Στις 29 Ιουλίου του 2024, στην αγγλική παραλιακή πόλη Σάουθπορτ, κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος χορού, ο Αξελ Ρουντακουμπάνα δολοφόνησε τρία νεαρά κορίτσια. Ο ντόπιος πληθυσμός τρομοκρατήθηκε και εξοργίστηκε πιστεύοντας τις φήμες που κυκλοφόρησαν αμέσως ότι ο δολοφόνος ήταν μουσουλμάνος μετανάστης – στην πραγματικότητα είναι Βρετανός, γεννημένος από χριστιανούς μετανάστες από τη Ρουάντα.

Την ίδια μέρα, η 42χρονη Λούσι Κόνολι, σύζυγος δημοτικού συμβούλου των Συντηρητικών, μητέρα μιας κόρης και ιδιοκτήτρια μικρού παιδικού σταθμού, ανέβασε ένα τουίτ προς τους 6.000 ακολούθους της: «Μαζική απέλαση όλων, κάψτε όλα τα γαμημένα ξενοδοχεία με τους μπάσταρδους μέσα, και πάρτε μαζί τους και την προδοτική κυβέρνηση. Αν αυτό με κάνει ρατσίστρια, ας είναι». Τρεισήμισι ώρες μετά, αφού έβγαλε βόλτα τον σκύλο της και, όπως είπε, «ηρέμησε», διέγραψε την ανάρτησή της. Ηταν όμως αργά: την είχαν ήδη δει 310.000 χρήστες, την είχαν διαμοιράσει 940 φορές.

Μετά τη δολοφονία των κοριτσιών ξέσπασαν ταραχές, κάποιοι επιτέθηκαν σε τζαμιά και άλλοι προσπάθησαν να βάλουν φωτιά σε ξενοδοχεία όπου διέμεναν μετανάστες. Στην Κόνολι αποδόθηκε κατηγορία για υποκίνηση φυλετικού μίσους. Δήλωσε αθώα, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 31 μηνών και η έφεσή της απορρίφθηκε. Πολλοί αντέδρασαν σημειώνοντας ότι η ποινή της ήταν βαρύτερη από εκείνη καταδικασμένων για καταστροφές ή και σεξουαλικά εγκλήματα.

Την περασμένη εβδομάδα η Κόνολι αποφυλακίστηκε, έχοντας εκτίσει το 40% της ποινής της, δηλαδή 10 μήνες, και πυροδοτώντας νέο κύκλο συζητήσεων για την ελευθερία του λόγου και μια «δικαιοσύνη δύο επιπέδων». Η ίδια δηλώνει «πολιτική αιχμάλωτος» του πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ ο οποίος είχε στηρίξει την καταδίκη της («είμαι υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου, αλλά είμαι εξίσου κατά οποιασδήποτε υποκίνησης για βία»), ενώ το αμερικανικό ΥΠΕΞ, σε πρόσφατη ανακοίνωσή του, εκφράζει ανησυχίες για τους «σοβαρούς περιορισμούς» στην ελευθερία του λόγου στο Ηνωμένο Βασίλειο.