Η ιστορία και η πρόσληψη των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ στην Ελλάδα. Οι έλληνες παραμυθάδες ως είδος που κάποτε δοξάστηκε και τελικά εξέλιπε. Τα ποντιακά παραμύθια για τον δρακοντοκτόνο ήρωα. Είναι ορισμένα μόνο από τα κριτικά σημειώματα που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο «Παράδοση και νεωτερικότητα στο νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι», που υπογράφει ο ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας Μηνάς Αλεξιάδης στον θεσσαλονικιώτικο εκδοτικό οίκο Σταμούλη και αναμένεται τις επόμενες ημέρες. Σε αυτόν το παραμύθι προσεγγίζεται έτσι όπως επιβάλλει η επιστημονική πειθαρχία: ως προφορική μυθοπλαστική διήγηση, που δεν συνδέεται με τόπο και χρόνο, ενώ αποτελεί ταυτόχρονα το σημαντικότερο – «ίσως το πιο έντεχνο», σημειώνει ο συγγραφέας – είδος της λαϊκής λογοτεχνίας. Από την έκδοση προδημοσιεύουμε εδώ, με την άδεια του εκδοτικού οίκου, αποσπάσματα από το κεφάλαιο για τους έλληνες παραμυθάδες.
Ο Ελληνας παραμυθάς του περασμένου κυρίως αιώνα ήταν συνήθως αναλφάβητο άτομο, προικισμένο όμως με καλή μνήμη, ασκημένο σε πολύωρες αφηγήσεις παραμυθιών και με έντονη κλίση προς τη μυθοπλασία, η οποία τον βοηθούσε στις προφορικές του συνθέσεις. Οι πρώτες σχετικές πληροφορίες που έχουμε, προέρχονται από την Τήνο και καταγράφηκαν από τον καθηγητή Αδαμάντιο Αδαμαντίου το 1897. Ο Αδαμαντίου παρατηρούσε τότε ότι το παραμύθι είχε σημαντική θέση στη ζωή των κατοίκων, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα κυρίως, συγκεντρώνονταν σε ομάδες στα σπίτια, στον φούρνο του χωριού και αλλού, για να ακούσουν παραμύθια από τους φημισμένους παραμυθάδες του νησιού. Μερικοί απ’ αυτούς (άντρες ή γυναίκες) ήσαν πράγματι πασίγνωστοι στην Τήνο και οι συμπατριώτες τους τούς υποδείκνυαν αμέσως, σε σχετικά ερωτήματα. Παράλληλα, ως περιζήτητα πρόσωπα, οι παραμυθάδες (και παραμυθούδες) είχαν πάντα την εκτίμηση των τοπικών αρχόντων – κάτι για το οποίο υπερηφανεύονταν και οι ίδιοι: «Εμένα ο τάδες (προύχοντας), αν κι ήτανε γραμματισμένος, έστελνε με το φαναράκι και μ’ εφώναζε και τού ‘λεγα παραμύθιακι όξω λέγαν τον Αϊ-Βασίλη, ούτε για τίποτας τον ήμελλε· έθελε παραμύθια».
Το ίδιο γνωστοί και με φήμη στον κοινωνικό τους περίγυρο ήσαν οι παραμυθάδες στην Κάρπαθο, στην Κάσο και στην Κύπρο. Ειδικά στην Κάρπαθο, όπως παρατήρησε ο Μιχαηλίδης-Νουάρος, «επροσκαλούντο ιδιαιτέρως εις την παρέαν και ήσαν οι απαραίτητοι στύλοι της συναναστροφής». Οι παραμυθάδες, γενικά, ήταν άτομα που είχαν την εκτίμηση των άλλων. Οι ακροατές τούς θεωρούσαν πρόσωπα έξυπνα, με φαντασία και μυθοπλαστική ικανότητα, που μπορούσαν να τους ψυχαγωγήσουν για πολλές ώρες. Αυτό συνέβαινε και στα Αγραφα της Θεσσαλίας· οι παραμυθάδες εκεί κάθονταν σε περίοπτες θέσεις, για να αφηγηθούν τα παραμύθια τους και επιζητούσαν κάθε ευκαιρία, για να κάνουν επίδειξη των γνώσεών τους. «Γνωρίζω παραμυθά», έγραψε ο Ε. Ζιαζόπουλος, «που ζητούσε επίμονα να συναναστραφεί με κάποιον βουλευτή, απλώς και μόνο για να του επιδείξει τα ωραία παραμύθια του και να αποκτήσει έτσι τη φιλία του». Αλλος πάλι καυχιόταν κι έλεγε: «Ο καινούργιος δάσκαλος του χωριού μας ούτε στο ψάλσιμο ούτε στα παραμύθια με φτάνει». Κι έβγαζε το συμπέρασμα: «Αν ήξερα και γράμματα, δεν θα μ’ έφτανε κανένας».
