Το στοιχείο του νερού πώς μπήκε στη δουλειά σας;

Η πρώτη σκέψη είχε προφανώς να κάνει με την κλιματική αλλαγή, αλλά μου είναι αδύνατον να κάνω κάτι καλλιτεχνικά μόνο και μόνο για να υπηρετήσω ένα θέμα. Επρεπε να βρω τι σημαίνει για μένα το νερό, τι με συνδέει προσωπικά με αυτό, τι με γοητεύει. (Δεν μπορώ να δουλέψω μπαίνοντας σε έναν στόχο, σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.)

Από πού ξεκίνησε η έμπνευση;

Από τον Αριελ της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ. Υπάρχει ένα τραγούδι που μιλάει για τον πνιγμένο πατέρα, για τα κόκαλά του που έγιναν κοράλλια, για τα μάτια του που έγιναν μαργαριτάρια. Τίποτα δεν χάνεται, αλλά μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο, πλούσιο και παράξενο. Αυτή η εικόνα με συνάρπαζε πάντα. Την είχα χρησιμοποιήσει και σε ένα άλλο πρότζεκτ για τους μετανάστες που πνίγονται. Το τραγούδι αυτό με ακολουθεί, γιατί η θάλασσα, το νερό γενικά, είναι για μένα στοιχείο ζωής και μεταμόρφωσης.

Ψάξατε και άλλες προσεγγίσεις γύρω από το νερό;

Ναι, ρώτησα έναν φίλο ψυχαναλυτή τι συμβολίζει το νερό στην ψυχανάλυση. Μου πρότεινε το βιβλίο «Θάλασσα» του Σάντορ Φερέντσι όπου το υγρό στοιχείο συνδέεται με τη συνουσία, την αναπαραγωγή, τη μήτρα όπου το νερό είναι η ίδια η πηγή της ζωής. Δεν μπορείς βέβαια να μεταφέρεις αυτές τις σκέψεις, όσο γοητευτικές και να είναι, σε μια συναυλία, αλλά σε τροφοδοτούν ως καλλιτέχνη.

Το άλμπουμ “Waterbook” απέσπασε εξαιρετικές κριτικές στον ξένο Τύπο. Σας ικανοποιεί αυτή η διεθνής αναγνώριση;

Πάρα πολύ! Μια καλή κριτική μπορεί να μη σε αγγίξει βαθιά, αλλά επαγγελματικά έχει σημασία – μπορεί να φέρει περισσότερες συναυλίες, να ανοίξει δρόμους. Αυτό δεν αφορά μόνο εμένα, αλλά και τους συνεργάτες μου. Είναι ένας κύκλος που στηρίζει όλους μας.

Ποιο θεωρείτε το πιο καθοριστικό σημείο της πορείας σας;

Τη συνεργασία με τη Λένα Πλάτωνος. Αν έπρεπε να διαλέξω το πιο σημαντικό σημείο, θα έλεγα: η Λένα. Η ποιότητα των τραγουδιών της, το ότι τη γνώρισα από παιδί, σημάδεψε όλη μου την πορεία. Με τη Λένα ήξερα ότι θα μπορούσα να κάνω τους δίσκους που ήθελα. Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τη μουσική. Ο πατέρας μου λόγω δουλειάς ήταν ελάχιστα στο σπίτι· η μητέρα μου επίσης δούλευε από το πρωί ως το βράδυ. Δεν ήμασταν οικογένεια με ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική. Ο παππούς μου ήταν παπάς, έψελνε· υπήρχε δηλαδή μια σχέση με τη βυζαντινή μουσική, αλλά ούτε ο πατέρας μου ούτε εμείς ως οικογένεια είχαμε ουσιαστική σχέση με αυτό. Δυστυχώς, ενώ είχε εκπληκτική φωνή, δεν μας έχει μείνει καμία ηχογράφηση.

Πρώτες επαφές με το τραγούδι;

Η αδελφή μου ήταν στη χορωδία του σχολείου, οπότε ήθελα κι εγώ. Πήγα, αλλά δεν ξεχώρισα. Δεν είχα «σπουδαία» φωνή· μια φωνή όπως όλα τα παιδάκια. Μια «σωστή» φωνή, μέχρι εκεί.

Τι σας έκανε να πιστέψετε στη δική σας φωνή;

Δεν πίστευα στη φωνή μου. Είχα στο μυαλό μου ένα πρότυπο φωνής και μου άρεσε να το «ακολουθώ» κατά κάποιον τρόπο. Θαύμαζα άλλες φωνές – π.χ. τα κορίτσια που έκαναν σόλο στη χορωδία, αυτές τις «κρυστάλλινες» φωνές. Αργότερα, ως επαγγελματίας, άκουσα τη Μονσεράτ Φιγκέρας, μια καταπληκτική τραγουδίστρια αναγεννησιακής μουσικής, και – από πολύ μικρή – τη Βίκυ Λέανδρος. Ή την Τζόαν Μπαέζ την οποία μιμούμουν. Τώρα δεν θα κάτσω να τη μιμηθώ βέβαια. Ανεξάρτητα από το είδος που τραγουδάει, κάποια φωνή μπορεί να σε συγκινήσει, π.χ. για κάποια ιδιαίτερα «τσακίσματα» που κάνει. Είναι πολύ προσωπικό τι σε ελκύει. Αυτό μπορεί να το αναγνωρίσει κανείς και στη Βίκυ Λέανδρος, παραδείγματος χάρη.

