Υστερα από χρόνια σιωπής κι αίματος που είχε πια στεγνώσει, ο Ντέξτερ Μόργκαν επιστρέφει. Ο κατά συρροή δολοφόνος με τον δικό του ηθικό κώδικα, ένας ήρωας και ταυτόχρονα τέρας, βγαίνει από τη λήθη της τηλεοπτικής ιστορίας μέσα από τη σειρά «Dexter: Resurrection» που στη χώρα μας είναι διαθέσιμη μέσω της Cosmote TV. Η επανεμφάνισή του δεν είναι απλώς μία ακόμα συνέχεια της τηλεοπτικής του περιπέτειας που κρατάει σχεδόν δύο δεκαετίες. Αλλά μια ευκαιρία για εξιλέωση τόσο για τον ήρωα όσο και τους δημιουργούς του, που στο παρελθόν δίχασαν κοινό και κριτικούς με τα αμφιλεγόμενα φινάλε των διαφορετικών σειρών του σύμπαντος του «Dexter».

Στο «Dexter: Resurrection», η ιστορία διαδραματίζεται λίγες μόνο εβδομάδες μετά το τέλος των επεισοδίων του «Dexter: New Blood» (έπαιξαν τη σεζόν 2021-2022). Το κεντρικό πρόσωπο εξακολουθεί να είναι ο Ντέξτερ, με τον Μάικλ Σ. Χολ να δίνει ξανά ζωή στον πιο σημαντικό ρόλο της καριέρας του. Σύμφωνα με την πλοκή, ο χαρακτήρας του επιβίωσε από τον πυροβολισμό που δέχθηκε στο στήθος από τον ίδιο του τον γιο. Καθώς συνέρχεται από το κώμα, διαπιστώνει ότι εκείνος, ο Χάρισον (Τζακ Αλκοτ), έχει εξαφανιστεί χωρίς κανένα ίχνος. Αναλογιζόμενος το βάρος των πράξεών του, κατευθύνεται στη Νέα Υόρκη ώστε να τον βρει και να επανορθώσει για τη δυσλειτουργική τους σχέση. Η μετακόμισή του, ωστόσο, στην πόλη δεν θα είναι τόσο εύκολη. Ο ντετέκτιβ Ανχελ Μπατίστα (Ντέιβιντ Ζάγιας) κάνει ξανά την εμφάνισή του, αναζητώντας απαντήσεις. Οσο περισσότερο σκαλίζει τα αποκαΐδια της ζωής του Ντέξτερ, τόσο περισσότερο φουντώνει η φωτιά του παρελθόντος, και τα μυστικά που άλλοτε ήταν κρυμμένα σε αυτό, τώρα κινδυνεύουν να έρθουν στο φως.

Τα πρόσωπα που τον σημάδεψαν. Στα τέσσερα πρώτα επεισόδια της σεζόν που είχαμε την ευκαιρία να δούμε σε δημοσιογραφική προβολή, η ιστορία της αρχικής σειράς «Dexter» δείχνει να επιστρέφει πιο ισχυρή από αντίστοιχες προσπάθειες άλλων κύκλων. Δεν είναι τυχαίο πως για να γίνει η σύνδεση με αυτήν, από την αρχή κιόλας του εισαγωγικού επεισοδίου, στον ήρωα έρχονται, σε συνειδητή ή ασυνείδητη μορφή, όλα τα πρόσωπα που σημάδεψαν τη διαδρομή του: ο Αρθουρ Μίτσελ, γνωστός με το προσωνύμιο Trinity Killer, ο βοηθός εισαγγελέα του Μαϊάμι Μιγκέλ Πραδ κι o αρχιφύλακας Τζέιμς Ντόουκς με τη χαρακτηριστική του ατάκα «That’s right, motherfucker». Από το πλευρό του δεν λείπει ούτε το φάντασμα του Χάρι Μόργκαν (Τζέιμς Ριμάρ), ο οποίος, ως πατρική φιγούρα στον Ντέξτερ, από ‘δώ και πέρα θα έρχεται στη σκέψη του για να τον καθοδηγεί και να τον συμβουλεύει όποτε το έχει ανάγκη.

Την ώρα που εκείνος επιχειρεί να ξεφύγει από το παρελθόν, ζητώντας εξιλέωση στο παρόν, ο γιος του ακολουθεί την αντίθετη πορεία. Διαπράττει τον πρώτο του φόνο εν βρασμώ, με τις ίδιες παρορμήσεις με τον πατέρα του. Κι ας έτρεξε τόσα χιλιόμετρα μακριά του για να απελευθερωθεί από τη φονική του κληρονομιά. Αφού εγκλωβίστηκε όμως στον ίδιο κύκλο αίματος με τον γεννήτορά του, φρόντισε να αξιοποιήσει τα όσα έμαθε από εκείνον ώστε να ξεφύγει από την τσιμπίδα του νόμου. Δεν έχει όμως ωριμάσει ακόμα ως δολοφόνος και οι τύψεις τον καταδιώκουν. Αν κι έχει διαπράξει εν πολλοίς το τέλειο έγκλημα, μια σταγόνα αίμα στο ταβάνι κινδυνεύει να τον προδώσει. Αλλά εκεί επεμβαίνει ο Ντέξτερ κι εξαφανίζει τα ίχνη του, δείχνοντας με αυτόν τον άρρωστο τρόπο την αγάπη και τη φροντίδα για τον γιο του. Τον κρατάει ακόμα αθώο στα μάτια της αστυνομίας.

