Σήμερα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο γίνεται 31 ετών. Το παιδί από τα Σεπόλια μεγάλωσε κι έγινε ένας σούπερ σταρ του παγκόσμιου αθλητισμού. Εχει κερδίσει τίτλους, ατομικές διακρίσεις, δόξα, αναγνώριση, χρήμα. Εχει φτιάξει τη ζωή του με τρόπο που δεν μπορούσε καν να φανταστεί όταν πάλευε για να επιβιώσει μαζί με την οικογένειά του, έχει κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα.

Σε αυτή την ηλικία θα μπορούσε κάλλιστα να σκέφτεται ότι πλησιάζει η ώρα της απόσυρσης. Ομως οι καιροί έχουν αλλάξει. Η πρόοδος της ιατρικής και η ολοένα αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας στον αθλητισμό έχουν μεγαλώσει το προσδόκιμο της αθλητικής ζωής. Αθλητές όπως ο ΛεΜπρόν Τζέιμς, ο Στεφ Κάρι, ο Κέβιν Ντουράντ ή ακόμα και οι Κριστιάνο Ρονάλντο, Λιονέλ Μέσι, Νόβακ Τζόκοβιτς, που έχουν πατήσει ήδη ή πλησιάζουν τα 40, συνεχίζουν όχι απλώς να αγωνίζονται ως επαγγελματίες, αλλά να πρωταγωνιστούν. Οπότε ο Γιάννης έχει κάθε δικαίωμα να πιστεύει ότι μπορεί ακόμα να δώσει και να κερδίσει πολλά. Να διευρύνει το αποτύπωμά του στο μπάσκετ, που έτσι κι αλλιώς είναι ήδη πολύ ευκρινές.

Μετά 13 χρόνια στο ΝΒΑ, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν είναι απλώς ένας από τους κορυφαίους καλαθοσφαιριστές στον πλανήτη. Είναι ένας αθλητής που έχει επιδράσει στο άθλημα. Εχει διαμορφώσει νέους τρόπους προσέγγισης όχι μόνο του παιχνιδιού αυτού καθ’ αυτού, αλλά και της αναπτυξιακής διαδικασίας του και της προβολής του στον κόσμο. Ελάχιστοι αθλητές στην ιστορία μπορούν να καυχηθούν ότι έχουν ανάλογη επιρροή. Επαναπροσδιόρισε τον ρόλο του ψηλού στο σύγχρονο μπάσκετ: Υπάρχουν οι κοντοί στο μπάσκετ, οι γκαρντ, που έχουν την μπάλα στα χέρια τους και κάνουν παιχνίδι. Υπάρχουν οι ψηλοί, φόργουορντ και σέντερ, που ελέγχουν την… εναέρια κυκλοφορία και θωρακίζουν τη ρακέτα. Υπάρχει και ο Γιάννης, που τα κάνει όλα με την ίδια ευκολία και… συμφέρει.

Οταν το 2013 πήγε στο Μιλγουόκι για να πιάσει δουλειά στους Μπακς, που τον είχαν επιλέξει στο νούμερο 15 του ντραφτ, ο προπονητής τότε της ομάδας, Τζέισον Κιντ, έμεινε εντυπωσιασμένος από το πόσο ευλύγιστος και αθλητικός ήταν και πόσο εξαιρετικά χειριζόταν την μπάλα αυτός ο ψιλόλιγνος νεαρός. Αποφάσισε να κάνει… επανάσταση επιχειρώντας να δημιουργήσει έναν πλέι μέικερ με ύψος 2,11μ. και άνοιγμα χεριών 2,26μ. Τον χρησιμοποίησε αρκετά τον πρώτο καιρό σε αυτή τη θέση, διότι αντιλήφθηκε τα τεράστια κέρδη που θα είχε η ομάδα αν πετύχαινε το πείραμα. Αλλά δεν πέτυχε, τουλάχιστον όχι εντελώς.

