Μοιάζει με την κοίτη ενός ποταμού, που πηγάζει από την πλατεία Συντάγματος και εκβάλλει στην Ομόνοια. Είναι η βιτρίνα της Αθήνας και υπερασπίστρια της ευρωπαϊκής της ταυτότητας. Στο υλικό της μνήμης της συνυπάρχουν μεγάλες ιστορικές στιγμές, μικρές προσωπικές ιστορίες, σκληρές εικόνες της δύσκολης καθημερινότητας. Είναι μία από τις πιο κεντρικές οδικές αρτηρίες της Αθήνας και αυτή με τη μεγαλύτερη αίγλη. Είναι ο δρόμος του οποίου η διάνοιξη εγκρίθηκε το 1837, αλλά ολοκληρώθηκε 22 χρόνια αργότερα, το 1859, και «βαφτίστηκε» οδός Βουλεβάρτου ή Μεγάλη ή Ευρεία Οδός. Και 25 χρόνια μετά, το 1884, η «λεωφόρος με τις γαζίες», όπως αποκαλούνταν από πολλούς, μετονομάστηκε σε Πανεπιστημίου.
Η πολυεπίπεδη ιστορία της και οι ιστορίες που έζησαν όσοι για τον δικό τους λόγο επέλεξαν να την περπατήσουν είναι εκείνη που ξετυλίγεται στη διεξοδική μελέτη των Θανάση Γιοχάλα και Ζωής Βαΐου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-21ος αι.)» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις της Εστίας. Μια διαδρομή όχι μόνο από άκρο σε άκρο στην οδό Πανεπιστημίου – η οποία μετονομάστηκε τη δεκαετία του 1980 σε Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1987 ξαναέγινε Πανεπιστημίου, ενώ αργότερα την ίδια χρονιά επέστρεψε στην ονομασία Ελευθερίου Βενιζέλου, μόνο στην οδοσήμανση, όπως απέδειξε η ιστορία – αλλά και στον χρόνο. Τον ρόλο του αφηγητή, δε, δεν διατηρούν οι συγγραφείς, αλλά τον αφήνουν στα δημοσιεύματα των εφημερίδων, στις αναφορές σε λογοτεχνικά έργα, αλλά και σε μαρτυρίες επωνύμων που περπάτησαν την κεντρική οδό της Αθήνας.
Ξεφυλλίζοντας το σπονδυλωτό πόνημα των 816 σελίδων «συναντάμε» το πρώτο αυτοκίνητο στην Αθήνα που εμφανίστηκε το 1894 (κατ’ άλλη εκδοχή το 1898). Ηταν ένα ηλεκτροκίνητο Πεζό του 1891 με μηχανή δύο ίππων, που ανήκε στον πλούσιο ομογενή και μέλος της επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων, Νικόλαο Κοντογιαννάκη. Κι ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει στις «Ωρες Αργίας» σχετικά: «Στη λεωφόρο Πανεπιστημίου, η ζωή κυλούσε γοργή, παλαβή, θορυβώδης. Τα αυτοκίνητα φλυαρούσαν στη γλώσσα τους, κουτσομπολεύανε το ένα το άλλο, κοροϊδευόντανε, βριζόντανε, χαχανίζανε χωρίς συστολή, αυτά τα επιπόλαια αυτοκίνητα της Μεσημβρίας που δεν μπορούνε να κλείσουνε το στόμα».
Οταν λειτουργούσαν καζίνα
Πτυχές που δεν είναι ευρέως γνωστές προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπως ότι στα τέλη του 1943 άρχισαν να λειτουργούν καζίνα – ο «Μαυροκέφαλος» και ο «Ερμής», στους αριθμούς 64 και 54 αντιστοίχως. Οτι το πρώτο κτίριο που ανεγέρθηκε στην πλατεία Συντάγματος ήταν η οικία του Αντωνίου Δημητρίου, πλούσιου ξυλέμπορου από την Τεργέστη, που ήταν τόσο μεγαλόπρεπο (έργο Θ. Χάνσεν), ώστε όταν ο Οθωνας προσέφερε το απέναντι οικόπεδο δωρεάν σε όποιον έχτιζε ένα αντίστοιχο μέγαρο, δεν βρέθηκε κανείς! Πρόκειται για το κτίριο που αργότερα αποτέλεσε έδρα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία».
