Ο τουρκικός Τύπος ήταν εξαιρετικά επικριτικός για την τριμερή συνάντηση Μητσοτάκη – Νετανιάχου – Χριστοδουλίδη, των πολιτικών ηγετών της Ελλάδας, του Ισραήλ και της Κύπρου. Η φιλοκυβερνητική «Σαμπάχ» κάνει λόγο για «τρίγωνο του κακού». Η «Χουριέτ» και η «Μιλιέτ» θεωρούν ότι είναι μια απάντηση «στην αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο».
Δεν ξέρω αν όντως αυξάνεται η επιρροή της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ξέρω όμως ότι η εξέλιξη της σχέσης μας με το Ισραήλ ενοχλεί την Τουρκία, κι αυτό έχει κάποια σημασία. Οχι επειδή η Ελλάδα αυτοπροσδιορίζεται ως δύναμη αντιπαλότητας στην Τουρκία αλλά διότι οφείλει να παίζει ρόλο – κι ο ρόλος αυτός περνάει από την ανάπτυξη και τις στρατηγικές υποδομές, που ενισχύουν την ασφάλεια. Χωρίς αυτοκρατορικά οράματα ανάλογα της Τουρκίας, η Ελλάδα παράλληλα με την αύξηση του κύρους της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, στην οποία ανήκει, επιδιώκει να διευρύνει την επιρροή της και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η σημασία αυτής της διεύρυνσης είναι πολλαπλή.
Καταρχάς, ενισχύει την εθνική ασφάλεια της χώρας μας. Μην ξεχνάμε ότι στην Ανατολική Μεσόγειο εκδηλώνει αναθεωρητικές πιέσεις η Τουρκία, από τη Γάζα μέχρι τη Συρία και τις περιοχές των Κούρδων εκτός Τουρκίας. Το Ισραήλ, με το οποίο προσδένεται περισσότερο η Ελλάδα, είναι στρατιωτικά ισχυρό, διαθέτει προηγμένη στρατιωτική τεχνολογία και αναζητεί αξιόπιστους εταίρους σε μια περιοχή περικυκλωμένη από δυνάμεις και τρομοκρατικές ομάδες που επιδιώκουν την εξαφάνισή του ως χώρα. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, χωρίς εντάσεις και χωρίς να διαταράξει την ελληνοτουρκική προσέγγιση, κερδίζει σε αποτρεπτική ισχύ, αποκτά πρόσβαση σε στρατιωτική τεχνογνωσία και ενισχύει τη θέση της έναντι της Τουρκίας.
Η συνάντηση, επίσης, έχει νόημα για οικονομικούς λόγους. Η Αμερική και συνολικότερα η Δύση επενδύει στην Ελλάδα ως κόμβο μεταφοράς LNG, ως παραγωγό ενέργειας από ΑΠΕ ενώ αναμένονται τα αποτελέσματα των ερευνών για αναζήτηση φυσικού αερίου. Το Ισραήλ και η Κύπρος, επίσης, διαθέτουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα – κι αν κάποτε γίνει δυνατή η άντλησή τους, το πιθανότερο είναι να διοχετευθούν στην ευρωπαϊκή αγορά, που αναζητά ανεξαρτητοποίηση από τη Ρωσία, μέσω ελληνικού εδάφους.
Επιπλέον, παρά τις πολιτικές ιδιομορφίες και τις εσωτερικές αντιφάσεις τους, και η Ελλάδα, και η Κύπρος, και το Ισραήλ είναι δημοκρατίες – πιο σωστά: είναι δημοκρατική Δύση, και έχουν στρατηγική σχέση όχι μόνο με την Ευρώπη αλλά και με την Αμερική. Κι αυτό έχει σημασία επειδή επιβεβαιώνει ότι οι στρατηγικές συμφωνίες μεταξύ τους δημιουργούν εμπιστοσύνη διάρκειας, δεσμεύουν δηλαδή τις χώρες να τις τηρούν σε βάθος χρόνου, χωρίς τον κίνδυνο αιφνίδιων μεταστροφών λόγω πολιτικών αλλαγών. Σε μια εποχή και σε μια περιοχή όπου οι συμμαχίες είναι συχνά προϊόν της συγκυρίας, η σταθερότητα είναι σημαντικό πλεονέκτημα.
Τέλος, η στρατηγική συμφωνία της Ελλάδας με το Ισραήλ δεν σημαίνει άκριτη ταύτιση με την πολιτική του για τη Γάζα ούτε εχθρότητα προς τον αραβικό κόσμο. Είναι αντίθετα μια εκδοχή της πολυδιάστατης πολιτικής της των τελευταίων χρόνων: μαζί με τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων, η χώρα μας ενισχύει τη διεθνή θέση της. Λόγω αυτών των δεδομένων, αν δεν είναι υπαγορευμένες οι επικρίσεις στο εσωτερικό προς τη στρατηγική της ελληνοϊσραηλινής σύγκλισης είναι, το λιγότερο, στερεότυπες: αποτέλεσμα της σταθερής έχθρας προς το Ισραήλ και του αντανακλαστικού μίσους προς τους Εβραίους, του νέου αντισημιτισμού, είτε στην ακροδεξιά είτε στην προοδευτική εκδοχή του.
Ευτυχώς, η χώρα θωρακίζεται ερήμην της αντισυστημικής, δηλαδή της αντιευρωπαϊκής και αντιδυτικής γκρίνιας της αντιπολίτευσης. Και πράττει άριστα.
Περί κινηματογραφικής κριτικής
Πριν από μερικές ημέρες είδα στον κινηματογράφο την ταινία «Νυρεμβέργη» και την ευχαριστήθηκα. Μίλησα όμως με έναν σινεφίλ φίλο μου, που επηρεάζεται πολύ από την κινηματογραφική κριτική (έχω κάνει κι εγώ αυτό το επάγγελμα), ο οποίος μου έλεγε ότι δεν είναι μεγαλόπνοη, ότι είναι τυπικό δικαστικό δραματάκι και ότι οι έλληνες κριτικοί την έχουν θάψει. Μπήκα στο σάιτ του «Αθηνοράματος» και επιβεβαίωσα ότι η ταινία έχει βαθμολογία περίπου 2 στα 5. Διάβασα και μερικά κείμενα τα οποία βρήκα άστοχα (ένας, π.χ., έγραφε ότι είναι ταινία που δείχνει την «κοινοτοπία του κακού», ενώ είναι ταινία που κατεξοχήν ΔΕΝ δείχνει την «κοινοτοπία του κακού»).
Σέβομαι και τιμώ την καλλιτεχνική κριτική, αλλά πιστεύω ότι πολλοί από τους νεότερους οφείλουν να κάνουν την επανάστασή τους: μακάρι να αρχίσουν να είναι περισσότερο ανήσυχοι, να διευρύνουν τις γνώσεις τους (δηλαδή όχι μόνο να βλέπουν αλλά και να διαβάζουν) και να μην τσιμπάνε στις εξυπνάδες των μεγαλύτερων, που είναι εξουσία στο επάγγελμα, αν και συχνά πάσχουν από ιδεολογική μονομέρεια. Μια ταινία με συμπαγή αφήγηση και ρυθμό, που στηρίζεται γερά στην Ιστορία, δεν είναι απαραίτητα «αμερικανιά». Οπως και μια ταινία που υποδύεται την πειραματική μπορεί απλώς να είναι μια εντυπωσιοθηρική αρλούμπα.
Εν πάση περιπτώσει, μην ντρεπόμαστε όταν χαιρόμαστε σε μια ταινία.







