Έβγαλαν τον Χίτλερ από την έξοδο κινδύνου. Έριξαν πετρέλαιο και τον έκαψαν.

Αυτό ήταν το τέλος

Εκατόν σαράντα μέτρα από τη Zimmerstrasse και ενενήντα από την Wilhelmstrasse.

Εδώ, λέει, ήταν ο κήπος της γερμανικής Καγκελαρίας. Στο τέρμα του, το

κατεστραμμένο από βόμβα, βρίσκεται το σημείο όπου άναψε η αυτοσχέδια νεκρική

πυρά για τον Χίτλερ. Και ακριβώς από κάτω ήταν ο τόπος όπου ο Misch πέρασε τον

Πόλεμο: το υπόγειο καταφύγιο, η συμπαγής καρδιά του Γ’ Ράιχ, όπου ο Φύρερ

έβαλε τέλος στην ίδια του τη ζωή καθώς τα όνειρά του γκρεμίζονταν κάτω από την

προέλαση των Συμμάχων.

«Όλοι περίμεναν αυτόν τον πυροβολισμό. Τον περιμέναμε. Είχα πει στους

τεχνικούς: «Πηγαίνω μέσα (στο γραφείο του Χίτλερ). Να σας φέρω κάτι;» Και μου

απάντησαν «όχι». Ύστερα ακούστηκε ο πυροβολισμός. Ήμουν έξι μέτρα μακριά από

αυτόν, όταν το έκανε. Ο υπηρέτης του με πήρε από τη μια πλευρά και μπήκαμε

μέσα, αμέσως μετά τον πυροβολισμό. Είδα τον Χίτλερ σωριασμένο δίπλα στο

τραπέζι. Δεν είδα αίμα στο κεφάλι του. Και είδα την Εύα να κείτεται δίπλα του

στον καναπέ, φορώντας μια άσπρη-μπλε μπλούζα με έναν μικρό γιακά, ήταν ένα

μικροσκοπικό ρούχο. Ήμουν νέος τότε. Γι’ αυτό η εικόνα έμεινε τόσο έντονα στη

μνήμη μου».

Επί πέντε χρόνια ο Rochus Misch ήταν μέλος του προσωπικού του Χίτλερ και ζούσε

στο καταφύγιό του. Στο τέλος του Πολέμου ήταν αρχηγός των Επικοινωνιών,

υπεύθυνος για το τηλεφωνικό κέντρο του καταφυγίου. Ήταν πριν από 55 χρόνια,

στις 30 Απριλίου του 1945, όταν πλησίαζαν τα ρωσικά στρατεύματα, τότε που

άκουσε τον πυροβολισμό. Το κρανίο του Χίτλερ, όπου φαίνεται καθαρά η τρύπα από

τη σφαίρα, εκτέθηκε στη Μόσχα για πρώτη φορά πριν από λίγες ημέρες, ως μέρος

της έκθεσης «Η Αγωνία του Γ’ Ράιχ: Τιμωρία», που οργανώθηκε από την Υπηρεσία

Αρχείων της Ρωσίας με αφορμή την επέτειο της ρωσικής κατάκτησης του Βερολίνου.

«Έπειτα από τον πυροβολισμό, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Η πόρτα άνοιξε και

έκλεισε ξανά, ύστερα ήρθε κάποιος άλλος, ύστερα μεταφέρθηκαν τα καλύμματα.

Έφυγα μακριά, έπειτα γύρισα. Ήθελα να πω στον προϊστάμενό μου ότι ο Φύρερ ήταν

νεκρός… Όλα έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα. Όχι λεπτά, δευτερόλεπτα. Ύστερα

ήρθαν κάποιοι άλλοι και τύλιξαν τα πτώματα. Έβγαλαν τον Χίτλερ από την έξοδο

κινδύνου και τον τοποθέτησαν στον κρατήρα από μια βόμβα. Έριξαν πετρέλαιο και

τον έκαψαν. Όχι εντελώς, αλλά το πτώμα του είχε καρβουνιάσει. Αυτό ήταν το

τέλος του Αδόλφου Χίτλερ και μαζί με το δικό του, το τέλος του Γ’ Ράιχ ­ εδώ,

σ’ αυτό το μέρος».

«Το ξέραμε»

Ο Misch περιγράφει το καταφύγιο ως έναν χώρο μήκους 15 μέτρων, με πολύ μικρά

δωμάτια. Στη μια πλευρά ήταν η βιβλιοθήκη του Χίτλερ, το καθιστικό και το

υπνοδωμάτιό του και στην άλλη το δωμάτιο της Εύας Μπράουν, της ερωμένης του,

την οποία παντρεύτηκε αυτές τις τελευταίες ώρες. «Την τελευταία φορά που είδα

τον Χίτλερ ζωντανό περπατούσε στον διάδρομο και κοιταχτήκαμε. Ήταν ένας

τσακισμένος άνθρωπος, καμπουριασμένος, σαν νεκρός. Δεν νομίζω ότι του ήταν

δύσκολο να πεθάνει.

Όταν ο Χίτλερ είπε ότι θα έμενε στο Βερολίνο, ξέραμε ότι θα αυτοκτονούσε…

Όταν ένας από τους κοντινούς του ανθρώπους του είπε ότι θα έφευγε, ο Χίτλερ

ρώτησε «Τι κάνω λάθος; Μoυ ανακοίνωσε την αναχώρησή του. Θέλει να φύγει. Γιατί

οι άνθρωποι φεύγουν μακριά μου;»».

