Πριν από δεκαεφτά χρόνια ένας αστυνομικός δολοφόνησε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί. Αν η παρέα των εφήβων έκανε ψιλοτσαμπουκά, αν η σφαίρα εξοστρακίστηκε, όλα τα αν του κόσμου τέλος πάντων, δεν έχουν καμία σημασία. Το γεγονός αυτό ούτε μπορεί να συμψηφιστεί με άλλους θανάτους ούτε να κριθεί βάσει άλλων παραμέτρων ούτε τίποτα. Παραμένει τραγικό και αδιαπραγμάτευτο. Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος έγινε «ήρωας κατά λάθος», ένας Σωτήρης Πέτρουλας της γενιάς του, ένα σύμβολο. Το θέμα ωστόσο είναι τι πυροδότησε εκείνη η δολοφονία, τι διαμόρφωσε, τι μας κληρονόμησε που μας στοιχειώνει ως τις μέρες μας.
Τον Δεκέμβριο του 2008 κάηκε η Αθήνα. Κυριολεκτικά. Ολη η πόλη έμοιαζε για μέρες με πεδίο μάχης εξού και τα «νέα Δεκεμβριανά». Μια οργή που φαίνεται ότι σιγόβραζε, βρήκε ρωγμή για να ξεσπάσει. Οργή για ποιο πράγμα αναρωτιέμαι σήμερα. Η Ελλάδα ήταν ακόμη στον απόηχο της εθνικής υπερηφάνειας για τους Ολυμπιακούς, λεφτά (νομίζαμε ότι) υπήρχαν, η οικονομική κρίση μάς φάνταζε κάτι εξωτικό που δεν μας αφορούσε, άλλωστε εκείνες οι κινητοποιήσεις καταγράφηκαν και ως η επανάσταση των παιδιών των βορείων προαστίων. Το λαμπάδιασμα του χριστουγεννιάτικου δένδρου στο Σύνταγμα, ακριβώς σαν σήμερα, είναι μια ένδειξη κήρυξης πολέμου με τον αστικό τρόπο ζωής – αυτό έδειχναν και οι σπασμένες βιτρίνες στα καταστήματα ειδών πολυτελείας του Κολωνακίου. Μόνο που εκείνες οι βιτρίνες ξαναμπήκαν στη θέση τους, ολοκαίνουργες, πιο ακριβές και πιο ασφαλείς. Πολλά από τα μικρομάγαζα που καταστράφηκαν τότε δεν μπόρεσαν να ξαναστηθούν, μικροεπαγγελματίες ήταν αυτοί που δεν κατάφεραν να ξανασταθούν στα πόδια τους.
Εκείνος ο Δεκέμβρης νομιμοποίησε την τυφλή οργή. Την χωρίς συγκεκριμένο αίτημα, την κενή διακυβεύματος. Το μπάχαλο για το μπάχαλο, την επίδειξη δύναμης μιας μάζας που άγεται και φέρεται, βάζοντας ως εμπροσθοφυλακή τους εφήβους. Διότι, τόσα χρόνια μετά, ξέρουμε ποιοι έσπευσαν να επενδύσουν στη νεανική οργή, το έχουν παραδεχθεί άλλωστε οι ίδιοι το πώς εκμεταλλεύτηκαν το «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση», η πραγματικότητα έδειξε ποιοι καβάλησαν στο άρμα εκείνων των ημερών για να καλπάσουν προς την εξουσία, ποιοι τους σιγοντάρισαν, ποιοι έκαναν τα στραβά μάτια.
Τα παιδιά, τότε, βγήκαν στους δρόμους με το ίσως αφελές και αφηρημένο αλλά απόλυτα συμβατό με την ηλικία τους αίτημα περί των ονείρων που ζητάνε δικαίωση. Μόνο που με την επέμβαση αυτών που ξέρουν πώς να χειραγωγούν τις μάζες, η δικαίωση έγινε εκδίκηση. Εκδίκηση κατά πάντων, αυτό το είδος της εκδίκησης δηλαδή που, τελικά, στρέφεται εναντίον του εαυτού σου. Και, δυστυχώς, η γενιά του Γρηγορόπουλου, παίρνει σήμερα εκδίκηση από τον εαυτό της, αναζητώντας μια στοιχειώδη θέση στον ήλιο – και στα μπραντσάδικα του Παγκρατίου.
Η κουλτούρα της οργής
Τι απέμεινε από εκείνον τον Δεκέμβρη; Η κουλτούρα της οργής και της καταστροφής. Ηταν αυτή που διαμόρφωσε τα συνθήματα των Αγαναχτισμένων περί Τσολάκογλων και δωσίλογων, τις μούντζες και τις κρεμάλες έξω από τη Βουλή, τις απειλές για ντου στο εσωτερικό της, τα αβγά και τα γιαούρτια στους βουλευτές που ψήφισαν το μνημόνιο. Η τυφλή αυτή οργή, μεταμφιεσμένη σε «οργή λαού» προκάλεσε τους νεκρούς της Μαρφίν, έκαψε έπειτα από λίγους μήνες ιστορικά κτίρια της πόλης, χόρεψε καλαματιανούς στο Σύνταγμα ελέω της προοπτικής εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, έδωσε ελευθέρας για να εγκατασταθεί ο αγοραίος λόγος στην πολιτική σκηνή, έκαψε ξανά, το 2019, χριστουγεννιάτικα δένδρα στο κέντρο της Αθήνας.
Εκείνος ο Δεκέμβρης «νομιμοποίησε» το μίσος, τις «επεμβάσεις» συλλογικοτήτων σε ό,τι δεν γουστάρουν, τις κινητοποιήσεις χωρίς συγκεκριμένο αίτημα, την επανερμηνεία, κατά το δοκούν, της δημοκρατίας. Και το μπάχαλο που ναι μεν μπορεί, κατά περίσταση, να ντοπάρει, αλλά προβοκάρει κυρίως τη γενιά του Αλέξη Γρηγορόπουλου.







