Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, τότε που διάφορα επαναστατικά ρεύματα δημιουργίας αμφισβητούσαν τις συντηρητικές κυρίαρχες ιδεολογίες οι Beatles δεν έκαναν απλώς τα κορίτσια να ουρλιάζουν στο άκουσμα των τραγουδιών τους. Αλλά εκπαιδεύονταν σε αυτό το νέο που ήταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα και γρήγορα ο χώρος της μουσικής το απορροφούσε και το μετέτρεπε σε ήχο. Ο ΜακΚάρτνεϊ, ο Λένον και οι υπόλοιποι της μπάντας έπαιρναν στοιχεία από τους τολμηρούς και σημαντικούς συνθέτες της πρωτοποριακής μουσικής.

Ανοιγαν διάλογο με την πρωτοπορία της τέχνης. Είτε είχε να κάνει με την αισθητική της απαγγελίας του spoken word, είτε τα μουσικά κολάζ ή τους αλχημικούς πειραματισμούς που μεταγράφηκαν σε μουσική ή σε ακαταλαβίστικους στίχους περιπαικτικούς για το κοινό που υπερανέλυε το φαινόμενο Beatles όταν κυρίευσε μεγάλο μέρος του τοπίου της ποπ κουλτούρας της δεκαετίας του 1960, όλα ήταν μία επιδραστική συνάντηση δημιουργών του υψηλού και των εκπροσώπων της ποπ . Οπως λέει ο σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ μιλώντας στην Elizabeth Alker, συγγραφέα του βιβλίου “Everything We Do is Music” (Faber & Faber), το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 28 Αυγούστου και τμήμα της συζήτησής τους δημοσιεύει η “Guardian”.

Ο ΜακΚάρτνεϊ είχε παρακολουθήσει στο Βασιλικό Κολέγιο Τεχνών στο Λονδίνο τον κομμουνιστή συνθέτη αυτοσχεδιασμών Κορνήλιο Κάρντιου να παίζει σε προετοιμασμένο πιάνο. Είχε ακούσει τον Καρλ Στοκχάουζεν σε μία ομιλία του να μιλάει για τον σύνθετο ήχο. Επιδίωξε να συναντήσει την πρωτοπόρο της ηλεκτρονικής μουσικής Ντέλια Ντέρμπισιρ για να της προτείνει να γράψει μια ηλεκτρονική παρτιτούρα για το “Yesterday”. «Ηταν σε ένα υπόστεγο στο βάθος του κήπου της γεμάτο μηχανές», θυμάται ο σερ Πολ. Και το καλοκαίρι του 1966 στη Νέα Υόρκη παρακολούθησε μια διάλεξη του ιταλού συνθέτη της ηλεκτρονικής πειραματικής μουσικής Λουτσιάνο Μπέριο. Ετσι ώστε να χτίσει τη γέφυρα που αργότερα έφερε τον Μπέριο σε μία συνεργασία μαζί τους. Ο Μπέριο ενορχήστρωσε μια σειρά τραγουδιών των Beatles για την πρώτη του σύζυγο, μέτζο σοπράνο Κάθι Μπερμπέριαν.

Σύμφωνα με τον ΜακΚάρτνεϊ, ένα από τα διασημότερα τραγούδια των Beatles εκείνης της περιόδου, το “I Am the Walrus – King Lear”, άντλησε επιρροή από τη σύνθεση του Τζον Κέιτζ “Radio Music” του 1956: «Ο Κέιτζ είχε ένα κομμάτι που ξεκινούσε από το ένα άκρο της εμβέλειας του ραδιοφώνου και απλώς γύριζε το κουμπί και έφτανε μέχρι το τέλος, κυλώντας τυχαία πάνω σε όλους τους σταθμούς. Εφερα αυτή την ιδέα στο “I Am the Walrus” και είπα στους υπόλοιπους ότι “πρέπει να είναι τυχαίο”. Τελικά καταλήξαμε σε κάτι από Σαίξπηρ, τον “Βασιλιά Ληρ”. Ηταν υπέροχο να έχουμε αυτή την προφορική ποίηση (spoken word) εκείνη τη στιγμή. Και αυτό προήλθε από τον Κέιτζ».