Οτι η Πανεπιστήμιου διέθετε… «Δαρδανέλλια», τοπωνύμιο που ίσχυσε από το 1910 και για τρεις δεκαετίες σημαίνοντας το πέρασμα ανάμεσα σε δύο κοσμικά ζαχαροπλαστεία: του Γιαννάκη (στον αριθμό 5) και το Ντορέ (στον αριθμό 2), όπου «κανείς δεν μπορούσε να διασχίσει τον δρόμο ασχολίαστος διότι οι “φρουροί” των στενών παρέμεναν άγρυπνοι», με αποτέλεσμα ο αθηναϊκός Τύπος να τα χαρακτηρίζει «τρόμο των διερχομένων». Οτι τα γυμνά αγάλματα που κοσμούσαν την πρόσοψη του Ιλίου Μελάθρου σόκαραν τον γυναικείο πληθυσμό της Αθήνας. Οτι η κακή ατμόσφαιρα της Αθήνας επέβαλε τη δημιουργία του «Τυφλοκομείου», όπως λεγόταν αρχικά το Οφθαλμιατρείο. Οτι από το 1878 έως το 1906 η έδρα της Αμερικανικής Πρεσβείας βρισκόταν στον αρ. 15 της Πανεπιστημίου. Θέατρα και νυχτερινά μαγαζιά, κοσμηματοπωλεία, λέσχες και ιδρύματα, εκκλησίες, τράπεζες, βιβλιοπωλεία, σχολεία, δικαστήρια και βεβαίως η Αθηναϊκή Τριλογία (Ακαδημία – Πανεπιστήμιο – Εθνική Βιβλιοθήκη) έχουν τη θέση τους σε αυτόν τον τόμο, όπως και όλες οι ταραγμένες στιγμές της Ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.
Η Καλλιρρόη Παρέν για τον Κωστή Παλαμά
Στα τέλη του 19ου αιώνα, στον αριθμό 27 της Πανεπιστημίου δέσποζε η διώροφη οικία του Ιωάννη και της Καλλιρρόης Παρρέν, η οποία λειτουργούσε και ως φιλολογικό σαλόνι για την πρωτεργάτρια του φεμινιστικού κινήματος. Σε αυτό σύχναζαν οι Κωστής Παλαμάς, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ιωάννης Γρυπάρης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος κ.ά. Η ίδια η Παρρέν αποθησαυρίζει και μια σχετική επίσκεψη στη «Ζωή ενός έτους», όπου ξεχωρίζει ο σύμμαχος των φεμινιστριών Κ. Παλαμάς: «Είμεθα όλοι συναθροισμένοι εις το ιδιαίτερόν μου γραφείον, γυναίκες και άνδρες, διερχόμενοι τας ώρας μας με φιλολογικές συζητήσεις και με φιλονικίας περί δημοτικής και καθαρευούσης. Η κ. Παλαμά, φανατική της δημοτικής υπέρμαχος, εξήρεν εκεί εις μικρόν περί αυτήν κύκλον την χάριν της γλώσσης του λαού… Ο κ. Παλαμάς, ο ήρως του ιντερβιού της εσπέρας εκείνης, χωρίς καν να υποπτευθή ότι εζητείτο η γνώμη του, εκηρύχθη αμέσως άνευ ενδοιασμών και επιφυλάξεων υπέρμαχος της γυναικείας χειραφετήσεως…».
Ο Ξενόπουλος και ο Ψυχάρης
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ο δρόμος μετατρέπεται σε λασπότοπο με την πρώτη βροχή και φυσικά γίνεται αδιάβατος. Μια τέτοια εικόνα μεταφέρει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο ο Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Οταν ο Ψυχάρης ήταν ακόμη στην Αθήνα, περπατούσαμε μια μέρα στην οδό Πανεπιστημίου και μιλούσαμε για τη γλώσσα. Είχε βρέξει, κι ο δρόμος, άστρωτος την εποχή εκείνη, ήταν σκεπασμένος από λάσπη αδιάβατη. Κάποτε θελήσαμε να περάσουμε στο αντικρινό πεζοδρόμιο. Εσκυψα μια στιγμή, καθώς μιλούσαμε πάντα, και δίπλωσα τις άκρες του παντελονιού μου. Ο Ψυχάρης το παρατήρησε… Μετά χρόνια, όταν ήμαστε πια μαλωμένοι, διηγήθηκε, σε κάποιο άρθρο του εναντίον μου, αυτό το περιστατικό… “Να, αυτός είναι ο Ξενόπουλος. Εγώ να του μιλώ για τη γλώσσα, κι εκείνος να κοιτάζει πώς να μη λερώσει το παντελονάκι του”. Αποκρίθηκα: “Δεν το ‘ξερα πως, επειδή μου μιλούσε ο Ψυχάρης, έπρεπε να κυλιστώ στις λάσπες σαν γουρούνι”».
