«Ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως αποδεικνύεται, έχει εξαιρετικό πολιτικό ταλέντο – θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε “σκοτεινό χάρισμα” – που του επέτρεψε να γίνει ο κυρίαρχος πολιτικός στον κόσμο τον 21ο αιώνα. Θέλει να γίνει βασιλιάς». Ο Γκάρι Γκερστλ, που κάνει αυτές τις διαπιστώσεις, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καθηγητές Αμερικανικής Ιστορίας. Εχει διδάξει στο Πρίνστον, στην Οξφόρδη και τώρα στο Κέιμπριτζ, έχει γράψει βιβλία για την υπερδύναμη που, τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να αλλάζει ραγδαία μπροστά στα μάτια μας. Εξηγεί το πώς το φαινόμενο Τραμπ προετοιμαζόταν επί 35 χρόνια και ανησυχεί για την παρουσία στρατού στους δρόμους των ΗΠΑ, που τη συνδέει με το καίριο ερώτημα: Θα είναι οι ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο το 2026 «ελεύθερες και δίκαιες»;

Νιώθουμε ότι η Αμερική που ξέραμε δεν υπάρχει πια.

Η κυβέρνηση υπό τον Τραμπ προσπαθεί, πράγματι, να δημιουργήσει μια διαφορετική Αμερική. Αλλά δεν ισχύει ότι έχει αλλάξει όλη η χώρα. Τον Τραμπ τον εξέλεξε το 42% του πληθυσμού – υψηλό ποσοστό, αλλά όχι πλειοψηφία. Σε αυτή τη δεύτερη θητεία είναι πολύ πιο πειθαρχημένος και φιλόδοξος. Την πρώτη φορά που εξελέγη, επειδή δεν πίστευε ότι θα κέρδιζε, δεν είχε δικούς του ανθρώπους στην κυβέρνηση, επέλεξε Ρεπουμπλικανούς του κατεστημένου, οι οποίοι τον απέτρεπαν όταν έκανε κάτι αντισυνταγματικό. Ολοι αυτοί έχουν πλέον φύγει, και ο Τραμπ έχει στελεχώσει την κυβέρνησή του με ανθρώπους πιστούς σε εκείνον και στην ατζέντα του. Η κυβέρνησή του είναι εντυπωσιακή όσον αφορά την πειθαρχία που έχει ασκήσει για την υλοποίηση της ατζέντας του, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, σε 8, 9, 10 μέτωπα. Το εύρος και η ενέργεια αυτής της επίθεσης έχουν σοκάρει την αντίσταση και την έχουν αποδιοργανώσει. Οι εκλογές του 2026 θα είναι κρίσιμες.

Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί στις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, την επόμενη χρονιά;

Νομίζω ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα χάσουν το ένα ή και τα δύο σώματα του Κογκρέσου εάν οι εκλογές είναι ελεύθερες και δίκαιες. Αυτό θα δώσει στην πολιτική στην Αμερική μια πολύ διαφορετική δυναμική. Αλλά η κρίσιμη φράση εδώ είναι «ελεύθερες και δίκαιες». Από αυτή την άποψη, η πιο ανησυχητική εικόνα για μένα από την κυβέρνηση Τραμπ είναι η ανάπτυξη στρατιωτών στις αμερικανικές πόλεις, πρώτα με δικαιολογία  θέματα μετανάστευσης και τώρα θέματα εγκληματικότητας. Νομίζω ότι είναι πρόβα για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2026 στις βόρειες Δημοκρατικές πολιτείες, όπου ο Τραμπ γνωρίζει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι εναντίον του. Πιστεύω ότι υπάρχει σχέδιο για εκφοβισμό αντιπάλων του στον Βορρά, ώστε να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα κερδίσουν τις ενδιάμεσες εκλογές. Αυτό είναι το μοντέλο του ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν, που το στρατόπεδο Τραμπ παρακολουθεί στενά.

Ο Τραμπ είπε στους 800 στρατηγούς που συγκεντρώθηκαν στο Κουάντικο ότι ο εχθρός της Αμερικής βρίσκεται πλέον εντός της χώρας και ότι είναι καιρός να σταλούν στρατεύματα στις βόρειες πολιτείες ως εκπαιδευτικές ασκήσεις για την καταπολέμησή τους, αλλά ουσιαστικά για τη φίμωση πολιτικών αντιπάλων. Φοβάμαι, επομένως, ότι οι εκλογές του 2026 δεν θα είναι ελεύθερες και δίκαιες. Η αμερικανική δημοκρατία μπορεί να μην είναι σε θέση να επιβιώσει εάν οι εκλογές του 2026 είναι διαβλητές.

