Απίστευτο, αλλά η μοναδική ειλικρινής απάντηση στο ερώτημα είναι ­ δυστυχώς ­

περίπου τίποτα! Είναι δυνατόν; Μιλάμε για την ίδια Τουρκία; Αυτή που

πολεμήσαμε το 1821 για να αυτοκαθοριστούμε και να υπάρξουμε ως κράτος; Αυτήν

που σημάδεψε την πορεία μας για δύο αιώνες περίπου καθορίζοντας εμμέσως ή

αμέσως τον τρόπο ζωής μας, τα σύνορά μας, τα δάνειά μας, τα οπλικά μας

συστήματα, τις διεθνείς συμμαχίες μας, τις κυβερνήσεις μας, το γούστο μας ­

ακόμα και τον τρόπο που μαγειρεύουμε τις μελιτζάνες!;

Μάλιστα, ακριβώς γι’ αυτήν την Τουρκία, τη μεγάλη «αντίπαλό» μας, την

αναπόφευκτη γειτόνισσα, δεν γνωρίζουμε περίπου τίποτα.

Μια πρόχειρη, προσωπική στατιστική μου δείχνει ότι οι λέξεις Τουρκία, Τούρκος,

τουρκικός και τα παράγωγά τους καταλαμβάνουν σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις

στο Top-10 των πιο πολυχρησιμοποιημένων λέξεων στη ζωή των Νεοελλήνων. Η

Τουρκία είναι συνήθως η επίτιμη προσκεκλημένη στα ραδιοτηλεοπτικά δελτία

ειδήσεων διατηρώντας σταθερά και την πρωτοκαθεδρία στις εφημερίδες. Την ίδια

εμμονή επιδεικνύουν και τα σχολικά βιβλία Ιστορίας.

Και τι κερδίσαμε τελικά από αυτό τον καταιγισμό λέξεων; Απέκτησε πρόσωπο για

μας η σύγχρονη Τουρκία; Όχι. Παραμένει ένας εθνικός «μπαμπούλας αγνώστων

λοιπών στοιχείων».

Το αληθινό πρόσωπο μιας χώρας δεν συγκροτείται με κάποια θραύσματα εικόνων

(συνήθως παραπειστικών), κάποια αποσπάσματα ιστορικών αναλύσεων (συνήθως

προκατειλημμένων) και κάποια ταξίμια (συνήθως πλαστογραφημένα).

Συγκροτείται μετά κόπου και πίστεως στην επιστημονική έρευνα. Αποσαφηνίζεται

σταδιακά με τη συσσώρευση ψηφίδων ουσιαστικής γνώσης της τουρκικής γλώσσας,

του πολιτισμού, της ιστορίας, της σημερινής πολιτικής, κοινωνικής και

οικονομικής πραγματικότητάς της. Και σε αυτήν την κατεύθυνση, ομολογουμένως,

δεν βλέπω μεγάλη κινητικότητα σε κανένα χώρο. Ούτε στο Πανεπιστήμιο ούτε στα Media.

Το ίδιο πράγμα συμβαίνει ­ τηρουμένων των αναλογιών ­ και με τους υπόλοιπους

βαλκανικούς γείτονές μας. Αγνοούμε εντελώς την ιστορία τους, τον πολιτισμό

τους, τη γλώσσα τους. Αυτό ήταν και το παράπονο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου,

όταν σχεδίαζε το τρελό όνειρο της βαλκανικής ομοσπονδίας:

Γνωρίζουμε, έλεγε, λεπτομερώς τους πολιτικούς, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τις

μόδες της Ευρώπης και δεν ξέρουμε ούτε τον πρωθυπουργό ­ πόσο μάλλον τον

εθνικό ποιητή ­ της Βουλγαρίας, λ.χ. Πώς θα συμβιώσουμε με τόσους αγνώστους;

Το άγνωστο είναι εξ ορισμού εκφοβιστικό και με τον φόβο δεν μπορείς να συμβιώσεις.

Μα, δε νομίζω ότι θέλαμε ποτέ να συμβιώσουμε. Τα μάτια (τα δικά μας αλλά και

των άλλων βαλκανικών λαών) ήταν μεγαλομανιακά στραμμένα ανέκαθεν στη Δύση.

Αποφεύγαμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Δεν μεταφράζουμε τα βιβλία τους,

δεν τραγουδάμε τα τραγούδια τους, δεν ασχολούμαστε μαζί τους.

Είναι κάτι σαν τους φτωχούς συγγενείς, μας μειώνουν. Είναι ο παραμορφωτικός

μας καθρέφτης όπου δεν αντέχουμε να κοιταχτούμε…

Αν όμως στην περίπτωση των άλλων βαλκανικών χωρών η άγνοιά μας είναι λυπηρή

και βλαπτική, στην περίπτωση της Τουρκίας είναι καταστροφική. Πώς είναι

δυνατόν να αντιμετωπίσουμε έναν αντίπαλο χωρίς να γνωρίζουμε τα αδύνατα σημεία

του, τις ιδιομορφίες, τις αντιφάσεις του;

Πόσοι είναι οι τουρκολόγοι στο υπουργείο Εξωτερικών και κυρίως πόσοι απ’

αυτούς σπούδασαν στην Ελλάδα; Κανένας νομίζω. Γιατί στην Ελλάδα η Τουρκολογία,

μέχρι χτες, ήταν εντελώς άγνωστη. (Τελευταία στα Πανεπιστήμια ευτυχώς

εμφανίστηκαν κάποια σχετικά μαθήματα).

Οι φοιτητές μας δεν μαθαίνουν Τουρκικά, εξακολουθούν εντελώς αδικαιολόγητα να

προτιμούν τα ­ σχετικώς άχρηστα πια ­ Γαλλικά. Τουρκικά λογοτεχνικά βιβλία δεν

μεταφράζονται παρά ελάχιστα κι ας ξέρουμε καλά πως την ψυχή ενός λαού στη

λογοτεχνία θα την ανακαλύψουμε. Όσοι διάβασαν παλιότερα Ναζίμ Χικμέτ θα βρουν

σήμερα στα βιβλιοπωλεία Γιασάρ Κεμάλ, Φεριντέ Τσιτσέκογλου, Ορχάν Παμούκ.

Είναι λίγοι, αλλά θα μας επιτρέψουν τουλάχιστον να ρίξουμε μια ματιά από την

άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.