«Κι ένας άλλος αισθανόταν τόση ανάγκη να λέει τα παραμύθια του, ώστε, όπου κι αν βρισκόταν, ανάμεσα σε γνωστούς και αγνώστους, απρόσκλητος τις περισσότερες φορές, άρχιζε να λέει: «Ηταν χωροφύλακας κι ήρθε κάποτε στο χωριό μας για υπηρεσία. Την περισσότερη νύχτα στο σπίτι, όπου έμεινε, καθώς και την άλλη μέρα στο καφενείο του χωριού έλεγε, όλο έλεγε τα θαυμάσια παραμύθια του, που οι διψασμένοι χωρικοί τά ‘κουγαν με ανοιχτό το στόμα. Και τέτοια εντύπωση έκανε, ώστε και σήμερα ακόμα, όταν θέλουν να παινέψουν κανέναν παραμυθά, λένε: “Αυτός είναι σαν τον Στέργιο τον χωροφύλακα”».
Από ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας έχουμε επίσης πληροφορίες για τα πρόσωπα των παραμυθάδων. Π.χ., στη Μάκρη και στο Λιβίσι ο λαϊκός αφηγητής ξεχώριζε για τη «σοβαρότητα» και «μεγαλοπρέπειά» του, με αποτέλεσμα να κερδίζει την εκτίμηση των ακροατών.
Οι καλύτεροι παραμυθάδες του Ελληνικού χώρου ήσαν φουρνάρηδες, ναυτικοί, παπουτσήδες, βοσκοί, «τρατάρηδες» (διηγούνταν στην τράτα ή στην ακρογιαλιά), μυλωνάδες, αλλά και ηλικιωμένα άτομα με γνώσεις και εμπειρίες μιας πολύχρονης ζωής. Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι οι Ελληνες παραμυθάδες, με την ευφυΐα και το χιούμορ τους, τις γνώσεις και την επιδεξιότητα του λόγου τους, την αρχοντική τους κάποτε σοβαρότητα, είχαν ως ένα βαθμό προνομιακή θέση μέσα στην κοινότητα.
Η γλώσσα τού παραμυθά
Οι Ελληνες παραμυθάδες (και παραμυθούδες) χρησιμοποιούσαν κυρίως το τοπικό ιδιωματικό λεκτικό. Ο Στίλπων Κυριακίδης, που έκανε ορισμένες παρατηρήσεις για το θέμα αυτό, αναφέρει πως, όταν πολλές φορές παλαιές λέξεις είχαν χάσει τη σημασία τους, ο παραμυθάς ήταν αναγκασμένος να δίνει ο ίδιος την εξήγηση. Αν πάλι καμιά φορά δεν τη γνώριζε ή δεν έβρισκε κατάλληλη λέξη, για να αποδώσει τα λεγόμενό του, έπλαθε μια καινούργια λέξη ή προσπαθούσε με παραστατικές κινήσεις να δείξει τι ήθελε να πει. Ορισμένοι παραμυθάδες που γνώριζαν γράμματα, επιχειρούσαν να εξαρχαΐσουν δημοτικούς τύπους, χωρίς όμως να το πετυχαίνουν (μολονότι το πράγμα αυτό έχει, θα έλεγα, την ιδιαίτερη σημασία του). Ο Αδαμ. Αδαμαντίου, στο άρθρο του για τα παραμύθια της Τήνου, σημείωνε επίσης ότι οι αφηγητές χρησιμοποιούσαν πολλές φορές (αναλλοίωτες) στερεότυπες εκφράσεις (έμμετρες συνήθως ενάρξεις και κατακλείδες, μεταφορικές εκφράσεις, παρομοιώσεις κ.λπ.) κατά την πορεία της αφήγησης. Αυτό, εκτός των άλλων, μπορούσε να βοηθήσει τον αφηγητή ν’ ανακαλέσει στη μνήμη του τα επεισόδια και μοτίβα του παραμυθιού ή ακόμη να το οδηγήσει σε μάκρος. Οι στερεότυπες εκφράσεις του παραμυθά λειτουργούσαν πάντως και ως ένα είδος λογοτυπικών στοιχείων, κατά το παράδειγμα του δημοτικού τραγουδιού, που θα βοηθούσαν ενδεχομένως στην (ανα)σύνθεση μιας μακράς διάρκειας παραμυθιακής αφήγησης. Αλλοτε πάλι ορισμένοι παραμυθάδες προς το τέλος της αφήγησης, για να δείξουν και τον διδακτικό χαρακτήρα του παραμυθιού, χρησιμοποιούσαν και παροιμιακές εκφράσεις: «Οποιος δεν ακούει τα λόγια του γονιού, παραγωνιάς πηγαίνει!».