Στο βιβλίο σας «Η άνοδος και η πτώση της νεοφιλελεύθερης τάξης» μιλάτε για την έννοια των πολιτικών τάξεων, αυτών των δομών πολιτικής συναίνεσης που εκτείνονται σε δεκαετίες. Αναφέρετε δύο από αυτές κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα: την τάξη του New Deal, από τη δεκαετία του ’30 έως τη δεκαετία του ’70 και τη νεοφιλελεύθερη τάξη από τα 70s έως τη διεθνή οικονομική κρίση. Τώρα φαίνεται ότι θα υπάρξει μια νέα πολιτική τάξη. Είναι ο Τραμπ το κενό μεταξύ των δύο κύκλων ή η αρχή του επόμενου;

Είναι και τα δύο. Οταν εξελέγη για πρώτη φορά το 2016, ήταν το κενό, μια έκφραση της αστάθειας της στιγμής. Δεν είχε ολοκληρωμένο σχέδιο για να φέρει εις πέρας μια νέα πολιτική τάξη. Τώρα το έχει. Αυτός και μερικοί από τους συνεργάτες του χρησιμοποίησαν τον χρόνο εκτός αξιώματος (2021-2025) για να παραγάγουν το Project 2025 – ένα θανάσιμα σοβαρό σχέδιο για την έλευση μιας νέας πολιτικής τάξης. Ο βασικός αρχιτέκτονας αυτού του σχεδίου είναι ο Russell Vought, ο οποίος είναι τώρα διευθυντής του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού. Είναι ο Ρισελιέ αυτής της επίδοξης πολιτικής τάξης. Από το παρασκήνιο, εφαρμόζει πολλά στοιχεία της. Γνωρίζει εξαιρετικά καλά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και είναι σίγουρος για την ικανότητά του να αλλάξει ριζικά τους στόχους, το προσωπικό και τις πολιτικές της. Εχει τη δέσμευση και τον ζήλο ενός επαναστάτη. Εκείνο που λείπει από αυτή την πολιτική τάξη είναι μια ευρεία λαϊκή συναίνεση. Τόσο ο Ρούζβελτ το 1936  όσο και ο Ρίγκαν το 1984 χρειάστηκαν συντριπτικές εκλογικές νίκες – 60% της λαϊκής ψήφου και 98% του εκλεκτορικού σώματος – για να μετατρέψουν τα αντίστοιχα πολιτικά τους κινήματα σε πολιτικές τάξεις. Επειτα από κάθε εκλογή, το κόμμα της αντιπολίτευσης – οι Ρεπουμπλικανοί στην περίπτωση του Ρούζβελτ, οι Δημοκρατικοί στην περίπτωση του Ρίγκαν – ένιωθε την ανάγκη να αποδεχτεί τις βασικές οικονομικές αρχές του νικηφόρου κόμματος ως δικές του. Ετσι, οι Ρεπουμπλικανοί υπό τον Αϊζενχάουερ υιοθέτησαν το New Deal και οι Δημοκρατικοί υπό τον Κλίντον έγιναν νεοφιλελεύθεροι. Αυτή η δυναμική δεν υπάρχει πλέον. Ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται να διευρύνει τη βάση του ή να επιτύχει συναίνεση. Θέλει να κυβερνήσει μέσω εξαναγκασμού. Κάτι που μας φέρνει πίσω στον ρόλο που φαντάζεται για τον αμερικανικό στρατό. Ανησυχώ πολύ για την αύξηση των επιπέδων πολιτικής βίας και την προθυμία του Τραμπ να προκαλέσει περισσότερη πολιτική βία ως τρόπο δράσης σε συνθήκες εθνικής έκτακτης ανάγκης και ίσως στρατιωτικού νόμου. Η δημοκρατία της Αμερικής βρίσκεται σε βαθύ κίνδυνο.

Οι Δημοκρατικοί τι έκαναν όλο αυτόν τον καιρό;

Είναι σημαντικό, αυτή τη στιγμή, να μην ξεχνάμε ότι υπό τον πρόεδρο Μπάιντεν άρχισε να διαμορφώνεται μια πολύ διαφορετική πολιτική τάξη, η οποία συνδέει την Αριστερά και το Κέντρο του Δημοκρατικού Κόμματος σε έναν προοδευτικό συνασπισμό. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, επηρεασμένη από τους γερουσιαστές Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν στα αριστερά, απομακρύνθηκε από τη νεοφιλελεύθερη τάξη πολύ πιο αποφασιστικά από ό,τι οι κυβερνήσεις Κλίντον ή Ομπάμα. Η πρωτοβουλία Μπάιντεν απέτυχε και πολλοί θέλουν να την πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων της Ιστορίας. Ομως, μερικές φορές τα δημοκρατικά κινήματα που είναι νέα χρειάζονται πολύ χρόνο για να αναπτυχθούν και να ωριμάσουν.