Γιώργος Σεφέρης για το καινούργιο μαγαζί του Ζωναρά
Το 1934 ο αμερικανός ομογενής Κάρολος Ζωναράς ανοίγει το ομώνυμο ζαχαροπλαστείο στο ισόγειο του μεγάρου Εμπειρίκου, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Κριεζώτου (σχεδόν απέναντι από τη σημερινή του θέση). Το 1939 ιδρύεται η Εταιρεία Σοκολατοποιίας και Ζαχαροπλαστικής Ζόναρς και τον Αύγουστο του 1940 γίνονται τα εγκαίνια του νέου καταστήματος στη γωνία με Βουκουρεστίου. Την επίπλωση αναλαμβάνει το επιπλοποιείο του Βαράγκη. Ενας από τους επικριτές του που ξεχωρίζει είναι ο Γιώργος Σεφέρης: «Τις προάλλες, με τον Γ.Κ. και τον Κ.Τ. αργά το βράδυ, στο καινούργιο μαγαζί του Ζωναρά. Ελεεινό κέντρο, άσχημα φωτισμένο, επιπλωμένο πρόστυχα», γράφει στο ημερολόγιό του.
Ο Βάρναλης για τη σχέση Παπαδιαμάντη – αμαξάδων
Οι περισσότεροι αμαξάδες ήταν Κορίνθιοι, Θηβαίοι, Λιδωρικιώτες και Αθηναίοι, με τους πρώτους εξ αυτών να φορούν φουστανέλες. Γράφει γι’ αυτούς ο Κώστας Βάρναλης στο βιβλίο του «Ζωντανοί άνθρωποι»: «Καυχιότανε πως είχε ιδεί τον κόσμο επί πενήντα χρόνια δυο μέτρα ψηλότερα από όλους τους άλλους κοινούς θνητούς – σαν αμαξάς που είτανε! Είχε ένα ωραίο διπλό αμάξι και στάθμευε μπροστά στη “Mεγάλη Βρετανία”. Eίχε γνωρίσει όλες τις επισημότητες της περασμένης γενιάς. Ο κυρ Πρόεδρος μονάχα ζύγωνε τον Παπαδιαμάντη και του φλυαρούσε. Ο Παπαδιαμάντης τον άκουγε με συγκαταβατικό χαμόγελο. Γιατί ήξερε πως ο Πρόεδρος είτανε αγαθός, απλοϊκός και περήφανος άνθρωπος. Είχε όμως και πολύ ενδιαφέρο η κουβέντα του. Ελεγε τις πιο απρόοπτες παραδοξολογίες και χαλούσε συστηματικά την ελληνική γλώσσα. Παραμόρφωνε όλες τις λέξεις όπως του φαινότανε ωραιότερες. Ελεγε νάπται και Δεπτέρα, αντί ναύται και Δευτέρα, όπως έλεγε και βρέχει ραβδαία αντίς βρέχει ραγδαία».
Ο Γιώργος Χρονάς για τον Χατζιδάκι και τον Χριστιανόπουλο
Στέκι πολιτικών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών και λογοτεχνών, το εστιατόριο Ιντεάλ επί της Πανεπιστημίου 46 ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1922 και έκλεισε το 2014. Ο Γιώργος Χρονάς στην αυτοβιογραφία του «Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς» αναφέρει δύο στιγμιότυπα που αφορούν το Ιντεάλ με διαφορετικούς πρωταγωνιστές: «Ακούραστος όπως πάντα [ο Μ. Χατζιδάκις]. Νομίζω πως η Ορχήστρα των Χρωμάτων, που την αγάπησε και την αγαπήσαμε, τον σκότωσε. Πρόβες, αργά να τρώει στο Ιντεάλ. “Kρατάγαμε τον μάγειρα που σχόλαγε στις 12 τα μεσάνυχτα, και ερχόταν με την Ορχήστρα 2-3 τα ξημερώματα για να φάει” μου είπαν οι ιδιοκτήτες». Και σε άλλο σημείο γράφει: «Μαζεύοντας μια παρέα από 25 άτομα, πήγαμε στο εστιατόριο Ιντεάλ. Μας δώσανε σε σχήμα Π την αριστερή εσοχή του χώρου μπαίνοντας. Θαύμασε [ο Ντίνος Χριστιανόπουλος] τον χώρο. “Αρ Νουβώ” ψέλλισε. Και μίλησε, χάρηκε με όλους τους φίλους που τον τίμησαν».
