Οι άνθρωποι πουσημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους νομικούς της

νεώτερης Ελλάδας, υπήρξε επίσης πρότυπο επιστήμονα που δεν έμενε κλεισμένος

στην επιστήμη του, περιοριζόμενος στον επιστημονικό του (και επαγγελματικό)

μόχθο και επαναπαυόμενος στις επιστημονικές του δάφνες (τις οποίες πράγματι

έδρεψε, εν ζωή). Παράλληλα προς την επιστημονική του δραστηριότητα,

εμφορούμενος από προοδευτικές κοινωνικές ιδέες και χαρακτηριζόμενος από

ιδιαίτερη ευαισθησία για τις αξίες της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης,

παρακολουθούσε τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του και της

κοινωνίας του και μετείχε ενεργά και πρωταγωνιστικά σε πρωτοβουλίες που

αποτέλεσαν σταθμούς στη δημοκρατική εξέλιξη και πνευματική πορεία της χώρας.

Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος γεννήθηκε το 1881 στο Καρπενήσι Ευρυτανίας,

όπου παρακολούθησε τα μαθήματα της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Γυμνασιακές

σπουδές παρακολούθησε στα Τρικαλα και την Πάτρα, από όπου έλαβε το απολυτήριο

του Γυμνασίου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας

έγινε πτυχιούχος και στη συνέχεια (1902) διδάκτορας με διατριβή υπό τον τίτλο

«Περί της εννοίας της ελευθερίας». Στην ίδια Σχολή, ύστερα από τριετείς

μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Πανεπιστήμια του Gottingen και του

Βερολίνου) αναγορεύθηκε υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου το 1908 και δέκα χρόνια

αργότερα (1918) εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής του Αστικού Δικαίου. Με εξαίρεση

δύο χρόνια (1920-1922), κατά τα οποία είχε απολυθεί από τις αντιβενιζελικές

κυβερνήσεις της εποχής, υπηρέτησε συνεχώς στο Πανεπιστήμιο, περισσότερο από

τρεις δεκαετίες, έως την αποχώρησή του το 1951, με το όριο ηλικίας. Το 1933

εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος το 1948.

Το 1938 δίδαξε στην Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου της Χάγης. Το Πανεπιστήμιο της

Θεσσαλονίκης τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα. Πέθανε το 1966, σε ηλικία 85 ετών.

Έργο του ζωγράφου Παύλου Σάμιου (1998) από την καλιτεχνική Συλλογή Ε.Τ.Ε.

Βρίσκεται στην Αίθουσα συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας

Ο Τριανταφυλλόπουλος διακρίθηκε πολύ γρήγορα σε ένα πολύ δύσκολο επιστημονικό

περιβάλλον. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην πνευματική ζωή της Ελλάδας κατά τον

19ο αιώνα σημαντική θέση κατείχε η καλλιέργεια της νομικής επιστήμης. Σειρά

διαπρεπών νομικών της εποχής υπήρξαν εξέχουσες προσωπικότητες, που ανύψωσαν τη

νομική επιστήμη σε περίοπτη θέση και σε επίπεδα που υπερείχαν πολλών άλλων

επιστημονικών εκδηλώσεων της χώρας. Σε ένα τέτοιο επιστημονικό περιβάλλον

εισερχόταν ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος όταν ξεκινούσε, την πρώτη

δεκαετία του αιώνα μας, την επιστημονική του σταδιοδρομία. Σ’ αυτό ακριβώς το

περιβάλλον ο Τριανταφυλλόπουλος, όχι μόνο σύντομα διακρίθηκε, αλλά έγινε ο

πρωτεργάτης μιας νέας εποχής άνθησης της νομικής επιστήμης. Με την απόσταση

του χρόνου μπορούμε σήμερα να εκτιμήσουμε περισσότερο την ιστορική σημασία της

συμβολής αυτής, που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως θεμελιωτή μιας νέας

πορείας της επιστημονικής έρευνας στον χώρο της νομικής επιστήμης. Ο

Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος δεν αντιλαμβανόταν την αποστολή του επιστήμονα

ως περιοριζόμενη στο σπουδαστήριό του και τις αίθουσες διδασκαλίας, μακριά από

τον κοινωνικό περίγυρο και τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας. Από την εποχή

που, νεώτατος ακόμη, το 1908, ίδρυσε με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον

