Κορυφαία στιγμή: Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ υψώνει το Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1974

ΜΠΕΚΕΝΜΠΑΟΥΕΡ, Μαραντόνα, Κρόιφ, Πελέ, Ντι Στέφανο, Πούσκας, Πλατινί,

Γκαρίντσα, Εουσέμπιο, Μπόμπι Τσάρλτον.

Δέκα μυθικά ονόματα του ποδοσφαίρου που έχουν δημιουργήσει θρύλους με τα

κατορθώματά τους στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της υφηλίου. Παίκτες – ινδάλματα, που

είχαν δημιουργήσει μύθους. Αθλητές που γέμιζαν ασφυκτικά τα γήπεδα και έκαναν

ολόκληρους λαούς να αισθάνονται υπερηφάνεια. Αυτοί οι δέκα, που θα μπορούσαν

να ήταν και πρωταγωνιστές ταινίας του Τζον Χιούστον με τίτλο… «Και οι δέκα

ήταν υπέροχοι» επελέγησαν από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου και Στατιστικής

(IFFHS) ως οι «καλύτεροι του αιώνα». Από αυτούς τους δέκα θα επιλεγεί και ο

«καλύτερος των καλύτερων» του 20ού αιώνα και το όνομά του θα ανακοινωθεί σε

ειδική εκδήλωση, στο Ρότενμπουργκ, στις 4 Ιανουαρίου.

Η «ΟΜΑΔΑ» θα χρησιμοποιήσει σήμερα τη μηχανή του χρόνου για να γυρίσει μερικά

χρόνια πίσω και να «ζωντανέψει» και πάλι μερικά από τα κατορθώματα αυτών των

ποδοσφαιριστών που ανάγκασαν την IFFHS να τους συμπεριλάβει στους κορυφαίους

του αιώνα

ΦΡΑΝΤΣ ΜΠΕΚΕΝΜΠΑΟΥΕΡ: Γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1945 στην πρώην

Δυτική Γερμανία. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μόναχο 1906 για να συνεχίσει

στην Μπάγερν, στον Κόσμο της Νέας Υόρκης και το Αμβούργο. Αγωνίστηκε ως μέσος,

αλλά και ως λίμπερο, όπου είχε και τις καλύτερες στιγμές του. Αξιομνημόνευτη

είναι η συμμετοχή του στην παράταση του ημιτελικού Γερμανίας-Ιταλίας, στο

Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, καθώς αγωνίστηκε έχοντας υποστεί εξάρθρωση ωμοπλάτης.

Ο Μπεκενμπάουερ έγινε ο πρώτος Γερμανός που ξεπέρασε τις 100 διεθνείς

συμμετοχές, ενώ κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο ως ποδοσφαιριστής (1974) και ως

προπονητής (1990). Έχει σηκώσει επίσης σχεδόν όλα τα τρόπαια σε συλλογικό

επίπεδο (πλην του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ) με τα χρώματα της Μπάγερν, ενώ έχει

αναδειχτεί δύο φορές κορυφαίος παίκτης της Ευρώπης.

Ντιέγκο Μαραντόνα: Οι Άγγλοι τον βλέπουν ακόμη στους εφιάλτες τους

ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ: Κατά την άποψή μας ο κορυφαίος όλων. Μια ομάδα μόνος

του, οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτηση του Μουντιάλ το 1986 με προσωπικά

του γκολ που θα εντυπωσιάζουν για τα επόμενα… εκατό χρόνια. Γεννημένος στις

30 Οκτωβρίου του 1960 στην Αργεντινή, ο Μαραντόνα ξεκίνησε την επαγγελματική

του καριέρα σε ηλικία 15 χρόνων με την Αρτζεντίνα Τζούνιορς. Στα 16 του χρόνια

έκανε το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα, της οποίας στη συνέχεια έγινε

ηγέτης. Στην καριέρα του άλλαξε πολλές ομάδες και οι μεγάλες του αγάπες ήταν η

Μπόκα Τζούνιορς και η Νάπολι. Την τελευταία, από μία επαρχιακή ομάδα κατάφερε

να την μετατρέψει σε πρωταγωνίστρια του Καμπιονάτο με τη βοήθεια του Καρέκα. Η

ανάμειξή του με τη Μαφία και το καρτέλ της κοκαΐνης, καθώς και το ντοπάρισμά

του στο Μουντιάλ του 1994 αμαύρωσαν την εικόνα του. Μεγάλη του στιγμή το γκολ

που πέτυχε εναντίον της Αγγλίας στο Μουντιάλ του ’86.