Ο Σκοτεινός Επιβάτης. Αν κι ο Ντέξτερ προσπαθεί να μη βάψει ξανά τα χέρια του με αίμα, μια σειρά δολοφονιών οδηγών ταξί με θύτη έναν άνδρα με το προσωνύμιο Σκοτεινός Επιβάτης τον κινητοποιεί. Ο νέος κακοποιός έχει καταχραστεί το δικό του παρατσούκλι κι αυτή η ντροπή ξεπλένεται μόνο με αίμα. Το αρπακτικό μέσα του ξυπνάει, επιστρέφει στα γνώριμα μοτίβα και μεθόδους του και πολύ εύκολα τον εξουδετερώνει. Αυτή η γεύση της παλιάς του ζωής είναι αρκετή για να τον χρίσει ξανά αυτόκλητο προστάτη των απροστάτευτων και να του οπλίσει το χέρι. Το σκοτάδι μέσα του δεν έχει πεθάνει, απλώς είχε κρυφτεί για κάποια χρόνια και τώρα επέστρεψε για να τον κυριεύσει. Πατέρας και γιος έτσι διάγουν παράλληλες πορείες, παλεύοντας με τους προσωπικούς τους δαίμονες. Οσο οι κίνδυνοι δίπλα τους καραδοκούν, οι δυο τους θα πρέπει να συγκλίνουν αφού μόνο ενωμένοι θα καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα.

Η αφήγηση της σειράς επιστρέφει στις ρίζες της με έντονους εσωτερικούς μονολόγους του Ντέξτερ, ένα μελαγχολικό χιούμορ κι άφθονες σκηνές εγκλημάτων που υπενθυμίζουν διαρκώς τη σπλάτερ διάστασή της. Ο Μάικλ Σ. Χολ στην επιστροφή του στον ρόλο είναι εξαιρετικός. Λιγότερο αυτάρεσκος ως Ντέξτερ, σαφώς πιο κουρασμένος, δείχνει να κουβαλάει το βάρος όλων των επιλογών του που τώρα έχουν συσσωρευτεί στους ώμους του. Ο άλλοτε ατρόμητος κυνηγός τώρα διανύει μια μεγάλη κρίση ταυτότητας. Ομως τη στιγμή που αναρωτιέται προς τα πού να τραβήξει, έρχεται το αίμα και του δείχνει ξανά τον δρόμο, υπενθυμίζοντας πως τελικά κάποιες φορές είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς από τη φύση του. Ανάμεσα στις ρωγμές του νέου κόσμου που θα επιχειρήσει να χτίσει, σε νέα πόλη, με νέα ιδιότητα (οδηγός ταξί πια) και άλλο προσανατολισμό (προτεραιότητα είναι πλέον ο γιος του), αναδεικνύει το παλιό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος: ένα περίεργο μείγμα δικαίου και αδίκου μαζί. Από την άλλη, ο Τζακ Αλκοτ παίζει πολύ πειστικά το προβληματισμένο νεαρό αγόρι, που κάτω από το άγουρο, γεμάτο συστολή βλέμμα του κρύβει έναν «φέρελπι» δολοφόνο. Για να αμβλύνει λίγο τις γωνίες του, ένα λανθάνον ερωτικό ειδύλλιο με μια ανύπαντρη μητέρα τού φέρνει άλλου είδους σκιρτήματα.

Οι νέοι χαρακτήρες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον έχουν οι νέοι χαρακτήρες που έρχονται να πλαισιώσουν το παλιό καστ. Η Ούμα Θέρμαν είναι μια σκοτεινή οπτασία στην υπηρεσία ενός διαταραγμένου άνδρα. Μια σωματοφύλακας σκληρή, ειρωνική κι αδίστακτη που καλύπτει τα κενά του αφεντικού της και θυμίζει με το αυστηρό της καρέ ξανθό μαλλί την εκδικήτρια από τις ταινίες «Kill Bill». Αυτός είναι ο Πίτερ Ντίνκλατζ, ο οποίος ενσαρκώνει έναν λάτρη των εγκλημάτων που για να εμπλουτίσει την αιματοβαμμένη συλλογή του από αναμνηστικά φόνων διοργανώνει δείπνο για κατά συρροή δολοφόνους. Στο τραπέζι θα καθίσουν απέναντί του ο Νιλ Πάτρικ Χάρις, ανατριχιαστικός εκδορέας ανθρώπινων τατουάζ, ο διεστραμμένος Τζον Λίθγκοου που, αν κι εμφανίζεται ως ένας τρυφερός πατέρας, κόβει τις αλογοουρές των γυναικείων θυμάτων του και η σαγηνευτική αλλά επικίνδυνη Κρίστεν Ρίτερ, η οποία παίρνει τον νόμο στα χέρια της, σβήνοντας τα παιδικά της τραύματα κακοποίησης στο περιβάλλον της με το αίμα κακοποιητών.

Πιο σκοτεινό και πιο στοχαστικό, το «Dexter: Ressurection» μοιάζει να ακροβατεί μεταξύ της απώλειας, της μνήμης, της μοίρας και των εγκλημάτων. Η οικογένεια, η αγάπη πατέρα και γιου, τα παιδικά πρότυπα και τα γονίδια που ο καθένας φέρει μπαίνουν στο κάδρο, δίνοντας τροφή για σκέψη στον τηλεθεατή. Η σειρά ξανανοίγει την ιστορία του Ντέξτερ με ειλικρίνεια, κοιτάζει το παρελθόν της κατάματα, αναγνωρίζοντας τα λάθη και τα κενά της, και προτείνει μια ώριμη αφήγηση όπου ο μύθος δεν είναι πια άθικτος αλλά εύθραυστος και άρα πιο ενδιαφέρων. Ακόμα, υπενθυμίζει ότι η ανάσταση δεν φέρνει απαραίτητα σωτηρία αλλά συνέπειες.