Τέτοια «παροιμιακά τέρματα» δεν είναι διόλου άγνωστα στο Ελληνικό λαϊκό παραμύθι. Το λεξιλόγιο του λαϊκού παραμυθά κάποτε είναι αθυρόστομο, όταν κυρίως αυτό υπαγορεύεται από τα θεματικά επεισόδια της αφήγησης. Και πιο γενικά η σεμνοτυφία δεν είχε θέση στη γλώσσα των αφηγητών, αν μάλιστα αναλογισθούμε ότι τα παραμύθια απευθύνονταν κυρίως σε ώριμο ακροατήριο. Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε εδώ ότι στα Ελληνικά παραμύθια συναντούμε και τουρκικές λέξεις (π.χ. βεζίρης, μπέης, παράς κ.ά.). Πάντως, αυτές δεν είναι πολλές και, ακόμα, σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζουν τον λαϊκό Ελληνικό λόγο και το ύφος των παραμυθιών.
Αφηγηματική τεχνική τού παραμυθά
Ο αφηγητής-παραμυθάς είναι το άτομο εκείνο που έχει στα χέρια του την τύχη του παραμυθιού και τη μεταβίβασή του στον (μικρό)κοσμο της κοινότητας. Συνήθως έχει την εμπειρία και κατέχει τα μέσα που συνθέτουν την άρτια αφήγηση, για να μπορέσει να κερδίσει το ακροατήριό του. Ο Ελληνας παραμυθάς χρησιμοποίησε με επιτυχία τις αφηγηματικές του ικανότητες στην απόδοση του πλούσιου παραμυθιακού ρεπερτορίου του. Οταν άρχιζε τη διήγηση, κατά τον Αδαμαντίου, έλεγε συνήθως πρώτα τον τίτλο τού παραμυθιού ή αναφερόταν, προεξαγγελτικά, στον ήρωά του, που είναι άλλωστε ένα από τα επτά – και προφανώς το κορυφαίο – dramatis personae, όπως θα έλεγε ο VI. Propp.
Κατά τη διάρκεια της αφήγησης ο παραμυθάς χειρονομούσε, έκανε διάφορους μορφασμούς, άλλαζε τον τόνο της φωνής του και συμφωνούσε ή διαφωνούσε με τα «καθέκαστα» της πλοκής. Αλλοτε πάλι ζητούσε τη γνώμη κάποιου ακροατή για τα συμβαίνοντα στη διήγηση· αυτό ίσως θα έδειχνε και τον βαθμό ανταπόκρισής του στα λεγάμενα του παραμυθά. Ο παραμυθάς, ανάλογα με το θέμα και την εξέλιξη της πλοκής, χρησιμοποιούσε προσωπικά του βιώματα και τοπωνυμίες του τόπου καταγωγής του. Το ύφος του ήταν, κατά περίπτωση, μυστηριώδες, δραματικό, ειρωνικό ή χιουμοριστικό, με αποτέλεσμα το ακροατήριο να βρίσκεται κοντά στα πρόσωπα και στα «τεκταινόμενα» της παραμυθιακής αφήγησης.
Ο παραμυθάς ήταν συγχρόνως και καλός ηθοποιός. Προσπαθούσε με ρητορικά τεχνάσματα και διάφορες μιμικές κινήσεις να μεταδώσει την ατμόσφαιρα του παραμυθιακού λόγου στους ακροατές. Ζούσε πραγματικά το παραμύθι και συμμετείχε στη χαρά ή στη λύπη και στην αγωνία των ηρώων του. Μεταφέρω εδώ δύο σχετικές επισημάνσεις γνωστών συλλογέων των Ελληνικού παραμυθιού. Η πρώτη είναι της Κ. Μουσαίου Μπουγιούκου και αναφέρεται στα παραμύθια του Λιβισιού: «Ολοι οι γέροι ήξεραν από ένα δυο παραμύθια που τα διάλεγαν και τους άρεσε να τα λένε στα εγγόνια τους και στις παρέες τους. Ο Λεπετές, παλιός παραμυθάς, με δέχτηκε στον κήπο του, για να μου διηγηθεί το αγαπημένο του παραμύθι “Του Δισποινίν”. Αρχισε την αφήγησή του με συγκίνηση, σαν να διηγόταν περιστατικό της ζωής του. Σαν έφτασε στο σημείο που το κοριτσάκι εγκαταλειμμένο μέσα στο πυκνό δάσος, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας φωνάζει μάταια και απελπισμένα τον παραγιό να την πάρει… άρχισε να κλαίει, σταμάτησε, σκούπισε τα δάκρυά του, ήπιε λίγο νερό και σε λίγο συνέχισε!».
