Το ατομικό μας περιβάλλον, όπως έχουν δυστυχώς εξελιχθεί τα πράγματα, δεν είναι πια μόνο το σπίτι όπου κατοικούμε, οι οικείοι μας, τα βιβλία μας ή έστω και κάποια πράγματα που έχουμε επιλέξει, επειδή τα αγαπάμε, να τα έχουμε διαρκώς γύρω μας. Χωρίς να σημαίνει ότι εύκολα μπορεί να τα κουμαντάρει κανείς όλα αυτά, ακόμα και τη σχέση με τους οικείους του – προπάντων με αυτούς –, ή ότι δεν πρόκειται για ένα περιβάλλον που μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή και να βρεθείς ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους και αντικείμενα που δεν σου λένε τίποτε απολύτως (για παράδειγμα, ένα νοσοκομείο ή μια δομή, όπως είχε συμβεί στον αλησμόνητο φίλο και υπέροχο σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου).

Περιβάλλον μας λοιπόν μπορεί να λογαριάζεται όσο η γειτονιά μας ή η πόλη μας και η τηλεόραση, καθώς συμπεριφορές και «ήθη», αντιπαθέστατης συχνά μορφής, μπορεί να μας τα μεταγγίζει ως μια πραγματικότητα τόσο οικεία όσο το τοιχάκι που περιβάλλει τον κήπο του σπιτιού μας – αν βέβαια το σπίτι έχει κήπο. Και για να μη μακρηγορούμε, δεν είναι λίγες οι φορές που σε μουσικές κυρίως εκπομπές, με μια πλειάδα καλεσμένων καλλιτεχνών, τραγουδιστών και ηθοποιών (που για την περίσταση οι δεύτεροι αναλαμβάνουν και τραγουδιστικά καθήκοντα), να συνωθούνται, αν και γύρω από ένα τραπέζι όλοι τους, προκειμένου να τους πάρει ο φακός ή να πει το «λογάκι» του ο καθένας. Και είναι τόσα τα γέλια τους – κακόηχα όπως είναι πάντα τα ξεκαρδιστικά γέλια – που σε κάνει να αναρωτιέσαι σε ποιον άραγε κόσμο αισθάνονται ότι ζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ώστε για τις τρεις τέσσερις ώρες – όσες είναι οι ώρες που χρειάζεται για να γυριστεί μια σχετική εκπομπή – να συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνον οι ίδιοι και οι φίλοι τους, αλληλολιβανιζόμενοι μάλιστα.

Σαν να πρόκειται για μια μορφή πασαρέλας, έστω διανθισμένης με λίγα λόγια και πολλά τραγούδια, που, ενώ στην ουσία τους υποτιμά, αν δεν τους εκθέτει κιόλας, οι ίδιοι αισθάνονται να τους αναδεικνύει. Με, επιπλέον, έναν «αέρα» επιτυχημένου όλοι τους, αφού, όταν αναφέρονται σε σημερινά ή σε μελλοντικά σχέδιά τους, σχεδόν κανείς τους δεν θα ήθελε να κάνει κάτι περισσότερο ή διαφορετικό σε σχέση με όσα ήδη έχει αποφασίσει ή επιχειρεί την παρούσα στιγμή. Ακόμα και όταν δηλώνουν πως συνειδητά έχουν παροπλιστεί για ένα χρονικό διάστημα, το κάνουν σαν να πρόκειται για έναν αναβαθμό σε μια καλλιτεχνική πορεία που το πανελλήνιο αδημονεί να πληροφορηθεί τη συνέχειά της.

Από καταβολής κόσμου, η ανθρωπότητα πίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει, όσο κι αν πρόκειται για κάτι που έχει σε μεγάλο βαθμό διαψευσθεί, πως ένας καλλιτέχνης διακρινόταν, σε σχέση με έναν πολιτικό, με έναν επιστήμονα ή με έναν επιχειρηματία, για μια αυξημένη μορφή ενσυναίσθησης. Γι’ αυτό άλλωστε σε περιόδους δοκιμασίας τους οι κοινωνίες (σάμπως και να έλειψαν ποτέ οι δοκιμασίες αυτές) ανυπομονούσαν να πληροφορηθούν, σε περίπτωση που καθυστερούσαν να κοινοποιηθούν, τις θέσεις και τις καταγγελίες των δημιουργών είτε επρόκειτο για ποιητές, συγγραφείς και γενικότερα πνευματικούς ανθρώπους, είτε για ανθρώπους του θεάματος, σκηνοθέτες, ηθοποιούς ή τραγουδιστές. Οταν επομένως «εκπέμπουν» οι τελευταίοι τόση, μα τόση, ευτυχία σε σχέση με την προσωπική τους επαγγελματική συνθήκη, μπορεί να τους ζητήσει κανείς να μοιραστούν, έστω εκφράζοντας τη γνώμη τους, όσα δεινά εξελίσσονται σήμερα στον κόσμο;

Στην πραγματικότητα υποχείριοι όλοι τους μιας συνθήκης, όπως αυτή που τους φέρνει οι μεν να αντικαθιστούν τους δε, χωρίς να δημιουργείται μια στοιχειώδης συνέχεια ανάμεσα στα λεγόμενά τους, τα εκ των πραγμάτων καταδικασμένα να λησμονηθούν την ίδια ακριβώς στιγμή που εκστομίζονται, επόμενο είναι να έχουμε ως αποτέλεσμα τη βαθύτατη ανυποληψία που τρέφουμε όλοι μέσα μας για οτιδήποτε ξέρουμε πως ουσιαστικά είναι σαν να μην υπήρξε. Και αυτή η συνείδηση αντί να τους κάνει όσο γίνεται πιο συγκρατημένους και σεμνούς, τόσο περισσότερο θέλουν να υπάρξουν εντυπωσιάζοντας. Ακόμη και με ασυγκράτητα γέλια.

Vidcast: Στα Σχοινιά