To καλοκαίρι του 1984, στην Εθνική Συνδιάσκεψη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που γινόταν στο Ντάλας, ο Γκρέγκορι Τζόνσον έκαψε μια αμερικανική σημαία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πολιτική του προέδρου Ρίγκαν. Καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλακή από δικαστήριο του Τέξας για «βεβήλωση τιμημένου αντικειμένου», κατέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο και εκείνο, με πλειοψηφία 5-4, έκρινε ότι το κάψιμο της σημαίας συνιστά πολιτική έκφραση που προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος.

Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε διάταγμα με το οποίο δίνει εντολή στο υπουργείο Δικαιοσύνης να ασκεί σε όσους καίνε την αμερικανική σημαία την αυστηρότερη δίωξη που επιτρέπει το Σύνταγμα. «Όταν καις μια σημαία», είπε, «θα τρως έναν χρόνο φυλακή, ούτε πρόωρη αποφυλάκιση, ούτε τίποτα». Λίγες ώρες αργότερα, ένας άνδρας έκαψε μια αμερικανική σημαία σε ένα πάρκο κοντά στον Λευκό Οίκο φωνάζοντας πως υπηρέτησε στις ένοπλες δυνάμεις για να υπερασπιστεί το δικαίωμα των συμπατριωτών του να εκφράζονται. Συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη.

Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αλλάξει την Πρώτη Τροπολογία: το κάψιμο της σημαίας προστατεύεται, εκτός από την περίπτωση που αποσκοπεί στην πρόκληση ταραχών. «Μπορεί να μη σου αρέσει αυτή η πράξη, να την καταδικάζεις, να θέλεις να τοποθετήσεις τη δική σου σημαία ψηλότερα, όμως η ομορφιά της ελεύθερης έκφρασης είναι να μπορείς να διατυπώνεις τη γνώμη σου ακόμη κι αν άλλοι δεν συμφωνούν» λέει ο Ρόμπερτ Κορν-Ριβίρ, πρόεδρος του Ιδρύματος για τα Ατομικά Δικαιώματα και την Εκφραση.

Να είναι λοιπόν ή όχι ποινικό αδίκημα το κάψιμο της σημαίας; «ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν τις απόψεις επί του θέματος του Χρήστου Φραγκονικολόπουλου, καθηγητή στο ΑΠΘ, και του Λευτέρη Παπαγιαννάκη, διευθυντή του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες.

Ένα κομμάτι ύφασμα που καλείται να χωρέσει περισσότερα απ’ όσα μπορεί

Στο έργο του The World Flag Ant Farm 2025 ο Yukinori Yanagi έχει τοποθετήσει 200 σημαίες σε ένα τοίχο. Κάποιες ανήκουν σε μη αναγνωρισμένα κράτη (π.χ. Παλαιστίνη, Θιβέτ, Ταϊβάν). Οι σημαίες συνδέονται με πλαστικά σωληνάκια δημιουργώντας ένα σύνολο, τον κόσμο μας. Από μακριά ο επισκέπτης βλέπει ακριβώς αυτό: σημαίες του κόσμου μας. Δεν μπορεί να αντιληφθεί το υλικό από το οποίο έχει δημιουργηθεί το έργο. Πλησιάζοντας μπορεί να δει ότι κάποιες από τις σημαίες μοιάζει να έχουν κάτι που μοιάζει με ρωγμή. Σε κάποιες δε οι ρωγμές είναι περισσότερες.

Όταν πλησιάσει ακόμα περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι το υλικό είναι κρυσταλλικό, είναι άμμος χρωματισμένη, ώστε να δημιουργηθεί η σημαία. Στο τέλος της παρατήρησης μπορεί να αντιληφθεί ότι η σύνδεση των σημαιών γίνεται με πλαστικά σωληνάκια μέσα στα οποία μυρμήγκια κυκλοφορούν σε όλο το έργο και μεταφέρουν άμμο από τη μια σημαία στην άλλη.