Μιλάει λιγότερο για τα δικά του επιτεύγματα

Ο σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ φαίνεται να χαίρεται να μιλάει λιγότερο για τα δικά του επιτεύγματα και περισσότερο για τους ανθρώπους που τον βοήθησαν να διευρύνει το πεδίο δράσης του. Δύο άνδρες που το έκαναν αυτό ήταν οι γάλλοι συνθέτες – μηχανικοί Πιερ Ανρί και Πιερ Σαφέρ, οι οποίοι, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, πρωτοστάτησαν στο είδος σύνθεσης που ονομάζεται musique concrète (συγκεκριμένη μουσική). Οι δύο συνθέτες πειραματίζονταν στο Παρίσι χρησιμοποιώντας πικάπ και μαγνητόφωνα για να εξαγάγουν μια πρωτότυπη μέθοδο σύνθεσης, η οποία, σύμφωνα με τα γαλλικά κινήματα τέχνης και φιλοσοφίας της εποχής, επεδίωκε να αποδομήσει τις καθιερωμένες ιδέες.

Ο Ανρί και ο Σαφέρ ηχογράφησαν φυσικούς ήχους και θορύβους σε μαγνητική ταινία – το γάβγισμα ενός σκύλου, το σφύριγμα ενός τρένου, μια φωνή που κραυγάζει – και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μαγνητόφωνα για να επιβραδύνουν, να επιταχύνουν ή να αντιστρέψουν τον αρχικό ήχο, δημιούργησαν κολάζ από αλλοιωμένες ή «επεξεργασμένες» ηχογραφήσεις εντελώς μπερδεμένες αλλά και μαγευτικές. Η πρότασή τους ότι όλα δεν είναι αυτό που φαίνονται είναι η ουσία της ψυχεδέλειας με την οποία καταπιάστηκαν επίσης οι Beatles.

Ο ΜακΚάρτνεϊ άρχισε να ενσωματώνει αυτές τις ιδέες στη δουλειά για το “Tomorrow Never Knows”, ένα τραγούδι που ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Θυμάται ότι στη διάρκεια των δοκιμών για το “Revolver” κουβαλούσε στο στούντιο της Abbey Road μια πλαστική σακούλα γεμάτη μαγνητοταινίες ηχογραφημένες με διάφορους οικιακούς ήχους. «Εστησα τα μαγνητόφωνα για να δημιουργήσω ήχους ανακατεμένους που έσκαγαν, βούιζαν και διαλύονταν. Θα μπορούσε να υπάρχει ένα σόλο κιθάρας σε αυτό είτε απλό είτε μανιακό. Αλλά όταν βάζεις τις μαγνητοταινίες , το πηγαίνουν σε άλλη κατεύθυνση επειδή έχεις όλα αυτά τα είδη των “χαρούμενων ατυχημάτων”, τόσο απρόβλεπτων και γι’ αυτό ταιριαστών με το αυτό το κομμάτι». Το αποτέλεσμα είναι ένα πλήθος από παράξενες μουσικές υφές και καταιγισμοί διαλογισμού, ένα ηχητικό κενό μέσα στο οποίο καταπίνουν και εξαφανίζονται όλες οι προβληματικές σκέψεις και τα συναισθήματά μας.

Είναι επίσης το αλχημικό στοιχείο στο έργο τους που συνέβαλε να τοποθετηθούν σε μια διαφορετική κατηγορία, όσον αφορά την κληρονομιά και την επιρροή τους. Αλλωστε και ο Τζον Λένον, θα πει ο ΜακΚάρτνεϊ, προμηθεύτηκε τα δικά του συστήματα ηχογράφησης Brenell και μπήκε σε νέες σφαίρες πειραματισμού. Ετσι προέκυψε το υπνωτιστικό κομμάτι “Revolution 9”: «Ο Τζον ήταν γοητευμένος και του άρεσε η τρέλα της μαγνητοφώνησης. Εγώ προτιμούσα να χρησιμοποιώ αυτά τα νέα γκάτζετ του στούντιο με ελεγχόμενο τρόπο».

Μαζί το δίδυμο Λένον – ΜακΚάρτνεϊ δημιούργησε ένα νέο, έξυπνο και αβανγκάρντ ψαγμένο είδος ποπ μουσικής. Η φόρα που έδειξαν οι δύο ιδιοφυείς δημιουργοί φάνηκε στη συνεργασία τους και στην κοινή επιθυμία τους να ανατρέψουν την καθιερωμένη κατάσταση πραγμάτων στη μουσική. «Σκέφτεσαι ότι το κοινό μας θέλει ένα ποπ τραγούδι. Και μετά μπορεί να διαβάσεις για τον Γουίλιαμ Μπάροουζ που χρησιμοποιούσε την τεχνική του cut-up (σ.σ.: τεμαχισμός και αναδιάταξη κειμένου). Τότε σκέφτεσαι ότι είχε κοινό και στο κοινό του άρεσε αυτό που έκανε. Τελικά αποφασίσαμε ότι το κοινό θα μας ακολουθούσε, αντί να είμαστε εμείς που θα νοιαζόμαστε να το τρέφουμε με μια συμβατική διατροφή».