Παναγιώτη Αραβαντινό, τον Αλεξανδρο Δελμούζο, τον Θαλή Κουτούπη, τον Αλέξανδρο

Μυλωνά και τον Θρασύβουλοο Πετιμεζά την Κοινωνιολογική Εταιρεία, συνέχισε σε

όλη τη σταδιοδρομία του να δείχνει εμπράκτως ευαισθησία στα κοινωνικά

προβληματα, να είναι ανοιχτός σε νέες ιδέες, έτοιμος να συμμετάσχει σε

πρωτοβουλίες για την πρόοδο της κοινωνίας. Και μόνο η συνεισφορά της

Κοινωνιολογικής Εταιρείας, που μεταξύ άλλων αποτυπώνεται στις πρωτοποριακές

μελέτες, τις δημοσιευμένες στην Επετηρίδα της, αποτελεί εύγλωττο δείγμα αυτής

της πτυχής της προσωπικότητας και του έργου του Τριανταφυλλόπουλου. Τα μέλη

της Εταιρείας παίρνουν το 1909 θέση υπέρ της Επανάστασης στο Γουδί,

επιδίδοντας στον αρχηγό του Στρατιωτικού Συνδέσμου συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά

υπόμνημα με τίτλο «Τι πρέπει να γίνει».

Το 1910 ο Τριανταφυλλόπουλος γίνεται ιδρυτικό μέλος (μαζί με τους Βλ.

Γαβριηλίδη, Αλ. Δελμούζο, Κ. Δεμερτζή, Αλ. Διομήδη, Λ. Ναβίλη, Ν. Καζαντζάκη,

Ανδρ. Καρκαβίτσα, Κ. Κατσίμπαλη, Αλ. Παπαναστασίου κ.ά.) του Εκπαιδευτικού

Ομίλου. Στο Δελτίο του Ομίλου αναπτύσσει θέματα στη δημοτική. Τάσσεται δημόσια

υπέρ του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ενώ κατείχε τη θέση του Γενικού Γραμματέα του

Πανεπιστημίου Αθηνών είχε κληθεί σε απολογία από το υπουργείο Παιδείας, έγραφε

στη δημοτική. Το ίδιο τάχθηκε, πολύ αργότερα (1942), αλληλέγγυος στον καθηγητή

Ιωάννη Κακριδή, που διωκόταν επίσης για γλωσσικούς λόγους (στη γνωστή «δίκη

των τόνων»). Μετέσχε στη «δίκη του Ναυπλίου» (1914) ως συνήγορος του Δελμούζου

και των συνεργατών του, οι οποίοι κατηγορούνταν για στάση κατά του καθεστώτος,

αθεϊσμό, προσβολή ηθών, κ.λπ. Στην ουσία η δίωξη γινόταν, ύστερα από την οξεία

πολεμική συντηρητικών κύκλων, οι οποίοι είχαν ενοχληθεί γιατί ο Δελμούζος, ως

διευθυντής του Ανώτατου Παρθεναγωγείου Βόλου, είχε εισαγάγει τη δημοτική

γλώσσα στο σχολείο ως όργανο διδασκαλίας καθώς και πολλούς νεωτερισμούς στο

εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Επίσης ενοχλούσαν οι δημόσιες διαλέξεις του Δελμούζου

στο Εργατικό Κέντρο Βόλου. Η αγόρευση του Τριανταφυλλόπουλου στη δίκη, υπέρ

των προοδευτικών ιδεών και των ελευθεριών, υπήρξε μνημειώδης. Οι

κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.

Στη βραχύβια δεύτερη κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (26 Μαΐου – 5

Ιουνίου 1932), ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος είχε αναλάβει τα υπουργεία

Εθνικής Οικονομίας και Δικαιοσύνης. Στην αναμνηστική φωτογραφία διακρίνονται,

στην πρώτη σειρά από αριστερά: Γεώργ. Σκανδάλης, υφυπ. Στρατιωτικών, Αλέξ.

Παπαναστασίου, πρωθυπουργός, Νικ. Μπακόπουλος υπ. Εσωτερικών και ο Κων.

Τριανταφυλλόπουλος. Στη δεύτερη σειρά: Κυρ. Βαρβαρέσος, υπ. Οικονομικών, Δαμ.

Κυριαζής, υφυπ. Εθνικής Οικονομίας, Περικλ. Καραπάνος, υπ. Παιδείας, Αντ.

