Το σενάριο είναι απλό και κλασικό. Το Σάββατο ο Πρωθυπουργός ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη με το «καλάθι» του, ανακοινώνει μέτρα που ενισχύουν το εισόδημα εκλογικά κρίσιμων κοινωνικών ομάδων, βγάζει από το καπέλο του κι ένα «μέτρο – λαγό» που κανείς, ιδανικά, δεν θα έχει ως τότε μαντέψει και επιχειρεί να υφάνει το αφήγημα της αναγκαίας κυβερνητικής σταθερότητας σε ταραγμένους καιρούς. Κι ύστερα επιστρέφει στην Αθήνα και περιμένει την πρώτη σοδειά δημοσκοπήσεων που θα μετρήσουν την πολιτική απόδοση των εξαγγελιών του. Ο σπορέας των μέτρων, ο θεριστής των δημοσκοπήσεων.
Η προϊστορία δεν είναι ευνοϊκή. Δεν υπάρχουν και πολλά προηγούμενα όπου το «καλάθι» της ΔΕΘ να άλλαξε τη μοίρα μιας κυβέρνησης που δοκιμάζεται (το «πακέτο Σημίτη» του 2003 είναι το πιο χαρακτηριστικό αντιπαράδειγμα). Υπάρχουν, αντίθετα, αρκετά παραδείγματα όπου ένα κακό σκηνικό ανέβασμα του κλασικού σεναρίου επιδείνωσε τη θέση της (με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Κώστα Καραμανλή στη ΔΕΘ του 2008).
Και τα δύο παραδείγματα αφορούν κυβερνήσεις που βρίσκονταν στα μισά της δεύτερης θητείας τους, που είναι πάντα δύσκολη. Ο χρόνος βαραίνει στις πλάτες, η φθορά επιταχύνεται, η όποια επικοινωνιακή λάμψη θαμπώνει, η διαχείριση των κρίσεων γίνεται όλο και δυσκολότερη, καταναλώνει όλο και περισσότερο από το πολιτικό κεφάλαιο που στερεύει και τα ατυχήματα περιμένουν πάντα στη γωνία. Η ευκολία της σύγκρισης με τους προηγούμενους, που είχαν κι εκείνοι στον καιρό τους φθαρεί, έχει πια ξεθυμάνει και δεν συγκινεί (ακόμη κι αν μια επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στο προσκήνιο δημιουργήσει την αυταπάτη ότι μπορεί να σερβιριστούν ξαναζεσταμένα τα πάθη του 2019). Και το απόθεμα εμπιστοσύνης εξαντλείται.
Η εμπιστοσύνη είναι ευπαθές προϊόν. Αν χαθεί δύσκολα αποκαθίσταται. Δεν αποκαθίσταται, πάντως με φοροελαφρύνσεις και παροχές. Το περίφημο δόγμα «είναι η οικονομία, ανόητε», που κληροδότησε στους επικοινωνιολόγους η νίκη Κλίντον επί του Μπους του πρεσβύτερου το 1992 έχει παρεξηγηθεί και, στην παρεξηγημένη εκδοχή του, έχει διαψευστεί περισσότερες φορές από όσες έχει επιβεβαιωθεί. It’s not just the economy, stupid. Μα υπάρχει κάτι χειρότερο από το να προσπαθήσει κανείς να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη που χάνεται με λάθος μέσα. Είναι να επιχειρήσει, αντί να αναζητά τρόπους να την αποκαταστήσει, να ψάχνει κόλπα να την υποκαταστήσει. Με αλλαγές του εκλογικού νόμου, για παράδειγμα.
Είναι, φοβάμαι, η συζήτηση της επόμενης ημέρας. Εχει, άλλωστε, ήδη ανοίξει. Κι είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί, όσο κι αν ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει ανθεκτικός στον πειρασμό. Είτε η υποδοχή των μέτρων της Θεσσαλονίκης είναι θερμή ή χλιαρή. Είτε οι δείκτες των δημοσκοπήσεων αρχίσουν να κινούνται προς τα ποσοστά των ευρωεκλογών, είτε μείνουν στάσιμοι, οι βουλευτές που αγωνιούν και η δύναμη της βαρύτητας που παράγει η εξουσία θα την αναπαραγάγουν.
Ανασύρονται λύσεις παλιές και δοκιμασμένες – όπως ο κακόφημος νόμος Παυλόπουλου με το απροϋπόθετο μπόνους. Λύσεις αδοκίμαστες αλλά πολυσυζητημένες – όπως η αύξηση του ορίου για την είσοδο στη Βουλή από το 3% στο 5% (που θα ήταν εξωφρενικό να συνδυαστεί με ένα μεγάλο μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα). Και ιδέες ευφάνταστες – όπως ο υπολογισμός του μπόνους στο πρώτο κόμμα όχι με βάση τα δικά του ποσοστά, αλλά με βάση τη διαφορά του από το δεύτερο κόμμα.
Το συνηθισμένο επιχείρημα όσων αντιτίθενται σε τέτοια κόλπα είναι ότι προκαλούν πολιτικό κόστος πολύ μεγαλύτερο από το προσδοκώμενο όφελος. Οτι προδίδουν «ηττοπάθεια» και αποδιώχνουν ταλαντευόμενους ψηφοφόρους. Αλλά το κρίσιμο δεν είναι αυτό. Το κρίσιμο είναι ότι μεγεθύνουν το πρόβλημα που επιχειρούν, υποτίθεται, να γιατρέψουν.
Το πρόβλημα το αποτυπώνουν κάποιοι ξεχασμένοι αριθμοί. Το 2004 συμμετείχαν συνολικά στις εκλογές 7,5 εκατομμύρια πολίτες. Στις εκλογές του 2023 συμμετείχαν 5,2 εκατομμύρια. Και στις ευρωεκλογές του 2024 η συμμετοχή μετά βίας ξεπέρασε τα 4 εκατομμύρια. Η δημοκρατία μας έχασε 3,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους μέσα σε 20 χρόνια. Πιστεύει κανείς ότι με τεχνικές που επιτρέπουν, με λιγότερους ψηφοφόρους στην κάλπη, να προκύψουν περισσότεροι βουλευτές στο κοινοβούλιο, γεφυρώνεται το χάσμα εμπιστοσύνης που οι αριθμοί αποτυπώνουν, αυτή η χαώδης απόκλιση πολιτικής προσφοράς και ζήτησης; Και πιστεύει κανείς ότι κυβερνιέται μια χώρα (και μάλιστα «σταθερά») ερήμην των πολιτών της;