Γιόχαν Κρόιφ: Τα πόδια του άξιζαν περισσότερο από τους πίνακες του Βαν Γκογκ

ΓΙΟΧΑΝ ΚΡΟΪΦ: Ο απόλυτος εκφραστής του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου»,

όπως αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Στο

μουσείο της Μαντάμ Τισό, στο Άμστερνταμ, ολόκληρη αίθουσα είναι αφιερωμένη σ’

αυτόν και τα κατορθώματά του. Όταν το 1974 πήρε μεταγραφή από τον Άγιαξ στην

Μπαρτσελόνα, έναντι του μυθικού, για την εποχή, ποσού των 922.000 στερλινών,

οι ολλανδικές εφημερίδες έγραψαν: «Καλύτερα να είχαν κλέψει τους πίνακες του

Βαν Γκονγκ και όχι τον Κρόιφ». Γεννημένος στις 25 Απριλίου του 1947, στην

Ολλανδία, έκανε το ντεμπούτο του στον Άγιαξ σε ηλικία 17 ετών. Γρήγορα έγινε ο

ηγέτης του που θα τον οδηγήσει στην κατάκτηση τριών Κυπέλλων Πρωταθλητριών. Ως

διεθνής, έπαιξε σε δύο τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου (1974, 1978) χωρίς ωστόσο

να καταφέρει να σηκώσει το βαρύτιμο τρόπαιο. Το 1974 έγινε ο πρώτος παίκτης

που κατέκτησε για τρίτη φορά τον τίτλο του κορυφαίου στην Ευρώπη. Ο Κρόιφ είχε

τεράστια επιτυχία και ως προπονητής με κορυφαία του στιγμή την κατάκτηση του

Κυπέλλου Πρωταθλητριών με την Μπαρτσελόνα.

Ο «βασιλιάς»: Ίσως ο κορυφαίος όλων, πανηγυρίζει το γκολ που πέτυχε στον

τελικό του Μουντιάλ ’70

ΠΕΛΕ (Εντσον Αράντες ντο Νασιμέντο): Κατά τους περισσότερους (κυρίως

τους παλιότερους) ο κορυφαίος όλων των εποχών. Η απουσία της τηλεόρασης την

εποχή που μεσουρανούσε το άστρο του φούντωσε ακόμη περισσότερο τον μύθο του. Η

Σάντος αναγνώρισε το μεγάλο του ταλέντο όταν ακόμη ήταν 15 ετών. Στα 16 έκανε

το ντεμπούτο του στη Βραζιλία και στα 17 σήκωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο, στα

σουηδικά γήπεδα. Γεννημένος στις 23 Οκτωβρίου του 1940, στη Βραζιλία, η

καριέρα του Πελέ σε συλλογικό επίπεδο περιορίστηκε στη Σάντος και τον Κόσμο

Νέας Υόρκης. Την εποχή εκείνη δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη το βραζιλιάνικο

πρωτάθλημα. Έτσι, η Σάντος, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο

τρόπο το «προϊόν της» έκλεινε φιλικούς αγώνες ανά τον κόσμο με αντάλλαγμα

αρκετές χιλιάδες δολάρια. Η μεγάλη στιγμή του Πελέ ήταν στον τελικό του

Μουντιάλ ’70, όπου οδήγησε τους Βραζιλιάνους στην κατάκτηση του τρίτου

τροπαίου της. Από τα «πιπεράτα» της ζωής του, η πρώτη του ερωτική επαφή, που

όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος στο βραζιλιάνικο πλέι μπόι, ήταν με… άνδρα.