Μπακάλμπασης, υπ. Υγείας – Πρόνοιας. Στην τρίτη σειρά διακρίνονται καθαρά οι:

Δημ. Καλλιτσουνάκης, υφυπ. Εσωτερικών, Δημ. Ηρακλείδης, υφυπ. παρά τω

πρωθυπουργώ και Νικ. Τζερμιάς, υφυπ. γενικός διοικητής Θράκης (φωτογραφία από

την έκδοση Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Θεσμοί, ιδεολογία και πολιτική στο

Μεσοπόλεμο, επιμ. Γ. Αναστασιάδης – Γ. Κοντογιώργης – Π. Πετρίδης, εκδ.

Πολύτυπο, Αθήνα 1987)

Ο Τριανταφυλλόπουλος διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Διοικήσεως Νήσων Αιγαίου

(1913). Οι «Κοινωνιολόγοι», διατηρώντας τις απόψεις τους, υποστηρίζουν την

κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου και το Κόμμα τω Φιλελευθέρων, με στόχο να

προβάλλουν, όπως γράφει ο Τριανταφυλλόπουλος, «το κοινωνικό στοιχείο του

κινήματος, υπό το πνεύμα του αναμορφωτικού σοσιαλισμού» (1915). Υπογράφουν,

λίγο πριν από τον Εθνικό Διχασμό, «Διακήρυξη προς τον Βασιλέα», καλώντας τον

να άρει την πολιτική ουδετερότητα της χώρας. Δύο φορές ο Τριανταφυλλόπουλος

διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης. Την πρώτη φορά στην Κυβέρνηση Γεωργίου Κονδύλη

(1926) και τη δεύτερη στην Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου (1932). Στην

πρώτη υπουργική του θητεία είχε την ευκαιρία να αποκαταστήσει δικαστές που

είχαν διωχθεί για τα πολιτικά τους φρονήματα, αντίθετα προς αυτά της δικής του

δημοκρατικής παράταξης. Στη δεύτερη υπουργική του θητεία είχε ετοιμάσει

νομοσχέδιο για την εισαγωγή του θεσμού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων που δεν

πρόφθασε να γίνει νόμος, γιατί έπεσε η κυβέρνηση. Έχει λεχθεί, ότι ο

Ελευθέριος Βενιζέλος διείδε τον κίνδυνο να καρπωθεί ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος

Παπαναστασίου την πρωτοβουλία και τη δόξα της καθιέρωσης Κοινωνικών Ασφαλίσεων

στη χώρα και ανέτρεψε με ασήμαντο πρόσχημα την Κυβέρνηση, την οποία ο ίδιος

είχε πριν προτείνει και υποστηρίξει. Μετά την απελευθέρωση (1944) ο

Τριανταφυλλόπουλος διετέλεσε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.

Η μείζων συμβολή όμως του Τριανταφυλλόπουλου βρίσκεται στον επιστημονικό χώρο.

Εκείνο που δικαιολογεί τον τίτλο, που παραπάνω του απέδωσα, ως θεμελιωτή νέας

σχολής στην ελληνική νομική επιστήμη, ήταν ότι εμφύσησε νέο πνεύμα και νέα

μέθοδο στην ερμηνεία του Δικαίου. Με τις εργασίες του «Η ελευθέρα ερμηνεία του

Δικαίου» (1916) και «Τα σύγχρονα προβλήματα του Αστικού Δικαίου» (1922 –

ανάπτυξη της εναρκτήριας καθηγητικής του ομιλίας), ενστερνιζόμενος τα νέα

ρεύματα της ευρωπαϊκής σκέψης στη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία του Δικαίου,

αλλά και την αριστοτέλεια ρήση, που ο ίδιος έθεσε ως βάση στο πρόβλημα της

ερμηνείας του Δικαίου, κατά την οποία «μη προς τον λόγον αλλά προς την

διάνοιαν του νομοθέτου σκοπείν», δίδαξε, πρώτος αυτός στην Ελλάδα, την

υπέρβαση της εννοιοκρατικής μεθόδου των Πανδεκτιστών, που κυριαρχούσε στην

Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Δίδαξε την υπέρβαση της προσήλωσης στη λογική της ψυχρής

υπαγωγής της ζέουσας πραγματικότητας στις αφηρημένες έννοιες ενός κλειστού και

ως πλήρους θεωρούμενου συστήματος Δικαίου, απομονωμένου από τις κοινωνικές

ανάγκες, αλλά και από την ιδέα της Δικαιοσύνης. Άνοιξε έτσι νέους δρόμους προς

μια τελολογική ερμηνεία, που συνδέει τον κανόνα δικαίου με το αξιολογικό του

νόημα και με τους ηθικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς του

στόχους. Εγκαταλείποντας την άτεγκτη εννοιοκρατική μέθοδο, έθετε συγχρόνως με

νηφαλιότητα φραγμούς στις υπερβολές της «ελευθέρας ερμηνείας του Δικαίου».

