Εχουν περάσει ήδη τριάντα εφτά χρόνια. Πάρα πολλά και ακόμη περισσότερα αν σκεφτεί κάποιος πόσα έχουν αλλάξει στην κοινωνία, στην καθημερινότητα, στις συνειδήσεις μας μέσα σε αυτό το διάστημα. Γράφαμε σε γραφομηχανές. Στα γραφεία μας είχαν εγκατασταθεί τα πρώτα κομπιούτερ, κάτι γκουμούτσες, που όμως απλώς τα κοιτάζαμε με ένα ανάμεικτο συναίσθημα δέους και απαξίωσης. Δεν υπήρχε μέιλ, το φαξ γνώριζε μέρες δόξας. Δεν υπήρχαν βεβαίως κινητά τηλέφωνα και τα σόσιαλ μίντια θα ήταν θέμα ταινίας επιστημονικής φαντασίας, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ ήταν άλλωστε μόλις τεσσάρων ετών. Είχαμε αρχίσει να εξοικειωνόμαστε με τα ΑΤΜ αλλά στη δουλειά πληρωνόμασταν από το λογιστήριο, με τα λεφτά σε φάκελο (σαν μεγαλομπακάλης αισθανόμουν σε κάθε πληρωμή). Το ιδιωτικό ραδιόφωνο έκανε τα πρώτα του βήματα, ιδιωτική τηλεόραση δεν υπήρχε. Ζούσαν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Ρίτα Σακελλαρίου η οποία όμως δεν είχε τραγουδήσει ακόμη το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο», άλλωστε δεν υπήρχε καν Μέγαρο Μουσικής. Και οι σημερινοί πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εικοσάριζε, ο Ανδρουλάκης ήταν εννιά ετών, ο Τσίπρας, στα δεκατρία του, δεν είχε γραφτεί ακόμη στην ΚΝΕ, η Ζωή Κωνσταντοπούλου πήγαινε στην Α’ Γυμνασίου. Και δεν μεταδίδω άλλο γιατί μελαγχολώ.

Σαν σήμερα πριν από τριάντα εφτά χρόνια λοιπόν, γύριζε από το Λονδίνο στην Αθήνα, ύστερα από την εγχείρηση στην οποία είχε υποβληθεί στο Χέρφιλντ, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η σχέση του με τη Δήμητρα Λιάνη είχε διαρρεύσει, το περιοδικό «Ταχυδρόμος» είχε ήδη εξώφυλλο με «κλεμμένη», υποτίθεται, φωτογραφία του ζεύγους που όμως, με τη σημερινή μου εμπειρία, θεωρώ ότι η δημοσίευση είχε γίνει με την απόλυτη συναίνεση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Πλήθος κόσμου περίμενε, μέσα στον χώρο προσγείωσης, να αποθεώσει τον Ανδρέα. Και τότε έγινε το περίφημο νεύμα – για το οποίο, όπως μάθαμε χρόνια μετά, είχαν γίνει πολλές πρόβες μέσα στο αεροσκάφος κατά τη διάρκεια της πτήσης.

Για να σκεφτούμε όμως τι θα γινόταν αν κάτι τέτοιο συνέβαινε σήμερα. Πρώτα απ’ όλα το περιστατικό θα έπεφτε στα χέρια της τεχνητής νοημοσύνης. Θα βλέπαμε τη Μαργαρίτα να ανεβαίνει τις σκάλες και να τους αρχίζει στις τσαντιές, να βγαίνει κάποια άλλη στη θέση της Δήμητρας, και τον Παπανδρέου ντυμένο τσομπάνη, προπονητή, σεΐχη, με μαγιό ή ακόμη και γυμνό. Θα γινόταν θέμα στη Βουλή, οι φεμινίστριες θα σήκωναν παντιέρα για την προσβολή της νόμιμης συζύγου, άλλες φεμινίστριες θα υπερασπίζονταν το «δικαίωμα της ερωμένης», θα διχαζόμασταν άγρια. Και ένας παροξυσμός βικτωριανής ηθικολογίας θα πλανιόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας.

Ποιος άλλος;

Οχι ότι, τότε, δεν άνοιξε μύτη. Η επισημοποίηση του ειδυλλίου προκάλεσε ένα πλήθος χυδαίων δημοσιευμάτων με στόχο τη Δήμητρα. Μόνο που σήμερα κανένας έλληνας πολιτικός, πόσο μάλλον πρωθυπουργός, δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι ανάλογο. Θα φοβόταν να πάει κόντρα σε κανόνες, σε αυτό που λέμε καλογυαλισμένη δημόσια εικόνα. Δεν θα ρίσκαρε τη διείσδυσή του στο λεγόμενο συντηρητικό ακροατήριο, δεν θα εξανέμιζε το όποιο πολιτικό του κεφάλαιο εκθέτοντας με αυτό τον τρόπο την προσωπική του ζωή. Θα προσαρμοζόταν στα στερεότυπα. Γιατί θα εξαρτιόταν από αυτά.

Ανεξάρτητα από την ηθική διάσταση αυτού του νεύματος – αν και δεν ξέρω πόσο ηθικό είναι να έχεις στρογγυλοκαθήσει πάνω στην ιδιωτική σου ζωή μήπως και ξεφύγει η παραμικρή αλήθεια – χρειαζόταν μεγάλη τόλμη. Ειδικά σε μια χώρα που οι πολίτες της είναι προπονημένοι να κρύβουν τα δικά τους και να δείχνουν τις «πομπές» των άλλων. Ο Ανδρέας όμως, όπως και πολλοί από τους σύγχρονούς του πολιτικούς, στέκονταν πάνω από τους «εκβιασμούς» της πολιτικής. Χωρίς ίχνος φοβικότητας τολμούσαν να μιλήσουν και να πράξουν. Δεν υποτάσσονταν σε κανόνες, δεν τους ακολουθούσαν, χάραζαν καινούργιους.