Ο Γιάννης δεν μπόρεσε να γίνει καθαρός πόιντ γκαρντ, κυρίως επειδή δεν είχε καλό περιφερειακό σουτ. Εγινε όμως η επιτομή αυτού που αποκαλούμε «πόιντ φόργουορντ». Ενας ολοκληρωμένος ψηλός, που χειρίζεται την μπάλα και παράγει παιχνίδι σαν γκαρντ, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να τελειώνει τις φάσεις σαν σέντερ. Στην πραγματικότητα καταργεί τις θέσεις στο μπάσκετ όπως τις ξέραμε, με τον τρόπο που ξεκινά ο ίδιος τις επιθέσεις μετά το αμυντικό ριμπάουντ, αλλά και την ευχέρεια με την οποία μαρκάρει οποιονδήποτε αντίπαλο από τη θέση «1» ως τη θέση «5». Δεν είναι ο πρώτος πόιντ φόργουορντ στην ιστορία του μπάσκετ, είναι όμως αυτός που έγινε πρότυπο συνδυάζοντας ιδανικά σωματικά και αθλητικά προσόντα, τεχνική κατάρτιση και ικανότητες play-making. Οι καλοί ψηλοί στο σύγχρονο μπάσκετ πρέπει να είναι πλέον σαν κι αυτόν.

Έθεσε τα στάνταρντ για την κυριαρχία και στις δύο πλευρές του γηπέδου: Το 2020 ο Γιάννης αναδείχθηκε MVP της κανονικής περιόδου του ΝΒΑ και ταυτόχρονα αμυντικός της χρονιάς. Μόνο δύο παίκτες έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο, εκτός από αυτόν. Ο Μάικλ Τζόρνταν το 1988 και ο Χακίμ Ολάζουον το 1994. Δεν είναι εύκολο να κυριαρχείς και στην άμυνα και στην επίθεση. Η ενέργεια που ξοδεύεις στη μια πλευρά του παρκέ συνήθως επηρεάζει την παρουσία σου στην άλλη, όμως για τον Γιάννη αυτό δεν ήταν ποτέ θέμα.

Βρίσκεται παντού στην άμυνα, μέσα σε όλες τις βοήθειες και τις αλλαγές, καθώς μπορεί να μαρκάρει αποτελεσματικά τόσο κοντούς όσο και ψηλούς, ενώ είναι εξαιρετικός μπλοκέρ. Και στην επίθεση είναι ανελέητος. Σημειώνει τους περισσότερους πόντους από κάθε άλλο μέσα στη ρακέτα, ενώ το 2024 έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που ολοκλήρωσε μια σεζόν με τουλάχιστον 30 πόντους και ποσοστό ευστοχίας στα σουτ 60%. Οταν μαζεύει το αμυντικό ριμπάουντ και φεύγει στο coast-to-coast δεν υπάρχει κανείς ικανός να τον σταματήσει. Ο Πένι Χαρνταγουέι τζούνιορ προσπάθησε σε έναν αγώνα με τους Νικς πριν από επτά χρόνια κι ο Γιάννης κάρφωσε περνώντας από πάνω του. Κυριολεκτικά! Ακόμα το θυμούνται στη Νέα Υόρκη.

«Δεν μπορεί κανείς να με μαρκάρει ένας εναντίον ενός. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ ομάδα να στήνει ολόκληρη άμυνα ειδικά για έναν παίκτη. Ο «Σακ» έπαιζε το παιχνίδι του, ο Κόμπι έπαιζε το παιχνίδι του, ο Τζόρνταν, ο ΛεΜπρόν έπαιζαν το παιχνίδι τους. Μόνο ένας παίκτης ανάγκασε την αντίπαλη ομάδα να υψώσει τείχος για να τον αντιμετωπίσει. Κι αυτός είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο», δήλωσε σε μια συνέντευξή του πριν από δύο χρόνια ο Γιάννης. Αναφερόταν στον περίφημο «τοίχο των Ράπτορς», μια άμυνα με την οποία η ομάδα του Τορόντο γέμιζε τη ρακέτα της, έκλεινε όλους τους διαδρόμους και κατάφερε να κερδίσει τους Μπακς στους τελικούς της Ανατολής το 2019. Η άμυνα αυτή έμεινε στην ιστορία ως η μοναδική που κατάφερε να σταματήσει τον Γιάννη.