Πώς βλέπετε όσα γίνονται στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή;

Ελπίζω ότι η Ευρώπη μπορεί να γίνει ένα δημοκρατικό αντίβαρο στις αυταρχικές εξελίξεις στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Περνάμε από έναν μονοπολικό κόσμο, όπου οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, σε έναν πολυπολικό κόσμο στον οποίο θα κυβερνούν 4 ή 5 ισχυρά μπλοκ – οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Κίνα, η Ρωσία και ίσως η Ινδία ή η Βραζιλία. Από όλα αυτά, η ΕΕ είναι το μπλοκ όπου η δέσμευση για δημοκρατία είναι πλέον πιο ισχυρή. Αλλά, φυσικά, οι αυταρχικές τάσεις έχουν πλέον ριζώσει και σε πολλά έθνη της ΕΕ, εν μέρει επειδή ο γραφειοκρατικός μηχανισμός που καθορίζει μεγάλο μέρος της πολιτικής της θεωρείται ότι δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του το λαϊκό αίσθημα. Μπορεί η ΕΕ να διαχειριστεί την ένταση μεταξύ των βόρειων και νότιων άκρων της, μεταξύ των δυτικών και ανατολικών εθνών της, μεταξύ των ελίτ της και των λαών της, διατηρώντας παράλληλα τον δημοκρατικό της χαρακτήρα ισχυρό; Μπορεί να βρει τη βούληση και τους πόρους για να αναπτύξει μια στρατιωτική ικανότητα που είναι πραγματικά ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ, και επομένως ικανή να ενεργεί αυτόνομα από την Ουάσιγκτον; Ο τρόπος με τον οποίο η ΕΕ αντιμετωπίζει αυτά τα ερωτήματα θα καθορίσει πόσο μεγάλο ρόλο θα μπορεί να διαδραματίσει στις διεθνείς υποθέσεις και σε μια δημοκρατική αναγέννηση.

Τα γεγονότα που άνοιξαν τον δρόμο στον Τραμπ και το «σκοτεινό χάρισμα»

Πότε ξεκίνησε η δημιουργία του φαινομένου Τραμπ; Προφανώς όχι το 2016. Ποιες ήταν οι συνθήκες που τον οδήγησαν στην ανάληψη της προεδρίας;

Αυτή αποτελεί κομβικό ερώτημα. Ο Τραμπ αποτελεί τόσο μια εκδήλωση βαθύτερων εξελίξεων όσο και αιτία τους. Είναι σημαντικό να πούμε επίσης ότι οι δυνάμεις που τον ωθούν είναι διεθνείς και όχι μόνο εθνικές, υπό την έννοια ότι ο αυταρχισμός είναι σε άνοδο και η δημοκρατία βρίσκεται σε αμυντική θέση και σε κίνδυνο σε πολλά μέρη του κόσμου.

Τρία γεγονότα είναι εξαιρετικά σημαντικά για την κατανόηση του φαινομένου Τραμπ, 35 χρόνια πίσω. Το πρώτο είναι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ 1989 και 1991 – αποστολή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ήταν να αντιμετωπίσει τον κομμουνισμό και ξαφνικά ο μεγάλος εχθρός εξαφανίστηκε και αυτή η νίκη για τις ΗΠΑ και τον καπιταλισμό αποδείχθηκε αποπροσανατολιστική. Πώς θα αντικαθιστούσαν οι Ρεπουμπλικανοί την αποστολή του Ψυχρού Πολέμου με κάτι ισότιμου ηθικού ζήλου;

