Η ελληνική οικονομία, μέσα από μια σταθερή επενδυτική ανάκαμψη, χτίζει αθόρυβα ένα κεφάλαιο γνώσης και τεχνολογίας που ήδη αλλάζει τη φυσιογνωμία της ανάπτυξης. Η πορεία αυτή αποτυπώνεται και στα στοιχεία του European Innovation Scoreboard 2025, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα καταγράφει σημαντική πρόοδο, με άνοδο του δείκτη καινοτομίας κατά 15 μονάδες από το 2018. Οι δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη στον δημόσιο τομέα ανέρχονται στο 105% του μέσου όρου της ΕΕ, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή ενίσχυση της ερευνητικής βάσης της χώρας. Παράλληλα, η διασύνδεση επιστήμης και αγοράς (σήμερα στο 154% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), αν και παραμένει πρόκληση, ενισχύεται σταδιακά και αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα στο ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας.
Η μεγαλύτερη αλλαγή ωστόσο έρχεται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), που αναδεικνύονται σε εστίες δημιουργίας και προσαρμοστικότητας. Οι ελληνικές ΜμΕ με νέα ή βελτιωμένα προϊόντα βρίσκονται στο 204% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ όσες εφαρμόζουν οργανωτικές ή διαδικαστικές καινοτομίες στο 164%. Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν στηρίζεται πλέον αποκλειστικά στο χαμηλό κόστος, αλλά υιοθετεί σταδιακά ένα μοντέλο που βασίζεται στη γνώση, τη συνεργασία και την ποιότητα. Παράλληλα, η αξία των ελληνικών εμπορικών σημάτων αυξήθηκε κατά 38% το 2024, αποτυπώνοντας τη βελτίωση της διεθνούς εικόνας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα.
Σημαντική είναι και η άνοδος της δημιουργικής και ψηφιακής οικονομίας, η οποία εξελίσσεται σε παραγωγικό τομέα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 29η θέση παγκοσμίως στην αγορά ψυχαγωγίας και πολιτιστικού περιεχομένου, σύμφωνα με τον Δείκτη Παγκόσμιας Καινοτομίας 2025 του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Ο σχεδιασμός προϊόντων, η εταιρική ταυτότητα και οι ψηφιακές εφαρμογές δεν αντιμετωπίζονται απλά ως συμπληρωματικές δραστηριότητες, αλλά πηγές εξαγωγικής δυναμικής και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Η στροφή προς την οικονομία της γνώσης ενισχύει την ανθεκτικότητα και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, μέσα από τη συσσώρευση δεξιοτήτων, τεχνογνωσίας και συνεργασιών. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που πολλοί οικονομολόγοι αποκαλούν «κρυμμένη παραγωγικότητα»: αξία που υπάρχει αλλά δεν αποτυπώνεται πλήρως στους δείκτες, καθώς μεγάλο μέρος των επενδύσεων σε άυλα περιουσιακά στοιχεία δεν καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή τη φάση μετάβασης: με ψηφιοποίηση του Δημοσίου, άνοδο της έρευνας και ανάπτυξης, δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων, εξαγωγικές εταιρείες με ισχυρά σήματα και αυξανόμενες επενδύσεις σε soft innovation – δηλαδή μη τεχνολογική καινοτομία που συνδέεται με τον σχεδιασμό προϊόντων, την εμπειρία του χρήστη και την οργανωτική αποτελεσματικότητα. Ολα αυτά συνθέτουν μια ανάπτυξη που ωριμάζει «κάτω από το ραντάρ», αλλά οδηγεί σταθερά στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Η πρόοδος είναι αδιαμφισβήτητη, όμως βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή μιας μακράς διαδρομής. Το επόμενο βήμα είναι και το πιο απαιτητικό: η διάχυση της τεχνογνωσίας στον ευρύτερο επιχειρηματικό ιστό και η καλλιέργεια μιας σταθερής κουλτούρας soft innovation. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι μόνο να διατηρηθεί ο ρυθμός, αλλά να αποκτήσει βάθος και διάρκεια, ώστε να μετατραπεί η σημερινή δυναμική σε μόνιμη αναπτυξιακή προοπτική.
Η Ζαφείρα Καστρινάκη είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων







