Νταπ, νταπ, νταπ… Είναι το ηχητικό «χαλί» στην τελευταία σκηνή στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ που, ακόμη και όταν δεν ακούγεται, υπονοείται. Νταπ, νταπ, νταπ… Οι τσεκουριές που κόβουν τις βυσσινιές, που αποψιλώνουν το κτήμα της Λιούμποφ, το οποίο πλέον δεν της ανήκει αφού προτίμησε να σώσει τις ψευδαισθήσεις της και όχι την περιουσία της. Ή, μάλλον, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Νταπ, νταπ, νταπ… Ωστόσο, το τσεκούρι είναι σαν να κόβει τα θεμέλια του παλιού κόσμου. Αυτό δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει η Λιούμποφ και η αλλοπρόσαλλη οικογένειά της. Οτι ζουν τη συναρπαστική στιγμή που η μία εποχή δίνει τη σκυτάλη στην άλλη. Ο μόνος που το καταλαβαίνει είναι ο Λοπάχιν, ένας άξεστος έμπορος, γιος κολίγου. Ενας άνθρωπος που δεν άγεται και φέρεται από το συναίσθημα ή, μάλλον, επειδή στη δραματουργία δεν υπάρχει χαρακτήρας που δεν «συνωμοτεί» με το συναίσθημά του, το μεταβολίζει σε πράξη.


Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