Οι ρωγμές δημιουργούνται από την κίνηση των μυρμηγκιών και τη μεταφορά του υλικού. Πρέπει να προσθέσουμε ότι ανάμεσα στις σημαίες υπάρχουν και κάποιες μικρές τηλεοπτικές οθόνες οι οποίες προβάλουν σκηνές από την προσφυγική «κρίση» του 2015 και την ουκρανική κρίση.

Οι συμβολισμοί του έργου προφανώς πολλοί, το εύθραυστο των συνόρων και της εθνικής ταυτότητας, η μετανάστευση και η προσφυγιά.

Το σύμβολο που διάλεξε ο καλλιτέχνης να αποδομήσει, ώστε να οδηγήσει τους επισκέπτες να σκεφτούν είναι η σημαία. Σε όλες τις ιστορικές στιγμές πολέμων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων, διαμαρτυριών, η σημαία είναι μέρος των γεγονότων, των εικόνων και των αποτυπώσεων κάθε τύπου.

Η σημαία σε πολλές περιπτώσεις και στο πλαίσιο διαμαρτυρίας, καταστρέφεται, σκίζεται, καίγεται ως σύμβολο καταπίεσης και αυθαιρεσίας. Η σημαία έχει συνδεθεί με την ιστορία και την εθνική μας ταυτότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε της αποδίδουμε μια σημασία συχνά δυσανάλογα μεγάλη. Την αντιμετωπίζουμε ως σύμβολο που καλείται να εκφράσει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να χωρέσει ένα κομμάτι ύφασμα.

Ο τρόπος που επιλέγουν οι κοινωνίες και τα κράτη να διαχειριστούν το ζήτημα της καταστροφής της σημαίας διαφέρει και μάλιστα πολύ.

Στην Ελλάδα το κάψιμο της σημαίας είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 191Α περί προσβολής συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας.

Στις ΗΠΑ μέχρι το 1989 η συντριπτική πλειονότητα των πολιτειών είχε νομοθεσία σύμφωνα με την οποία το κάψιμο της σημαίας είναι παράνομο. Εκείνη τη χρονιά το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Texas v Johnson αποφάσισε ότι το κάψιμο της σημαίας αποτελεί πράξη που προστατεύεται από την Τροπολογία στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης. Ήταν μια πολύ σημαντική απόφαση αφού πήγαινε κόντρα στο πνεύμα της εποχής, αλλά όπως είπε ένας από αυτούς κάποιες φορές πρέπει να παίρνεις τη δύσκολη απόφαση απλά γιατί είναι η σωστή.

Ο Τραμπ είναι γνωστό ότι «παίζει» πολιτικά παιχνίδια με τέτοιου είδους ζητήματα και για αυτό αποφάσισε να υπογράψει ένα εκτελεστικό διάταγμα που προβλέπει φυλάκιση για όποιον καίει τη σημαία, αντίθετα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Παρ’ όλα αυτά γνωρίζει ότι μπορεί να αλλάξει η νομολογία του αφού η πλειοψηφία είναι ευνοϊκή.

Στο έργο του Yanagi, τα μυρμήγκια κινούνται εντός των ορίων που ορίζει η εθνική σημαία σύμβολο, εύθραυστη λόγω της πραγματικότητας και των προκλήσεων της. Ο Τραμπ με την πρότασή του θέλει να σταθεροποιήσει το εύθραυστο σύμβολο με κάθε κόστος, ακόμα και εάν το σύμβολο φτιαγμένο για να ενώνει τελικά θα διχάζει και θα τιμωρεί.

Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης είναι διευθυντής του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες

Η σημαία δεν θέλει αστυνομία – θέλει παιδεία

Η εικόνα είναι δυνατή: μια σημαία καίγεται στον δρόμο. Κάποιοι χειροκροτούν, βλέποντάς το ως πράξη αντίστασης. Άλλοι αγανακτούν, το βιώνουν ως προσβολή. Και στο τέλος, όλοι παγιδεύονται σε ένα δίπολο όπου κυριαρχούν οι φωνές των άκρων, με αποτέλεσμα η σημαία να γίνεται όπλο αντί για γέφυρα.

