Επί της οθόνης. Ένας νεκρόφιλος σχιζοφρενής δολοφόνος ετοιμάζεται να συνευρεθεί ερωτικά με την κοπέλα του. Φιλιούνται με πάθος, τα σώματα τρίβονται το ένα πάνω στο άλλο. Ο νεκρόφιλος σχιζοφρενής δολοφόνος περνάει το χέρι του μέσα από τα ρούχα της κοπέλας. Αγγίζει το κορμί της. Αλλά αποτραβιέται απότομα. «Είσαι πολύ ζεστή», της λέει. Και τη βάζει μέσα σε μία μπανιέρα με παγάκια. Συγγνώμη, αλλά έβαλα τα γέλια. Αν είσαι νεκρόφιλος γνωρίζεις ότι η μπίρα και η γυναίκα θέλουν κρύο.

Πρόκειται για σκηνή από τη σειρά που, αυτές τις μέρες, είναι πρώτη σε δημοφιλία στο ελληνικό Netflix. H σειρά αφηγείται την ιστορία του Ed Gein, του ανθρώπου που ενέπνευσε τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες στο «Ψυχώ» και στον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι». Ο τύπος σκότωσε τουλάχιστον δύο γυναίκες και έκανε ψωνιστήρι σε νεκροταφεία. Ξέθαβε νεκρές γυναίκες και τις έπαιρνε σπίτι, ενώ έφτιαχνε αξεσουάρ με το δέρμα τους. Η σειρά είναι τόσο αρρωστημένη, όσο και ο κεντρικός χαρακτήρας. Και, δικαίως, οι κριτικοί τη στέλνουν πίσω, στους τάφους που ανοίγει ο πρωταγωνιστής – πέφτει πολύ θάψιμο. Ωστόσο στις περισσότερες χώρες κάνει σουξέ. Νούμερο ένα. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;

Πριν κάνουμε υποθέσεις, ας πάμε 65 χρόνια πίσω, όταν στις αίθουσες είχε βγει το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ. Η εμβληματική σκηνή της ταινίας είναι η σφαγή στο ντους. Οι λήψεις και το μοντάζ του μεγάλου Χίτσκοκ δημιούργησαν μία αλληλουχία εικόνων που ζωντάνεψαν τη φρίκη στο πανί. Οι θεατές τσίριζαν. Και έβγαιναν από την αίθουσα αναστατωμένοι. Στον καιρό μας, η ίδια σκηνή μπορεί άνετα να προβληθεί στην ελεύθερη τηλεόραση χωρίς γονική συναίνεση. Δείτε την στο YouTube. Δεν θα σας τρομάξει. Πιθανότατα να τη βρείτε και φειδωλή σε ερεθίσματα. Εχουμε μία όμορφη γυναίκα, γυμνή στο μπάνιο. Και βλέπουμε μόνο πρόσωπο και πόδια. Με ελάχιστο αίμα. Πού πας ρε μπάρμπα Χίτσκοκ; Θα μου πείτε ότι το ταλέντο του σκηνοθέτη αναδεικνύεται όταν δημιουργεί φόβο χρησιμοποιώντας μόνο βασικά υλικά. Ενδεχομένως σήμερα ο Χίτσκοκ να έκανε ταινίες που θα τις έβλεπες καταπίνοντας Xanax αντί για ποπ κορν. Ομως όσο κοιτάζουμε προς το παρελθόν, βλέπουμε ότι ο φόβος γεννιόταν πολύ πιο εύκολα. Όπως και το γέλιο. Ο «Εξορκιστής» έκλεψε τον ύπνο πολλών ανθρώπων. «Τα σαγόνια του καρχαρία» προκάλεσαν φοβία για τη θάλασσα. Η «Λάμψη» σε έκανε να κοιτάζεις τον διπλανό σου με άλλο μάτι. Και αν πάμε ακόμα πιο πίσω, ο «Frankestain» του 1931 έσπερνε πανικό και λιποθυμίες καθώς οι θεατές δεν άντεχαν να βλέπουν ένα νεκρό σώμα που αποκτά ζωή.

Κάποτε οι άνθρωποι χειροκροτούσαν και έβγαζαν κραυγές και επιφωνήματα στο σινεμά – την πρόλαβα αυτήν την εποχή. Τώρα βγαίνουν από την αίθουσα σχεδόν όπως μπήκαν. Απαθείς καταναλωτές θεάματος με στιγμιαίες συναισθηματικές αναλαμπές. Και μέχρι να ξαπλώσουν για ύπνο έχουν ξεχάσει και την ταινία καθώς πέφτει πάνω της η στρώση από τη σειρά που βλέπουν στην τηλεόραση. Τι προσπαθώ να δείξω; Ότι η τεχνολογία και η έκρηξη της επικοινωνίας έχουν αφαιρέσει κάτι από την παιδικότητά μας. Δεν υπάρχουν πια «αγνοί» άνθρωποι που θα γελάσουν με ένα απλό χωρατό ή θα τρομάξουν με μια σκιά στον τοίχο. Τα χείλη μας μένουν ακίνητα σε ευθεία γραμμή.

Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο μία τόσο «αρρωστημένη» σειρά προηγείται στις προτιμήσεις των θεατών, πατάει σε δύο σκέλη. Από τη μία, είναι η ανοχή που έχουμε αναπτύξει στη βία. Και από την άλλη, η ανάγκη να δούμε κάτι που θα μας καθηλώσει. Κάτι που θα είναι τόσο «περίεργο», ώστε δεν θα επιτρέψει στα χέρια να πιάσουν το κινητό. Και αν δεις πώς εξελίσσεται αυτή η συμπεριφορά από γενιά σε γενιά, αντιλαμβάνεσαι ότι οι πρόγονοί μας ήταν παιδιά και εμείς γεννηθήκαμε ενήλικες. Σήμερα δεν υπάρχει ταινία ή σειρά που να τρομάζει το κοινό, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του. Ισως γιατί η πραγματικότητα είναι πιο τρομακτική. Και, προφανώς, επειδή κανένας δεν πιστεύει σε παραμύθια.