Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, τον τόνο των γιορτινών ημερών στην Ευρώπη δεν τον δίνει τόσο το παραδοσιακό πνεύμα των Χριστουγέννων όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία, που σαν στοιχειό πλανιέται πάνω της. Αυτή τη φορά με εντονότερη παρά ποτέ την αίσθηση της απειλής. Τριπλή απειλή. Η υπαρξιακή απειλή, πρώτον, που αντιπροσωπεύει το ενδεχόμενο μιας έκβασης της αναμέτρησης, στρατιωτικής ή διπλωματικής, που θα καταγραφεί ως ρωσική νίκη, ενδεχόμενο που, για πρώτη ίσως φορά, είναι κάτι περισσότερο από θεωρητική πιθανότητα. Ο κίνδυνος στρατηγικής απομόνωσης και περιθωριοποίησης της Ευρώπης, δεύτερον, καθώς οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται ερήμην της. Κι είναι, τρίτον, η απειλή κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών δημοκρατιών εξαιτίας των συνεπειών ενός παρατεταμένου πολέμου.
Κανείς από τους τρεις αυτούς κινδύνους δεν εμφανίζεται τώρα για πρώτη φορά. Παραμόνευαν εξαρχής. Αλλά τους παροξύνει και τους τρεις ο ίδιος κοινός για όλους παράγοντας επιδείνωσης: η νέα αμερικανική πολιτική. Είναι η αλλαγή στην Ουάσιγκτον που ανέτρεψε απότομα τις ισορροπίες στο μέτωπο του πολέμου και έδωσε στον Πούτιν περιθώριο επωφελούς παράτασής του. Είναι αυτή που έδωσε στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνευση στην Ουκρανία μια μορφή διμερούς διαλόγου Ουάσιγκτον – Μόσχας, για την εξέλιξη του οποίου οι άμεσα ενδιαφερόμενοι απλώς ενημερώνονται και εκ των υστέρων τρέχουν να μαζέψουν τη ζημιά. Προσέθεσε επιπλέον μια ευθέως πολιτική απειλή, αφού διακηρυγμένος στόχος της αμερικανικής πολιτικής δεν είναι η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας απέναντι στις δυνάμεις που την αμφισβητούν αλλά, αντίθετα, η νίκη των δυνάμεων της «πατριωτικής Δεξιάς» που συνταιριάζουν τη δυσπιστία απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς με την ανοιχτή αντίθεση στην υποστήριξη της Ουκρανίας.
Στις παραμονές του πολέμου, η εικόνα ήταν απολύτως αντίστροφη. Ηταν η Ουάσιγκτον που προεξοφλούσε τη ρωσική επίθεση, θεωρούσε μάταια κάθε διπλωματική προσπάθεια αποτροπής της, υιοθετούσε επιθετική ρητορική και πίεζε με κάθε μέσο, ακόμη και με πρωτοφανείς διαρροές απόρρητων πληροφοριών, για ευθυγράμμιση των Ευρωπαίων σε μια σκληρή γραμμή. Η Ευρώπη, αντίθετα, κρατούσε χαμηλούς τόνους μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2024, απέφευγε την προκλητική ρητορική και διατύπωνε προτάσεις για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και στρατηγικό διάλογο. Οι σημαντικότεροι ηγέτες της ήταν καθημερινά σχεδόν στο τηλέφωνο με τον Πούτιν και δύο εξ αυτών, ο Μακρόν και ο Σολτς, ταξίδεψαν μέχρι τη Μόσχα λίγες ημέρες πριν από την εισβολή, έκαναν κινήσεις καλής θέλησης και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έπαιρναν τοις μετρητοίς τις διαβεβαιώσεις που τους έδινε ο Πούτιν πως δεν έχει καμιά πρόθεση να επιτεθεί και πως όλα αυτά ήταν δόλιες αμερικανικές υπερβολές.
Αμέσως μετά την εισβολή, η Γερμανία διακήρυξε πως ζούμε μια ανατρεπτική αλλαγή εποχής, μια Zeitenwende, έκανε στροφή 180 μοιρών και η Ευρώπη συνολικά διέκοψε τον διάλογο με τη Μόσχα και ανέλαβε το μεγαλύτερο βάρος της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης της ουκρανικής άμυνας. Εμοιαζε Ευρώπη και Αμερική να ευθυγραμμίζονται. Μέχρι η ισορροπία να ανατραπεί πλήρως, από τις πρώτες ημέρες της εκλογής Τραμπ, με πρώτο και θεαματικότερο σημάδι την επιδεικτικά σκηνοθετημένη ταπείνωση του Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, τον περασμένο Φεβρουάριο, στην τρίτη επέτειο του πολέμου.
Υστερα από πολλά ρητορικά σκαμπανεβάσματα, η εικόνα μοιάζει να έχει πια σταθεροποιηθεί. Η Αμερική του Τραμπ πιέζει για μια άμεση εκεχειρία με όρους που η Μόσχα θα αποδεχόταν. Ο ηθικός κίνδυνος της επιβράβευσης του επιτιθέμενου με παραχώρηση κυριαρχίας σε εδάφη που κατέκτησε με τα όπλα, ακόμη και σε εδάφη που δεν κατάφερε να κερδίσει, δεν την απασχολεί καθόλου. Βιάζεται να ανοίξει τον ορίζοντα των μπίζνες με τη Ρωσία, με τη μακρινή ελπίδα να την αποσπάσει από την κινεζική σφαίρα επιρροής. Το κόστος τόσο του πολέμου (αν συνεχιστεί) όσο και της ειρήνης τον αναθέτει στην Ευρώπη. Κι αν όλα αυτά φέρουν σε λίγο τη Λεπέν στο μέγαρο των Ηλυσίων, τον Φαράζ στην Ντάουνινγκ Στριτ και την AfD στην καγκελαρία στο Βερολίνο, τόσο το καλύτερο…
Σε αυτό το γκρίζο περιβάλλον η Ευρώπη έπρεπε να συμβιβάσει τις εσωτερικές της εντάσεις στη σύνοδο κορυφής της περασμένης εβδομάδας. Τι να κρατήσουμε από αυτήν; Ενα, την απόφαση η οικονομική υποστήριξη της Ουκρανίας να γίνει με ένα αυθεντικά ευρωπαϊκό εργαλείο, που αποκτά έτσι δύναμη δεδικασμένου: τον κοινό δανεισμό. Δύο, την πρόσκληση του προέδρου Μακρόν για μια αποκατάσταση της απευθείας επικοινωνίας με τη Μόσχα και την ανάκτηση μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής διπλωματικής πρωτοβουλίας. Δεν είναι πολλά. Αλλά είναι κάτι…