Παράλληλα προβλημάτιζε τον Έλληνα νομικό, όσο κανείς ώς τότε, με το ερώτημα τι

είναι Δίκαιο, ποια η δικαιολογία του, ποια η σχέση του με την αυθαιρεσία. Η

Εισαγωγή του στις Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου (1926) αποτελεί εύγλωττη

έκφραση της φιλοσοφικής και κοινωνιολογικής σκέψης που εμφύσησε στην ελληνική

νομική επιστήμη.

Αλλά στραμμένος στους νέους ορίζοντες της γενικής θεωρίας και μεθοδολογίας του

Δικαίου, προς τους οποίους, ως πνεύμα ελεύθερο και με σπάνιες ευαισθησίες,

είχε μια έμφυτη ψυχική ροπή, δεν έπαυε να έχει βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στην

αξία της ιστορίας του Δικαίου και τη σημασία της για την κατανόηση του

σύγχρονου πνεύματος της νομοθεσίας. Οι εργασίες του από την ιστορία του

ρωμαϊκού και του βυζαντινού Δικαίου, μερικές από τις οποίες μεταφράσθηκαν και

σε ξένες γλώσσες, υπήρξαν πρωτοποριακές. Για πρώτη φορά στη χώρα μας

χρησιμοποιήθηκε η παπυρολογία και ιδίως η μελέτη των αιγυπτιακών παπύρων στην

αναζήτηση του ελληνικού, του ρωμαϊκού και του βυζαντινού Δικαίου. Για πρώτη

φορά, επίσης, χρησιμοποιήθηκε η παρεμβληματολογική μέθοδος στην ερμηνεία

Ιουστινιάνειων κειμένων, με την αναζήτηση παρεμβλημάτων ελληνικής προέλευσης,

που, εκτός από την πρακτική της σημασία, είχε ιδιαίτερη γοητεία, ως

προσδίδουσα κάποιον ελληνικό χαρακτήρα, ιδίως στον Πανδέκτη. Η στροφή του προς

την ιστορία του Βυζαντινού Δικαίου (αργότερα ασχολήθηκε και με το δίκαιο του

μετά την άλωση Ελληνισμού) δεν τον παρέσυρε (δείγμα της επιστημονικής

αντικειμενικότητάς του) σε υποτίμηση, για εθνικούς λόγους, του Ρωμαϊκού

Δικαίου, αφού δίδασκε ότι το Βυζαντινό Δίκαιο «άνευ του ρωμαϊκού είναι

αδιάγνωστον» και ότι «δεν έχει την άφθαστον και ουδαμού αλλού απαντώσαν

πλαστικότητα και παιδαγωγικήν σημασίαν του ρωμαϊκού». Του επέτρεψε όμως να

διαγνώσει ότι το Βυζαντινό Δίκαιο παρουσιάζει «περισσότερα και βαθύτερα

ουμανιστικά στοιχεία, προϊόντα εν μέρει του πρωτοτύπως τας πηγάς αυτού

διατρέχοντος κλασσικού ελληνικού πνεύματος».

Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος το 1911, σε ηλικία τριάντα ετών. Φωτογραφία

από τη συλλογή Ιω. Κ. Τριανταφυλλόπουλου, δημοσιευμένη στην Πολιτική Ιστορία

της Νεωτέρας Ελλάδος. 1828-1964, τόμ. Γ’, του Σπ. Β. Μαρκεζίνη – Ο

Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος. Φωτογραφία την εποχή που είναι κοσμήτωρ της

Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από την πανηγυρική έκδοση του

Πανεπιστημίου Αθηνών Εκατονταετηρίς 1837-1937, Αθήνα 1937

Οι υπερδιακόσιες μελέτες του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλόπουλου, ανάμεσά τους και