Τη δεκαετία του 1990 εμφανίστηκαν δύο απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα: Η πρώτη προήλθε από τον Πάτρικ Μπιουκάναν, έναν ακραίο Ρεπουμπλικανό συντηρητικό που έθεσε υποψηφιότητα εναντίον του πατρός Τζορτζ Μπους το 1992 για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Εχασε από τον Μπους στις προκριματικές εκλογές, αλλά όχι πριν παρουσιάσει τον νέο πόλεμο της Αμερικής ως εσωτερικό «πόλεμο» εναντίον εγχώριων εχθρών – ομοφυλόφιλων, φεμινιστριών, μεταναστών και μειονοτήτων που αγωνίζονται για τα πολιτικά δικαιώματα. Ο Μπιουκάναν ήθελε επίσης να απομακρύνει την Αμερική από τις διεθνείς δεσμεύσεις και να φέρει τα αμερικανικά στρατεύματα πίσω. Αγκάλιασε έναν εθνικισμό που εξύψωνε τους λευκούς Αμερικανούς έναντι των μη λευκών. Διαμόρφωσε ένα δεξιό λαϊκιστικό μήνυμα, υποστηρίζοντας ότι οι λευκοί εργαζόμενοι Αμερικανοί έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης από τη στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό, το ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων πέρα ​​από τα σύνορα. Ηταν εξαιρετικά εχθρικός προς τους λατίνους μετανάστες. Με όλους αυτούς τους τρόπους προετοίμασε το έδαφος για τον Τραμπ. Τη δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα ο νεότερος Μπους ασπάστηκε ένα διαφορετικό μήνυμα. Αγκάλιασε μια πολυπολιτισμική Αμερική και ήθελε να εξαπλώσει την αμερικανική δημοκρατία, ακόμα και με τη βία. Αυτό τον ώθησε να εισβάλει στο Ιράκ το 2003, ως μέρος της απάντησης στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Θεωρώ ότι ο πόλεμος του Ιράκ είναι το χειρότερο λάθος εξωτερικής πολιτικής στην αμερικανική ιστορία. Βασίστηκε στο ψέμα ότι ο Χουσεΐν είχε όπλα μαζικής καταστροφής που σκόπευε να εξαπολύσει στον κόσμο. Ενέπλεξε την Αμερική σε έναν πόλεμο που διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία, κοστίζοντας τρισεκατομμύρια δολάρια, μαζικούς θανάτους και αναταραχές σε όλη τη Μέση Ανατολή και σε μέρη της Ευρώπης. Δυσφήμησε όχι μόνο τον Μπους αλλά ολόκληρο το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο και άνοιξε τον δρόμο για την εξέγερση του Τραμπ εντός του κόμματος, μια και ήταν πρώιμος και έντονος επικριτής του πολέμου στο Ιράκ.

Το τελευταίο γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για τον Τραμπ ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009. Αποκάλυψε την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία τόσο μεταξύ των Ρεπουμπλικανών όσο και των Δημοκρατικών: τη φαντασίωση ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θα έδινε ευκαιρίες σε όλους. Οι πλούσιοι μπορεί να λάμβαναν μεγαλύτερο μερίδιο από τα οικονομικά κέρδη, αλλά οι πάντες θα ήταν σε καλύτερη θέση. Συντρίμμια προκλήθηκαν από την οικονομική κρίση – δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ και εκατοντάδες εκατομμύρια παγκοσμίως έχασαν σπίτια, αποταμιεύσεις και δουλειές. Το αίσθημα οργής βάθυνε προς τις οικονομικές και παγκόσμιες ελίτ που θεωρούνταν υπεύθυνες για τη μαζική δυστυχία. Ο Τραμπ μπήκε στην πολιτική ως επικριτής αυτών των ελίτ και ως ο σωτήρας μιας λευκής εργατικής τάξης που είχε υποφέρει πολύ στα χέρια των παγκοσμιοποιητών και της ατζέντας τους για ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, ελεύθερο εμπόριο και απεριόριστη μετανάστευση. Πρόσθεσε θυμό τόσο για τις ελίτ των ΗΠΑ που είχαν οδηγήσει τη χώρα σε έναν περιττό πόλεμο όσο και για τους εσωτερικούς εχθρούς – φεμινίστριες, ομοφυλόφιλους και φυλετικές και μεταναστευτικές μειονότητες – τους οποίους ο Μπιουκάναν είχε εντοπίσει 25 χρόνια νωρίτερα.

Βέβαια, ο Τραμπ, όπως αποδεικνύεται, έχει εξαιρετικό πολιτικό ταλέντο – θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «σκοτεινό χάρισμα» –, που του επέτρεψε να γίνει ο κυρίαρχος πολιτικός στον κόσμο τον 21ο αιώνα. Ο Τραμπ θέλει να γίνει βασιλιάς. Δεν γνωρίζει πολλά για το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Αυτά που ξέρει δεν του αρέσουν. Δεν ντρέπεται για την προθυμία του να αγνοήσει τους δημοκρατικούς κανόνες και πρακτικές.