Από την ύστερη εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έχουμε να δούμε μια τόσο ανοιχτή μάχη διαδοχής εν ενεργεία πρωθυπουργού που δεν έχει εκφράσει καμία επιθυμία να αποχωρήσει. Από εδώ και πέρα, όλες οι κινήσεις, στο εσωτερικό τουλάχιστον, όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, θα αφορούν τη διαχείριση του αποτελέσματός τους.
Οι πρωταγωνιστές δεν καλύπτουν τις διαθέσεις τους έστω κάτω από το πιο λεπτό πέπλο διακριτικότητας. Το αντίθετο. Ο κ. Δένδιας μπορούσε απλώς να μην πάει στη Βουλή για τη γνωστή (απεχθούς διατύπωσης) τροπολογία για τον Άγνωστο Στρατιώτη. Προτίμησε μια βόλτα στη Μεγάλη Βρετανία για να θυμίσει στον κ. Μητσοτάκη ότι δεν είναι ένας υπουργός σαν όλους τους άλλους, διότι ο πρωθυπουργός δεν έχει πια το πολιτικό κεφάλαιο για να τον απομακρύνει από την κυβέρνηση.
Επομένως, μπορεί να απαντά με προκλητικό τρόπο στις εξίσου χονδροειδείς προσπάθειες να «κυλιστεί στη λάσπη», όπως φέρεται να λέει ένας συνάδελφός του που γνωρίζει καλά τη σχετική πρακτική και έχει αναλάβει εργολαβικά τη φθορά της εικόνας του υπουργού Άμυνας. Το μεγάλο πρόβλημα για τον κ. Δένδια είναι ότι δεν ελέγχει τις εξελίξεις. Αν περιμένει τις εκλογές, όλα εξαρτώνται από το αποτέλεσμά τους. Αν κερδίσει ο κ. Μητσοτάκης με ικανή διαφορά, θα είναι ρυθμιστής. Με μεγάλη, θα είναι πρωθυπουργός. Αν συντριβεί, τι ακριβώς θα παραλάβει ο κ. Δένδιας; Η σημερινή εικόνα των δημοσκοπήσεων είναι η μόνη που εξυπηρετεί έναν σχεδιασμό μετεκλογικής αμφισβήτησης με καλές πιθανότητες για τις (μεθ)επόμενες κάλπες. Αλλά κανείς δεν μπορεί να παγώσει τον πολιτικό χρόνο και βασική παράμετρος για τις αποφάσεις του κ. Μητσοτάκη θα είναι ακριβώς να μην εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς του κ. Δένδια.
Για τον άλλο μνηστήρα, τον κ. Πιερρακάκη, τα πράγματα είναι απλά. Εδώ ο χρόνος είναι σύμμαχος. Κάτι παραπάνω: είναι προϋπόθεση. Για την ώρα, βρίσκεται σε φάση προετοιμασίας. Πρώτον, κάνει μια πολιτική ήπιων αντιπαραθέσεων με την αντιπολίτευση, όχι μόνο επειδή προέρχεται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ αλλά κυρίως επειδή μπορεί οι γέφυρες να φανούν χρήσιμες στις μετεκλογικές συνθήκες. Δεύτερον, αποφεύγει καθετί που θα μπορούσε να βλάψει την εικόνα του ικανού τεχνοκράτη, άρα εξορκίζει την ανάληψη πολιτικού κόστους. Και, τέλος, χτίζει τις συμμαχίες – προσωπικές και πολιτικές – που θεωρεί απαραίτητες για να μπορέσει να σταθεί με καλές πιθανότητες απέναντι σε έναν «δελφίνο» που σήμερα έχει γιγαντιαίο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, σχεδόν καθολική αποδοχή μέσα στο κόμμα και τη δυνατότητα να ξαναενώσει την παράταξη, επανεντάσσοντας τον κ. Σαμαρά, εξαϋλώνοντας την κυρία Λατινοπούλου και περιορίζοντας δραστικά την επιρροή του κ. Βελόπουλου. Αντίθετα, η πρόσβαση στο Κέντρο, που διασφαλίζει ο κ. Πιερρακάκης, μικρή εκλογική σημασία μπορεί να έχει στις τρέχουσες συνθήκες.
Και, τέλος, υπάρχει η στρατηγική Μητσοτάκη. Που συνοψίζεται στην προσπάθεια «να φτάσουμε έως την κάλπη και μετά βλέπουμε». Και, με τη δύναμη της αδράνειας, να εξασφαλίσει ένα αποτέλεσμα που – το λιγότερο – θα του εγγυάται κεντρικό ρόλο (και δικαίωμα βέτο) σε οποιοδήποτε σχήμα δεν τον περιλαμβάνει, είτε ως πρωθυπουργό είτε και ως αρχηγό.
Σε αυτό το τρίγωνο κινούνται οι εξελίξεις. Μαζί με ένα αντίστοιχο που διαμορφώνεται απέναντι, με τη δυναμική πολλαπλών συγκρούσεων, μεταξύ Τσίπρα – Καρυστιανού – Κωνσταντοπούλου. Σε κανένα από τα δύο τρίγωνα δεν υπάρχει win-win. Κάποιος θα βγει χαμένος. Και θα φύγει από το παιχνίδι.







