Το τελεσίγραφο έληγε την περασμένη Πέμπτη. Η προθεσμία πέρασε. Εμειναν στο τραπέζι ένα ειρηνευτικό σχέδιο 28 σημείων, ένα άλλο 19 σημείων και η εκκρεμότητα ενός ακόμη γύρου συνομιλιών που ξεκινούν και πάλι, αύριο, σε Μόσχα και Ουάσιγκτον. Ορατότης μηδέν.
Οι διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, δέκα μήνες τώρα, κινούνται τυλιγμένες σε μια βαριά ομίχλη. Παρασέρνουν στη δίνη τους και σε μια αίσθηση αβεβαιότητας κάθε όψη της διεθνούς ζωής. Στο κέντρο του δράματος, το εκκρεμές των αμερικανικών πρωτοβουλιών κινείται αδιάκοπα πίσω – μπρος. Από την αναγγελία κυρώσεων κατά της Ρωσίας (που τελικά δεν εφαρμόζονται) έως τη διατύπωση τελεσιγράφων προς την Ουκρανία (που λήγουν άδοξα, αλλά ανανεώνονται). Περνώντας, όμως, πάντα από το ίδιο σημείο ισορροπίας: πως το Κίεβο πρέπει να προεξοφλήσει την ήττα του και να αποδεχθεί έναν βαρύ εθνικό ακρωτηριασμό. Τον οποίο ακρωτηριασμό, ο μεν Ζελένσκι, τραυματισμένος ηθικά από ένα σκάνδαλο διαφθοράς και υπό την απειλή του αμερικανικού εκβιασμού (συμβιβάσου ή πολέμα ολομόναχος), είναι όλο και πιο δύσκολο να αρνηθεί. Μα ο οποίος δεν είναι διόλου βέβαιο ότι είναι επαρκής για τη Μόσχα κι ότι οδηγεί στο τέλος του πολέμου.
Μέσα στον λαβύρινθο αυτό η Ευρώπη προσπαθεί να αντιδράσει. Στέλνει κάθε τόσο τους ηγέτες των σημαντικότερων χωρών της ικέτες στην αυλή του Τραμπ για να τον μεταπείσουν, να τον συγκρατήσουν ή έστω να αραιώσουν με νερό διεθνείς πρωτοβουλίες που της γεννούν θανάσιμη αγωνία. Το έχουν κάνει τρεις φορές ως τώρα, μέσα σε λίγους μήνες. Μα τώρα πια χωρίς ελπίδα πως μπορούν στ’ αλήθεια να συντονιστούν με τη νέα Ουάσιγκτον, όχι στην αντιμετώπιση του πολέμου στην Ουκρανία μόνον, αλλά ευρύτερα στις στρατηγικές προτεραιότητες κάθε πλευράς, ακόμη και σε μια κοινή ιεράρχηση θεμελιωδών αξιών, που ως πρόσφατα θεωρούσαμε δεδομένη. Κι έτσι η προσπάθεια μετατίθεται αφενός στην ανίχνευση ρωγμών στο εσωτερικό της αυλής της Ουάσιγκτον και αφετέρου στην επιτάχυνση της μετάβασης προς τον πολυσυζητημένο (αλλά ρεαλιστικό;) στόχο της «αμυντικής αυτάρκειας» και την πολιτική ενοποίηση, που είναι προϋπόθεση μιας ενιαίας αμυντικής προσπάθειας. Μπορούμε; Προλαβαίνουμε; Κι είναι δυνατόν να συνδυαστεί αυτός ο απότομος αναπροσανατολισμός της ευρωπαϊκής πολιτικής και των ευρωπαϊκών πόρων προς την αμυντική βιομηχανία με μια νέα οικονομία ευημερίας, κοινωνικής συνοχής και, συνεπώς, μια ανθεκτική δημοκρατία;
Στον ίδιο λαβύρινθο περιπλανιέται και η Ελλάδα. Με τις δικές της πρόσθετες και ιδιαίτερες αγωνίες. Οταν ξεκινούσε η δεύτερη θητεία Τραμπ, το ερώτημα που κυκλοφορούσε στις πολιτικές και παραπολιτικές συναθροίσεις ήταν αν, σε περίπτωση μιας νέας κρίσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σαν εκείνες που ζήσαμε ως το 1996, θα ενδιαφερθεί ο απρόβλεπτος Πρόεδρος, αν θα σηκώσει το τηλέφωνο, όπως έκαναν προκάτοχοί του. Αυτό το ερώτημα τείνει εν μέρει να απαντηθεί. Οι κινήσεις της αμερικανικής ηγεσίας και της εξωδιπλωματικής εκπροσώπησής της στην περιοχή βεβαιώνουν πως η Ανατολική Μεσόγειος σκαρφάλωσε στις αμερικανικές προτεραιότητες, τόσο για γεωπολιτικούς όσο και για (αναπόφευκτα και συναλλακτικά αλληλένδετους) λόγους οικονομικού συμφέροντος. Αν χρειαζόταν επιβεβαίωση, την έδωσε προχθές ο Τομ Μπάρακ (που είναι κάτι παραπάνω από πρεσβευτής στην Άγκυρα). Ξεκινά στον κόσμο – είπε στην «Καθημερινή» – μια «νέα δυναμική», όπου πρέπει να αφήσουμε πίσω «πικρίες του παρελθόντος» και να δημιουργήσουμε ένα «νέο πλαίσιο», το οποίο «πρέπει να αρχίσει από την Ελλάδα και την Τουρκία». Με τις ΗΠΑ να λειτουργούν «ως κονίαμα, αυτό που ενώνει δύο τούβλα».
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό στην πράξη; Προαναγγέλλει πρωτοβουλίες και τι τύπου; Στον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που μας τυλίγει, όπου ρητορική και στόχευση αλλάζουν από μέρα σε μέρα, αδύνατον να προβλέψει κανείς. Μας υποχρεώνουν, όμως, να αναρωτηθούμε αν είμαστε έτοιμοι να μετακινηθούμε απότομα, με τη βία των κινήσεων που χαρακτηρίζουν τη νέα αμερικανική ηγεσία, από τη μακάρια ακινησία μας, από την αίσθηση ότι για τα λεγόμενα «εθνικά» μας θέματα ο χρόνος κυλά αργά και κυλά προς όφελός μας. Αν είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε τι στ’ αλήθεια θέλουμε και τι μπορούμε, πέρα από τα ασάλευτα εθνικά μας κλισέ. Ετοιμοι να αντιμετωπίσουμε μια ενδεχόμενη νέα συνθήκη με συναίνεση κοινωνική και πολιτική. Αν όχι, δεν θα μας φταίει ο Τραμπ. Εμείς θα φταίμε.