Bιρτζίνια Γουλφ για το ξενοδοχείο Ματζέστικ
Στη θέση της διώροφης νεοκλασικής οικίας Ρικάκη επί της Πανεπιστημίου 53 και Σανταρόζα, που χτίστηκε το 1870 και κατεδαφίστηκε το 1916, χτίστηκε ένα μέγαρο στο οποίο στεγάστηκε το ξενοδοχείο Ματζέστικ, στο οποίο αναφέρεται η Βιρτζίνια Γουλφ στο «Ελλάδα και Μάης μαζί!». Γράφει η βρετανίδα λογοτέχνης: «Γιατί κάναμε πολύ μακρινές διαδρομές. Κι ο άερας κι ο ήλιος – α πώς πρήζονταν τα χείλη μας και μαυρίζανε και σκάγανε κι η μύτη μας ξεφλούδιζε και τα μάγουλά μας κοκκινίζανε σαν να καθόμασταν μπροστά σε πολύ δυνατή φωτιά. Η κοκεταρία έκανε φτερά. Γίνεσαι τελικά χωριάτης. Αυτό μου θυμίζει πως πήδηξα απ’ τη χαρά μου όταν είδα μια αρκετά καλοντυμένη γυναίκα στο σαλόνι του ξενοδοχείου Ματζέστικ να πίνει το ποτό της μ’ έναν ευφραδέστατο ηλικιωμένο κύριο το απόγευμα που γυρίσαμε σκονισμένοι, στεγνοί, κόκκινοι, χρυσωποί, μαυριδεροί, καφετιοί, τσαλακωμένοι».
Χατζιδάκις και Ελύτης για το καφεκοπτείο Λουμίδη
Στο ίδιο σημείο από την εποχή του Μεσοπολέμου – στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου 69 και Αιόλου –, το καφεκοπτείο Λουμίδη εγκαινίασε το πατάρι του, που εξελίχθηκε σε στέκι των πνευματικών ανθρώπων της εποχής, το 1938 επί της Σταδίου 38. Ο Μάνος Χατζιδάκις σημείωνε ότι «στο πατάρι του Λουμίδη μάς πρωτοδιάβασε ο Γκάτσος τη μετάφρασή του για τον “Ματωμένο γάμο”. Εκεί την πρωτάκουσε ο Κουν και τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό του». Και ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει ότι «άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, εκείνοι που έχουν σήμερα ένα όνομα, κι άλλοι […] έκαναν τη θητεία τους σε αυτή την ανεπίσημη σχολή».
Γεώργιος Θεοτοκάς για τα αυτοκίνητα
«Στη λεωφόρο Πανεπιστημίου, η ζωή κυλούσε γοργή, παλαβή, θορυβώδης. Τα αυτοκίνητα φλυαρούσαν στη γλώσσα τους, κουτσομπολεύανε το ένα το άλλο, κοροϊδευόντανε, βριζόντανε, χαχανίζανε χωρίς συστολή, αυτά τα επιπόλαια αυτοκίνητα της Μεσημβρίας που δεν μπορούνε να κλείσουνε το στόμα».
Ο Νίκος Καζαντζάκης για τις εκδόσεις Ελευθερουδάκη
Στα «Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη» γράφει ο Καζαντζάκης: «Ευχαριστώ να πείτε και του κ. Ελ[ευθερουδάκη] για τα καλά λόγια που μου ‘γραψε. Σα να παραξενεύτηκε πως ήσαν καλά τα άρθρα. Μακάρι ν’ αποχτούσε πεποίθηση πως μπορούσε να του είμαι καλός συνεργάτης, γιατί αυτό θα με βοηθούσε […] να ζήσω μακριά από την Ελλάδα».