Η σημαία χρειάζεται σεβασμό. Και ο σεβασμός δεν γεννιέται από νόμους ούτε από προκλήσεις – γεννιέται από την παιδεία. Από την κατανόηση ότι η σημαία δεν είναι ύφασμα αλλά ιστορική μνήμη, συλλογική ταυτότητα, κοινός τόπος αναφοράς. Σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία, η σημαία προστατεύεται μεν θεσμικά, αλλά κυρίως καλλιεργείται κοινωνικά ως σημείο ενότητας. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η συζήτηση μένει συχνά κολλημένη ανάμεσα στη στείρα αυστηρότητα και στην επιδεικτική απαξίωση.

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική κοινωνία βρέθηκε αρκετές φορές να συγκρούεται γύρω από το σύμβολο. Στις μαθητικές παρελάσεις, θυμόμαστε τις έντονες αντιδράσεις για το ποιος «δικαιούται» να κρατά τη σημαία: μόνο οι αριστούχοι; Μόνο οι Ελληνες στην καταγωγή; Ή οποιοσδήποτε μαθητής αριστεύει, ανεξαρτήτως καταγωγής; Ακόμη και στα γήπεδα, η σημαία γίνεται όχημα μισαλλοδοξίας, με εθνικά σύμβολα να συνοδεύονται από συνθήματα μίσους. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: το σύμβολο χάνει τη δύναμη της ενότητας και μετατρέπεται σε εργαλείο διχασμού. Και τότε, το πραγματικό θύμα δεν είναι η σημαία – είναι η δημοκρατική μας ωριμότητα.

Το αληθινά ριζοσπαστικό, στις μέρες μας, είναι να σταματήσουμε να αφήνουμε το σύμβολο να γίνεται λάφυρο στα χέρια των άκρων. Δεν είναι να διαλέγουμε στρατόπεδο σε κάθε διχαστικό επεισόδιο γύρω από τη σημαία.

Η σημαία δεν είναι αντικείμενο αποκλειστικής λατρείας από τους «πατριώτες», ούτε τρόπαιο χλεύης για τους «αντιπατριώτες». Αντιπροσωπεύει μια ιστορία που δεν γράφτηκε από τους λίγους αλλά από τους πολλούς: στρατιώτες, εργάτες, δασκάλους, μετανάστες, πρόσφυγες, γυναίκες και άντρες που αγωνίστηκαν, έκαναν λάθη, ξανασηκώθηκαν και άφησαν πίσω τους ένα κοινό αποτύπωμα. Η σημαία γίνεται πραγματικά ισχυρή μόνο όταν μας υπενθυμίζει ότι μπορούμε να συνυπάρχουμε παρά τις διαφορές μας. Όταν βλέπουμε ένα παιδί μεταναστών να τη σηκώνει σε μια παρέλαση, δεν είναι «προσβολή»· είναι επιβεβαίωση ότι το εθνικό σύμβολο ζει, εξελίσσεται, χωράει και τους νέους που έρχονται να το συνεχίσουν. Οταν την κρατούν μαθητές, αριστεροί ή δεξιοί, πλούσιοι ή φτωχοί, δεν ακυρώνεται το νόημά της· αντίθετα, αποδεικνύεται ότι είναι αρκετά ισχυρή για να αντέχει όλες τις φωνές της κοινωνίας.

Γι’ αυτό, το στοίχημα δεν είναι να προστατεύσουμε τη σημαία από τη φωτιά, αλλά να τη θωρακίσουμε από τον φανατισμό, την ιδιοκτησιακή νοοτροπία και την εργαλειοποίηση. Η φλόγα που πρέπει να σβήσουμε δεν είναι αυτή που καίει το ύφασμα, αλλά αυτή που καίει την ίδια τη δυνατότητα της δημοκρατίας να βρίσκει κοινό τόπο μέσα στη διαφωνία.

Ο Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος είναι κοσμήτορας, καθηγητής ΑΠΘ