Αλφρέδο Ντι Στέφανο: Το «ξανθό βέλος» παρουσιάζει τα πέντε Κύπελλα

Πρωταθλητριών που κατέκτησε με την Ρεάλ Μαδρίτης

ΑΛΦΡΕΔΟ ΝΤΙ ΣΤΕΦΑΝΟ: Τον θεωρούν τον λιγότερο διαφημισμένο παίκτη, σε

αναλογία με τους εκπληκτικές δυνατότητές του. Γεννημένος στις 4 Ιουλίου του

1926, στην Αργεντινή, πρώτα έμαθε να κλωτσάει την μπάλα στις αλάνες του

Μπαράκας και μετά να φωνάζει «μαμά». Η πρώτη του μεγάλη ομάδα στην οποία

αγωνίστηκε ήταν η Ρίβερ Πλέιτ, πριν πάρει μεταγραφή για τη Μιλιονάριος

Μπογκοτά και στη συνέχεια για τη Ρεάλ Μαδρίτης, με αφορμή έναν φιλικό αγώνα

στην ισπανική πρωτεύουσα. Με τη Ρεάλ κατέκτησε πέντε συνεχόμενα Κύπελλα

Πρωταθλητριών, σκοράροντας σε όλους τους τελικούς! Ως… Ισπανός κατέκτησε τον

τίτλο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή της Ευρώπης δύο φορές.

ΦΕΡΕΝΤΣ ΠΟΥΣΚΑΣ: Ο πιο αποτελεσματικός παίκτης όλων των εποχών, με βάση

τη στατιστική. Γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα, από την επιτυχημένη

θητεία του στον Παναθηναϊκό ως προπονητής. Ο αποκαλούμενος και «καλπάζων

συνταγματάρχης» ή Κανοντσίτο (μικρό κανόνι) στην Ισπανία, εντυπωσίασε τη

δεκαετία του ’50 αγωνιζόμενος στη μεγάλη Χόνβεντ και την εκπληκτική εθνική

Ουγγαρίας. Αξιομνημόνευτες οι επελάσεις του και τα τρομερά του σουτ. Ο

Πούσκας, γεννημένος στις 2 Απριλίου του 1927, ήταν ο πρώτος στον οποίο

υποκλίθηκαν οι φλεγματικοί Άγγλοι, στο Γουέμπλεϊ, στο απίστευτο φιλικό 3-6. Το

1954 οδήγησε την Ουγγαρία διά περίπάτου στον τελικό του Μουντιάλ, όπου έχασε

από τη Γερμανία 3-2. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν μακριά από τη

χώρα του, Ουγγαρία, και τον έστειλαν στην αγκαλιά της Ρεάλ Μαδρίτης, με την

οποία πανηγύρισε πολλούς τίτλους. Από τις κορυφαίες του στιγμές, τα τέσσερα

γκολ που πέτυχε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών εναντίον της Άιντραχτ

Φρανκφούρτης (7-3) το 1960. Το 1962 αγωνίστηκε στο Μουντιάλ ως… Ισπανός.

Μισέλ Πλατινί: Ο μεγαλύτερος θαυμαστής του ήταν ο Τζιάνι Ανιέλι

ΜΙΣΕΛ ΠΛΑΤΙΝΙ: Ο μόνος ποδοσφαιριστής που έχει κατακτήσει τον τίτλο του

κορυφαίου Ευρωπαίου τρεις συνεχόμενες περιόδους. Την άνοιξη του 1997 είχε

αναδειχτεί ως ο καλύτερος παίκτης που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της Γιουβέντους,

ενώ στη χώρα του, τη Γαλλία, θεωρείται κορυφαία αθλητική προσωπικότητα της

γενιάς του. Γεννημένος στις 21 Ιουνίου του 1955, στη Γαλλία, έγινε

επαγγελματίας στη Νασί Λορέν, έκανε μεγάλο όνομα στη Σεντ Ετιέν και αστέρι στη

Γιουβέντους. Διακρινόταν για το αρχοντικό του στυλ, τις σπουδαίες μεταβιβάσεις

του και τα φάουλ γνωστά ως «α λα Πλατινί». Τυχεροί οι Ιταλοί φίλαθλοι που

παρακολούθησαν τις αναμετρήσεις του Πλατινί με τον Μαραντόνα, την εποχή που

και οι δύο αγωνίζονταν στο Καμπιονάτο. Κορυφαία του στιγμή το ευρωπαϊκό

πρωτάθλημα του 1984, όπου οδήγησε τους τρικολόρ στην κατάκτηση του τροπαίου.