Τι κινητοποιεί την έκφραση;

Η φωνή αποτυπώνει ψυχικές καταστάσεις. Αν συγκινηθεί ο τραγουδιστής τη στιγμή που ερμηνεύει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα το αντιληφθεί το κοινό. Επακριβώς δεν γνωρίζω τι με ωθεί να εκφράζομαι μέσα από την τέχνη της μουσικής. Ξέρω ότι έχω κινητοποιηθεί από το ανεκπλήρωτο το οποίο το μεταθέσεις στην τέχνη. Αυτό το έχω ζήσει πολλές φορές. Από την ηλικία των 13 ετών που άρχισα να συνθέτω αντιλήφθηκα ότι οι λόγοι ήταν η απόρριψη και το ανεκπλήρωτο. Από κάτι αρνητικό φτιάχνεις κάτι θετικό – σαν παρηγοριά.

Πρώτες εμπειρίες απόρριψης;

Από μωρό παιδί βιώνουμε απόρριψη. Το νηπιαγωγείο σκέφτομαι τώρα: Πήγα σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο λίγο αργότερα από τα άλλα παιδιά. Εκοβαν «κόλες γλασέ» και φτιάχνανε χάρτινες ομπρέλες. Εφτιαξα μία χάλια – σαν σπασμένη. Η δασκάλα, για να μου δώσει θάρρος, την έδειξε στην τάξη: «Κοιτάξτε τι ωραία ομπρέλα!». Εγώ όμως ήξερα ότι ήταν κακή· το βίωσα ως γελοιοποίηση. Δεν ξαναπάτησα. Στη μητέρα μου είπα ως δικαιολογία «δεν ξαναπάω γιατί η δασκάλα φοράει κίτρινο σκούφο». Ενα παιδί δεν ξέρει να εκφράσει τι του φταίει. Tο βίωσα ως απόρριψη, ως απόλυτη γελοιοποίηση, έστω κι αν «απέρριψα» εγώ η ίδια τον εαυτό μου έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η ομπρέλα μου ήταν διαφορετική. Οι απορρίψεις όμως που βιώνουμε είναι τόσο πολλές στη διάρκεια της ζωής μας και έτσι κι αλλιώς μαθαίνουμε να ζούμε με αυτές. Διάλεξα να σας πω την πιο ανώδυνη για να μη θυμηθώ τις άλλες…

Αν αντικαταστήσετε τη λέξη απόρριψη με τη λέξη τραύμα, για τι θα μιλούσατε;

Η δικτατορία και η αρρώστια του πατέρα μου. Στη διάρκεια της δικτατορίας ο πατέρας μου έφυγε στο εξωτερικό· μέσα στα επτά χρόνια τον είδα δύο φορές. Ηταν ένα τραυματικό «γεγονός διαρκείας», όχι στιγμιαίο… Οταν επέστρεψε, αρρώστησε. Περνούσε από το μυαλό μας ότι ήταν αποτέλεσμα και του στρες: ζούσε μόνος στο εξωτερικό, άφησε οικογένεια, φίλους, δουλειά, γλώσσα – είχε υποφέρει ψυχολογικά έξω. Οταν αρρώστησε, ήμουν έφηβη και για εμάς αυτή έγινε η «φυσιολογική» ζωή μας μέσα στο σπίτι… Εμεινε στο κρεβάτι 14 χρόνια. Οταν πέθανε, είδα για πρώτη φορά μετά από χρόνια το πρόσωπό του ήρεμο, να μην υποφέρει. Σαν σε νιρβάνα. Ο εφιάλτης είναι η αργή φθορά, όταν είσαι στα χέρια των άλλων και χάνεις σιγά σιγά τον εαυτό σου.

Η θέση σας για την ευθανασία;

Είμαι απολύτως υπέρ, εξαιτίας της αρρώστιας του πατέρα μου – με σαφές πλαίσιο και προϋποθέσεις. Μιλάω για περιπτώσεις ανίατες, που δεν μπορείς να ορίσεις εσύ τον εαυτό σου. Θέλω να έχω το δικαίωμα στην επιλογή του τέλους, να μπορώ να το ορίσω για να ξέρω ότι δεν θα υποφέρω. Στην Ελλάδα δεν γίνεται, και δικηγόροι που ρώτησα δεν ήθελαν να ασχοληθούν. Πρέπει να πας σε χώρα που επιτρέπεται (π.χ. Ελβετία, Βέλγιο;).  Καταλαβαίνω τους κινδύνους του να νομοθετηθεί κάτι τέτοιο, αλλά οι νόμοι αλλού λειτουργούν – και ελπίζεις ότι λειτουργούν σωστά. Τι να πω;

Σε όλο αυτό που μου περιγράφετε τι σας έχει στηρίξει πραγματικά;

Τίποτα. Αυτό είναι ένας απλός φόβος. Το τέλος το φοβόμαστε όλοι.