Η δεύτερη ανήκει στη Μ. Κλιάφα: «Μια παραμυθού, η Βασιλική Ιζαρούχη από το Ανήλιο Μετσόβου, μου έλεγε ένα παραμύθι στα βλάχικα. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή της να τρεμοπαίζει κι είδα τα μάτια της να υγραίνονται. Εκλαιγε. Οταν τη ρώτησα τι της συνέβαινε, μου είπε: “Νά, λυπάμαι το παλικάρι που το βάνανε άδικα στη φυλακή”, κι εννοούσε τον ήρωα του παραμυθιού».
Με την αφηγηματική τεχνική του παραμυθά είναι αλληλένδετη η έννοια της παράστασης (performance), η οποία στην επιστημονική έρευνα έχει συγκεκριμένη σημασία για την προφορική έκφραση και διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην αφήγηση των παραμυθιών. Κι αυτό επειδή ο παραμυθάς είναι εκείνος που συνέβαλε στη συγκρότησή της και μετέφερε τα παραστατικά δρώμενα της αφήγησής τους σ’ αυτή. Το ακροατήριο ανταποκρινόταν σχεδόν πάντοτε σ’ αυτό. Από την άλλη μεριά, ο αφηγητής μπορούσε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των ακροατών και για το επόμενο βράδυ, αν συνέβαινε το παραμύθι να μην έχει ολοκληρωθεί.
Φυσικά, τότε η εξέλιξη της υπόθεσης γινόταν αντικείμενο σχολίων από τους ακροατές, όπως, θα έλεγε κανείς, συμβαίνει και σήμερα με τα «επεισόδια» των σύγχρονων τηλεοπτικών «σειρών» (π.χ. Λάμψη).
Γνωστοί έλληνες παραμυθάδες
Το παραμύθι, όπως και το δημοτικό τραγούδι, είναι είδος της λαϊκής λογοτεχνίας που μεταδίδεται προφορικά. Αυτό σημαίνει ότι, αν όχι οι συγκεκριμένοι κάθε φορά φορείς του (παραμυθάδες και παραμυθούδες), οπωσδήποτε όμως οι αρχικοί δημιουργοί του είναι ανώνυμοι και παντελώς άγνωστοι… Ορισμένοι πάντως συλλογείς και μελετητές επισήμαναν ικανούς, σε συγκεκριμένες «αναμεταδόσεις», αφηγητές Ελληνικών παραμυθιών και μας έδωσαν πληροφορίες γι’ αυτούς. Μια τέτοια περίπτωση μνημονεύει ο Δημ. Πετρόπουλος από την Κύπρο. Πρόκειται για τον παραμυθά Πέτρο Σαζαίο, από τον Κάμπο Λευκωσίας, που συνάντησε εκεί το 1953. Ο Σαζαίος, εργάτης, με λίγες γραμματικές γνώσεις, «διηγείται μακρότατα παραμύθια. Μπορεί, λέγει, να το ειπεί το παραμύθι σε μισή-μία ώρα, μπορεί να το μακρύνει 3-4 ώρες. Οταν αρχίζει να διηγείται το παραμύθι, ενθουσιάζεται σιγά-σιγά και του δίνει ανάλογο μάκρος». Η Καλλ. Μουσαίου-Μπουγιούκου μάς διέσωσε μιαν άλλη περίπτωση από το Λιβίσι: «Ο Βασίλης Τσακιργιάννης (γενν. στα 1893), ο υποδειγματικός παραμυθάς του Λιβισιού (…), μου έλεγε τα παραμύθια του στο μανάβικό του στο Ζούμπερι, κι εγώ τα έγραφα καθισμένη σε μια κασόνα. Ελεγε τα παραμύθια του προσέχοντας τη δουλειά του, χωρίς ποτέ να μπερδέψει, την αφήγησή του, με σοβαρότητα ανθρώπου, που μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες αποδίδει σωστά, πιστά και όμορφα αυτό που τόσο καλά κατέχει, βέβαιος για όσα μου είπε και για όσα θα μου έλεγε ακόμα…». Ο Δημ. Οικονομίδης, που έκανε παλαιότερα επιτόπια έρευνα στην Ηπειρο και έγραψε ένα πρωτότυπο – στα Ελληνικά δεδομένα – για το λαϊκό παραμύθι κείμενο, μας πληροφορεί επίσης για μια γνωστή παραμυθού, τη Χρύσω Τάση Πήλιου, από τον Αυλότοπο Σουλίου… Ενας τοπικός λόγιος της Νάξου, ο Μαν. Ψαρράς, σε σύντομο άρθρο του, παρουσίασε έναν τυφλό παραμυθά του νησιού, τον Σάββα, γνωστό με το προσηγορικό του όνομα.







