Συνηθίζαμε να λέμε ότι η διαφορά της τιμής ενός προϊόντος ανάμεσα στο χωράφι και στο ράφι οφείλεται αορίστως σε κάποιους μεσάζοντες. Και ότι η λύση στο πρόβλημα της ακρίβειας βρίσκεται, κατά συνέπεια, στην καταπολέμηση του κυκλώματος αυτού. Μια στοχευμένη έρευνα όμως του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών για τη διαμόρφωση της τιμής στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων δείχνει ότι η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Και ότι ο «ένοχος» φαίνεται να είναι τελικά ο ελέφαντας στο δωμάτιο.

Ας πάρουμε ένα κιλό μήλα. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, η τιμή του ξεκινά από τα 0,70 ευρώ στον παραγωγό, για να φτάσει τα 1,70 στον καταναλωτή, δυόμισι φορές δηλαδή υψηλότερη. Το ποσοστό του παραγωγού υπολογίζεται σε 43%, κάτι που είναι λογικό, αφού περιλαμβάνει κόστη όπως ενέργεια, μισθολογικό κ.λπ. Πάνω από το ένα τέταρτο της τελικής τιμής, όμως, διαμορφώνεται από τους φόρους του Δημοσίου, όπως είναι οι εργοδοτικές εισφορές στο μισθολογικό κόστος, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στο μεταφορικό κόστος, ο ΕΝΦΙΑ και διάφορα τέλη. Αν ληφθεί υπόψη ότι το μισθολογικό κόστος τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί λόγω των προβλημάτων που υπάρχουν στην εύρεση προσωπικού και ότι το μεταφορικό κόστος έχει επίσης αυξηθεί καθώς έχει εκτοξευθεί στα ύψη η τιμή της ενέργειας, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος.

Το 40% της τελικής τιμής των οπωροκηπευτικών προϊόντων οφείλεται πράγματι στους μεσάζοντες. Αλλά οι μεσάζοντες αυτοί είναι οι φόροι, τα κόστη της εφοδιαστικής αλυσίδας, το μισθολογικό και το μεταφορικό κόστος. Αλλού λοιπόν πρέπει να κοιτάξουμε για τις λύσεις. Στην παροχή κινήτρων ώστε να αυξηθεί η παραγωγή. Στη βελτίωση των υποδομών, ώστε και να μειωθεί το μεταφορικό κόστος (τα περίφημα logistics) και να περιοριστεί η φύρα. Στη μείωση των φόρων, που παραμένουν οι υψηλότεροι στην Ευρώπη. Και στη διαχείριση του κόστους της πράσινης μετάβασης ώστε να προστατεύεται μεν το περιβάλλον, αλλά να μην επιβαρύνονται οι παραγωγοί.

Αν δεν γίνουν όλα αυτά, το μόνο που μένει θα είναι οι προσευχές για καλύτερες καιρικές συνθήκες, ώστε να αυξηθούν η παραγωγή και η παραγωγικότητα. Αλλά τα μηνύματα από την κλιματική αλλαγή δεν είναι ευοίωνα.