το ημιτελές Ενοχικό του Δίκαιο, δείγματα της σε βάθος διείσδυσης στην

προβληματική τού κάθε φορά εξεταζόμενου θέματος, της αντιδογματικής του σκέψης

και της συνεπούς τελολογικής του μεθόδου ερμηνείας, υπήρξαν μελέτες που άφησαν

έντονη τη σφραγίδα τους στην ελληνική θεωρία και πράξη. Οι θέσεις που τελικά

υποστηρίζει είναι το αποτέλεσμα σειράς στοχασμών, οι οποίοι επιτρέπουν στον

αναγνώστη να σχηματίζει και τη δική του γνώμη, αφού διαφωτίζεται πλήρως όχι

μόνο για το τι ισχύει ή πρέπει να ισχύει, αλλά και για το γιατί ενδείκνυται η

προτεινόμενη λύση. Ο συγγραφέας δεν επιβάλλεται με την αυθεντία του, αλλά με

τη δύναμη των στοχασμών του και την πειστικότητα των συλλογισμών του. Το έργο

του είναι υπόδειγμα γραφής και σκέψης που χαρακτηρίζει τον σωστό, τον μεγάλο

επιστήμονα. Απαλλαγμένο από αφορισμούς, αποκαλύπτει κάθε φορά την πορεία της

σκέψης που ακολουθήθηκε ώς το συναγόμενο πόρισμα.

Εξέχουσα θέση στην επιστημονική προσφορά του Τριανταφυλλόπουλου κατέχει η

συμβολή του στη σύνταξη του Αστικού Κώδικα. Η κατάστρωση και διατύπωση της

ύλης του Ενοχικού Δικαίου του Αστικού Κώδικα από τον Τριανταφυλλόπουλο στο

Προσχέδιο έγινε τελικά δεκτή στο Σχέδιο και στο οριστικό κείμενο, με λίγες

μόνο αποκλίσεις. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό ακολουθείται ο γερμανικός Αστικός

Κώδικας, υπάρχει όμως σε πολλά σημεία πρωτοτυπία στο περιεχόμενο και, σε ακόμη

περισσότερα σημεία, απλούστερη διατύπωση. Γενικά, είτε γίνονται δεκτές ξένες

ρυθμίσεις ως σωστές είτε εισάγονται καινοτομίες, υπάρχει αυτοτέλεια σκέψης και

προηγούμενη στάθμιση των δυνατών λύσεων.

Οι υπερδιακόσιες μελέτες του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλόπουλου, ανάμεσά τους

και το ημιτελές Ενοχικό του Δίκαιο, δείγματα τής σε βάθος διείσδυσης στην

προβληματική τού κάθε φορά εξεταζόμενου θέματος και της συνεπούς τελολογικής

του μεθόδου ερμηνείας, υπήρξαν μελέτες που άφησαν έντονη τη σφραγίδα τους στην

ελληνική θεωρία και πράξη

Το Ενοχικό Δίκαιο, πεδίο έντασης μεταξύ αφενός της ελευθερίας των συναλλαγών

και αφετέρου της δίκαιης αντιμετώπισης όλων των συναλλασσομένων χάριν του

συμφέροντος της ολότητας, είναι ένας κλάδος που, όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος

Τριανταφυλλόπουλος στην Αναθεωρητική Επιτροπή, θα εξακολουθήσει να έχει «ως

βάσιν την ελευθερίαν των συναλλαγών, αλλά συγκεκερασμένην με την αντίληψιν της

κοινωνικής αλληλεγγύης και της προστασίας του οικονομικώς ασθενεστέρου». Το

μεγάλο αυτό νομοθετικό πρόβλημα της σχέσης φιλελεύθερων και κοινωνικών

αντιλήψεων απασχολεί σ’ όλο του το έργο τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο,

πνεύμα ελεύθερο και ανεξάρτητο και συγχρόνως με σπάνια κοινωνική ευαισθησία.

Ο Τριανταφυλλόπουλος υπήρξε και λαμπρός δάσκαλος. Οι παραδόσεις του καθήλωναν

το φοιτητικό ακροατήριο. Όσοι τον είχαν ακούσει, τον ξεχώριζαν και μιλούσαν

και στους νεώτερους για τον γοητευτικό του λόγο. Ακόμη και ο ψυχρός και πολύ

επικριτικός απέναντι στους καθηγητές Πανεπιστημιου Γιάννης Κορδάτος γράφει:

«… η κοινή γνώμη των φοιτητών τον είχε κατατάξει στην πρώτη σειρά μεταξύ των

λίγων που φέρουν επαξίως τον τίτλο του καθηγητή».

Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος χάραξε νέους δρόμους στην ελληνική νομική

επιστήμη. Υπήρξε έναν καθολικό πνεύμα με δημοκρατικές ευαισθησίες, ένας

βαθυστόχαστος διανοητής, που ήταν παράλληλα μάχιμος σε πολλούς κοινωνικούς

αγώνες υπέρ της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Ορθώς θεωρείται ως μια από τις

προσωπικότητες που σφράγισαν με το έργο τους την ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα.

* Ο Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.