… Το απόγευμα συνεχίστηκε σε ένα μακάβριο κρεσέντο. Στο γραφείο του Misch

μπήκε η σύζυγος του Γκέμπελς, του υπουργού Προπαγάνδας, με τα έξι παιδιά της:

είχε αποφασίσει ότι όλα τα μέλη της οικογένειας έπρεπε να πεθάνουν μαζί. «Τα

παιδιά προετοιμάστηκαν για τον θάνατό τους στο δωμάτιο εργασίας μου. Η μητέρα

τους χτένισε τα μαλλιά τους, με προσπέρασε και κάθησε σε ένα τραπέζι, δύο

μέτρα μακριά και άρχισε να παίζει με την υπομονή, να παίζει χαρτιά. Έκλαιγε…

Έλεγα συνέχεια ότι θέλω να φύγω, να συναντήσω τους συντρόφους μου, όμως ο

Γκέμπελς μου απαντούσε ότι είχαμε να κάνουμε τηλεφωνήματα…».

Οι Ρώσοι δεν πίστευαν ότι ο αντίπαλός τους ήταν νεκρός

Δεξιά. Rochus Misch: «Την τελευταία φορά που είδα τον Χίτλερ ζωντανό ήταν

τσακισμένος – Αριστερά. Η τρύπα από τη σφαίρα που σκότωσε το Γ’ Ράιχ

Οι Γκέμπελς αυτοκτόνησαν και ο Misch έφυγε από το καταφύγιο, όμως μία μέρα

αργότερα τον συνέλαβαν οι Ρώσοι. Όταν οι αρχές αντελήφθησαν ποιος ήταν, εστάλη

­ έπειτα από διαταγή του Στάλιν ­ στη Μόσχα. Ο Ρώσος ηγέτης δεν μπορούσε να

δεχθεί ότι ο αντίπαλός του ήταν τελικά νεκρός. «Νόμιζαν ότι αυτά που τους

περιέγραψα δεν ήταν αληθινά. «Και αν το πτώμα που είδες ήταν κάποιου άλλου;».

Όμως δεν ήταν κάποιου άλλου, κανείς άλλος δεν είχε έρθει. «Ω!, λες ψέματα, λες

ψέματα», συνέχεια τα ίδια». Ο Misch και οι άλλοι μάρτυρες των τελευταίων

ημερών του Χίτλερ βασανίστηκαν, κατόπιν διαταγών του Στάλιν. Μετά τον θάνατό

του, το 1953, και την ακόλουθη γενική αμνηστία από τον Χρουστσώφ, εστάλη στην

Ανατολική Γερμανία. Εκεί, με τη σύζυγό του Γκέρντα και την κόρη τους

Μπιργκίτα, έζησε μια ζωή στην ανωνυμία, εργαζόμενος στο οικογενειακό τους

κατάστημα διακόσμησης…

Πιστός

«Ήταν ένα πολύ καλό αφεντικό, πολύ πιστός. Εμείς που ήμασταν κοντά του

προσπαθούσαμε να φέρουμε εις πέρας τα καθήκοντά μας. Ήμασταν σωματοφύλακες,

τηλεφωνητές, κάναμε όλα αυτά που θα έπρεπε να γίνουν για τον πρόεδρο

οποιασδήποτε εταιρείας, όποιος κι αν ήταν. Δεν μπορείς να παραπονεθείς για

τίποτα όταν έχεις τέτοιο αφεντικό. Ρωτούσε πάντα πώς είμαστε. Αυτοί που

υποστηρίζουν ότι τον Χίτλερ δεν τον ενδιέφεραν οι απλοί άνθρωποι, λένε

ανοησίες». Για τον Misch, o Χίτλερ δεν ήταν ο απόμακρος ηγέτης. Αστειευόταν με

το προσωπικό του, λάτρευε τον Τσάρλι Τσάπλιν και είχε δει το «Gone With The

Wind» τρεις φορές.

Ήταν ο άνθρωπος που έλεγε ότι ήταν πάντα πολύ απασχολημένος για να έχει σύζυγο

και, παρ’ όλα αυτά, παντρεύτηκε την Εύα Μπράουν μία ημέρα πριν από τον θάνατό

τους, για να «την πάρει στον τάφο ως παντρεμένη γυναίκα».

Παρά το γεγονός ότι υπήρξε στο κέντρο των επιχειρήσεων του Χίτλερ, επιμένει

ότι ποτέ δεν άκουσε καμία συζήτηση για τη μαζική εξόντωση των Εβραίων. «Θεέ

μου, εμείς που ανήκαμε στον στενό του κύκλο γνωρίζαμε σχεδόν τα πάντα, ήμασταν

εκεί μέρα νύχτα… Δεν υπήρξε τίποτα γι’ αυτό το θέμα». Όμως, δεν αρνείται ότι

το Ολοκαύτωμα έγινε. «Ναι, συνέβη. Όμως, δεν μπορώ να το φανταστώ. Δεν μπορώ

να σκεφτώ τον Χίτλερ ως δολοφόνο. Είναι αδύνατον».

«Αν τον συναντούσα σήμερα, θα του έλεγα: «Φύρερ μου, στ’ αλήθεια δεν σε

γνώριζα τόσο καλά. Επί πέντε χρόνια, μπορούσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον

στα μάτια και να χαμογελάμε και… όλα αυτά τα πράγματα τα οποία γράφτηκαν,

από πού ήρθαν όλα αυτά; Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ήσουν κάπως έτσι, Φύρερ μου»».