ΓΚΑΡΙΝΤΣΑ (Μανοέλ Φραντσίσκο ντος Σάντος): Ο μοναδικός από τους «δέκα

υπέροχους» που δεν βρίσκεται εν ζωή. Ίσως από τους γρηγορότερους και πιο

επικίνδυνους δεξιούς εξτρέμ όλων των εποχών. Το όνομα Γκαρίντσα είναι

παρατσούκλι και σημαίνει «Μικρό Πουλί». Όταν γεννήθηκε, στις 28 Οκτωβρίου του

1933, ο Βραζιλιάνος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα και με τα δύο του πόδια.

Υποβλήθηκε σε αρκετές χειρουργικές επεμβάσεις, μέχρι να κατορθώσει να

περπατήσει. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να προβλέψει πως αυτός ο άνθρωπος θα

κατακτούσε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1958, 1962) και θα γινόταν ένας από τους

μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Πέθανε το 1983 ξεχασμένος απ’

όλους όσους τον δόξασαν στα γήπεδα σε όλη την υφήλιο.

ΕΟΥΣΕΜΠΙΟ: Ο πάνθηρας του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, αν και η καταγωγή του

είναι από τη Μοζαμβίκη. Έγινε διάσημος φορώντας τη φανέλα της Μπενφίκα 13

χρόνια, με την οποία κατέκτησε επτά φορές το πρωτάθλημα, δύο φορές το κύπελλο

και μία φορά το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το 1962, νικώντας τη Ρεάλ στον τελικό

5-3. Δύο από εκείνα τα γκολ είχε πετύχει, με εκπληκτικό μάλιστα τρόπο, ο

Εουσέμπιο. Κορυφαίος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης το 1965, ένα χρόνο αργότερα

οδήγησε την Πορτογαλία στην κατάκτηση της τρίτης θέσης του Μουντιάλ. Η ζωή του

έχει γυριστεί σε ταινία με τίτλο «Η αυτού εξοχότης, ο βασιλιάς». Το άγαλμά του

δεσπόζει στην κεντρική πύλη του σταδίου Ντα Λουζ, ενώ τελευταίο του κατόρθωμα

θεωρείται η ανάληψη από την Πορτογαλία της διοργάνωσης του Ευρω-2008.

ΜΠΟΜΠΙ ΤΣΑΡΛΤΟΝ: Με τον τίτλο του «σερ», που του απένειμε η βασίλισσα,

μπορεί να περιδιαβαίνει τα ευρωπαϊκά σαλόνια με την ίδια ευκολία που έστελνε

την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα. Θεωρείται ο πιο διάσημος Άγγλος ποδοσφαιριστής

(ο τζορτζ Μπεστ είναι Ιρλανδός), αφού κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με τις

μεγάλες επιτυχίες της χώρας του σε συλλογικό (κατάκτηση του Κυπέλλου

Πρωταθλητριών με τη Μάντσεστερ) και σε εθνικό επίπεδο (Μουντιάλ 1966). Μετά τη

νίκη της Αγγλίας στο Μουντιάλ αναδείχτηκε κορυφαίος παίκτης της Ευρώπης.

Γεννημένος στις 11 Οκτωβρίου του 1937, συμπεριελήφθη στο ρόστερ της

Μάντστεστερ σε ηλικία μόλις 17 ετών και ήταν ένας από τους «Μπέμπηδες του

Μπάσμπι». Αγωνίστηκε ως εξτρέμ και σεντερ φορ, ενώ έχει σημειώσει μερικά από

τα ωραιότερα γκολ του αγγλικού ποδοσφαίρου. Από τις κορυφαίες του στιγμές, τα

δύο γκολ που πέτυχε εναντίον της Μπενφίκα (4-1) στον τελικό του Κυπέλλου

Πρωταθλητριών, το 1968.