολο ενώπιον του οποίου οι

πατέρες μας ορκίσθηκαν να ελευθερώσουν την πατρίδα».

Αναλύοντας τις θέσεις της Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος, αφού επανέλαβε ότι η

προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες δεν παραβιάζει το

Σύνταγμα, πρόσθεσε: «Εδώ τώρα το ζήτημα επικεντρώνεται στο ύφος της κρατικής

εξουσίας. Στη μέθοδο, στην περιφρόνηση όχι μόνο προς την Εκκλησία και την

Ιεραρχία και προς τον λαό του Θεού, πρόκειται για την περιφρόνηση πολλών

πολιτών προς τη ζώσα και βιωμένη παράδοση του τόπου».

Επίσης, ο κ. Χριστόδουλος κάλεσε την κυβέρνηση να μην επιμείνει στην «απόφαση

που βλάπτει το έθνος και την Εκκλησία»: «Δεν εκθέτουμε τη χώρα σε πικρά

σχόλια, δεν αρνούμεθα την πρόοδο. Δεν είμαστε οπισθοδρομικοί ούτε φανατικοί,

αλλά δεν δεχόμεθα να παραιτηθούμε από τα ιερότερα πιστεύματά μας. Ο λαός δεν

έχει ανάγκη ενός εκσυγχρονισμού που περνάει μέσα από την απάρνηση της

πνευματικής του ταυτότητας. Σας παρακαλούμε να αναθεωρήσετε τις αποφάσεις

σας». Όπως υποστήριξε, η Εκκλησία εξακολουθεί να ζητεί διάλογο με την

κυβέρνηση, αφού «δεν αντιπολιτεύεται ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε την κυβέρνησή του».

Ωστόσο, κατά τον Προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας, «ένα βαθύ κοινωνικό

ρήγμα αρχίζει να δημιουργείται, και το ρήγμα αυτό πρέπει επειγόντως να

κλείσει», αφού «οι καιροί είναι δύσκολοι και η ενότητα του λαού αναγκαία». Ο

κ. Χριστόδουλος, εξάλλου, υποστήριξε ότι το ζήτημα της μη αναγραφής του

θρησκεύματος στις ταυτότητες δεν είναι μόνο νομικό: «Έχει και άλλες

διαστάσεις, που δεν μπορεί να αγνοηθούν. Είμαστε μια μικρή θρησκευτική

μειονότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θέλουμε στην εθνική μας ταυτότητα να

δείχνουμε και να ομολογούμε τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά μας, και δεν υπάρχει

κανένας, μα κανένας λόγος να μας το αρνούνται». Εμφανιζόμενος, εξάλλου, ως

ευρωπαϊστής, ο Αρχιεπίσκοπος είχε σπεύσει να πει «αποδεχόμαστε στην Ευρώπη,

αλλά λατρεύουμε και την Ελλάδα. Γι’ αυτό λέμε ναι στην Ευρώπη, αλλά δύο φορές

ναι στην Ελλάδα».