Συχνά οι συναυλίες πέρα από πολιτισμό παράγουν ειδήσεις, αντιπαραθέσεις, τροφή για σκέψη, καφενειακές συζητήσεις ή και κανιβαλικές τοποθετήσεις. Αυτή τη φορά, πληκτρολογικός στόχος εν μέσω Αυγούστου ήταν η Μαρία Φαραντούρη. Ο λόγος; Εκανε το μέγα λάθος να αφιερώσει ένα τραγούδι κατά τη συναυλία της στη Μικρή Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, στην παρούσα υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.

Εχει σημασία ποιο τραγούδι αφιέρωσε; Εχει. Ηταν το «Της αγάπης αίματα» σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη από το εμβληματικό «Αξιον Εστί». Αν ήταν κάποιο άλλο, όπως π.χ. «Του μικρού βοριά», μάλλον κανείς δεν θα είχε ασχοληθεί. Αυτή η αφιέρωση λοιπόν ήταν η αφορμή για να αρχίσουν οι τιμητές της ιστορίας και των μεγάλων καλλιτεχνών να γράφουν κατεβατά κατά της Μαρίας Φαραντούρη. Μέσα σε αυτές τις τοποθετήσεις γράφτηκαν απίστευτα ανιστόρητα πράγματα με ασέβεια και πνοή αυθεντίας όσων μάλλον δεν είχαν να κάνουν στη ζωή τους κάτι καλύτερο μέσα στον Αύγουστο.

Φυσικά, ακολούθησε το μικροκοινό του καθενός που τον καθιστά γνωμοδότη. Κλακαδόροι κάθε είδους, που έχουν την ανάγκη να κρέμονται σαν σταφύλια κάτω από ενίοτε καλογραμμένες σαχλαμάρες επιχαίροντας, τράβηξαν το κουπί στις γαλέρες της βαρβαρότητας.

Αίφνης μας πληροφόρησαν ότι ποτέ δεν τους άρεσε η Μαρία Φαραντούρη, ότι είναι υπερτιμημένη, ότι λόγω συγκυριών έκανε καριέρα, ότι ξέρουν καλύτερα από τους δημιουργούς του γιατί γράφτηκε το τραγούδι και άλλες τέτοιες ελεεινές μπαρούφες από ημιμαθείς ή άσχετους που συντάσσουν τα σχόλιά τους με αφορισμούς, νιώθοντας εκείνη την ώρα αναμφισβήτητα μέντορες.

Είναι φοβερό να βλέπεις να αποδομείται μία από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες όλων των εποχών στο ελληνικό τραγούδι, ακόμα και από συναδέλφους της, που έχουν καταθέσει πολύ λιγότερο, ελάχιστο ή και ασήμαντο έργο ή από άλλους που ό,τι ξέρουν για τον Οδυσσέα Ελύτη σταματάει στον τίτλο «ο ποιητής του Αιγαίου». Πραγματικά απογοητευτικό, για να μη γράψω αποκαρδιωτικό, που έχει γίνει η κλισέ λέξη για τις πυρκαγιές.

Είναι βέβαια και οι άλλοι, που το θέμα τους δεν είναι ακριβώς η Φαραντούρη, αλλά το ξεθάμπωμα των γυαλιών τους στην ιδρωμένη κομματική φανέλα. Εκείνοι που ο στόχος τους είναι η πολιτική καθαρότητα αγνοώντας ενδεχομένως οτιδήποτε άλλο υπάρχει σε αυτή τη ζωή. Εκείνοι ίσως δικαιολογούνται περισσότερο, αφού μπορεί να ένιωσαν στιγμιαία διαβάζοντας την είδηση και κάπως προδομένοι.

Είναι πραγματικά ντροπή και κατά περίπτωση στα όρια του αστείου να διαβάζεις σχόλια που ακυρώνουν τη Μαρία Φαραντούρη ως καλλιτέχνιδα ή και ως άνθρωπο επειδή έκανε το «ατόπημα» να αφιερώσει ένα ιστορικό κομμάτι που ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε μαζί με τα άλλα του «Αξιον Εστί» στα τέλη της δεκαετίας του ’40.

Σίγουρα, το να αφιερώνεται από μια εμβληματική ερμηνεύτρια (που έχει τραγουδήσει σε όλο τον κόσμο τραγούδια για τους κοινωνικούς αγώνες) ένα τέτοιο τραγούδι, που γράφτηκε, όπως έχει εξηγήσει ο ίδιος ο Ελύτης, και για να σταθεί απέναντι στους ανθρώπους της εξουσίας, σε μια υπουργό Πολιτισμού μιας δεξιάς κυβέρνησης, που έχει φέρει πολλές φορές τους καλλιτέχνες απέναντί της, μοιάζει με παραφωνία. Αλλά αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση χειρότερη παραφωνία από εκείνες τις εγωπαθείς τσιρίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που δίνουν μία ακόμη διάσταση στον στίχο του επίμαχου τραγουδιού «Οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων».

Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Μαρίας Φαραντούρη να οξειδωθεί από τη νοτιά των ανθρώπων και από τα σκουριασμένα μυαλά τους, αλλά οι «επαΐοντες» διαμορφωτές της κενής γνώμης ήδη περιμένουν την επόμενη λεία τους για να ανάψουν «της αγάπης τα αίματα».

Ο Ελύτης για το «Αξιον Εστί»

Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί στον Γ.Π. Σαββίδη πώς έγραψε το «Αξιον Εστί»:

Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51.

Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι, τη μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ.

Ητανε κυριολεκτικά μες στα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε τον δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.

[…]

Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι «η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους»

– και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.

Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα.

Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.

Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».