Στο 2023 αναβιώνει μία ιδέα της δεκαετίας του 2000 και φέρνει μνήμες της εποχής εκείνης όπου τα δημόσια ομόλογα απευθύνονταν σε ελληνικά νοικοκυριά και δάνειζαν το κράτος. Στην οδό Νίκης, το φετινό καλοκαίρι, αναστήθηκε το πρότζεκτ «ομόλογο για τους μικροεπενδυτές» και παρά τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις το σχέδιο φαίνεται να αποσύρεται μέχρι νεοτέρας.

Οι πληροφορίες τις οποίες είχαν καταγράψει «ΤΑ ΝΕΑ», προ ολίγων εβδομάδων, είναι ότι παρά τις συζητήσεις για την έκδοση ενός λαϊκού ομολόγου το σενάριο  συγκέντρωνε μικρές πιθανότητες για να πραγματοποιηθεί στην παρούσα συγκυρία. Προς τις αρχές Αυγούστου, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε μπει στο τραπέζι του οικονομικού επιτελείου η συζήτηση για ένα ακόμα ομόλογο, το οποίο θα είχε στόχευση τους μικροεπενδυτές, με στόχο την τόνωση των αποδόσεων των αποταμιευτών. Το οικονομικό επιτελείο μέτρησε τα συν και τα πλην, και εμφανίζεται επιφυλακτικό. Καταρχάς, ως προς το σήμα που θα δώσει στις αγορές (ενόψει του στόχου για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το φθινόπωρο) για εσωτερικό δανεισμό, ξυπνώντας παράλληλα τις μνήμες του κουρέματος του PSI. Δεύτερον, περιπλέκεται λόγω των τραπεζών και του ρόλου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, και τρίτον η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από εσωτερικό δανεισμό, όπως ίσχυε το 2008 με την τελευταία έκδοση τέτοιου ομολόγου. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) και έχει ένα υψηλό ταμειακό επίπεδο στο ποσό των 36 δισ. ευρώ.

Σενάριο. Ενα από τα σενάρια για το τωρινό σχέδιο που έπεσαν στο τραπέζι αφορούσε την περιορισμένη έκδοση ύψους έως 1 δισ. ευρώ με επιτόκιο κοντά στο 3,5-4%, διάρκειας έως 5 έτη. Το λαϊκό ομόλογο συστήθηκε στο ελληνικό κοινό αρχές της δεκαετίας του 2000 και είχε σκοπό τους ατομικούς επενδυτές, με μικρά ποσά και με μεγάλη διάρκεια, δηλαδή δεκαετούς ωρίμανσης, τα οποία όμως μπορούσε να τα ρευστοποιήσει. Το τελευταίο λαϊκό ομόλογο που εκδόθηκε ήταν πριν από την κρίση, τον Ιανουάριο του 2008, με πληθωρισμό στο 4% ετησίως. Τότε, το ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε ομόλογα πενταετούς διάρκειας με σταθερό επιτόκιο 5,50%, με δέσμευση οι τίτλοι να διακρατηθούν μέχρι το 2014. Το Δημόσιο άντλησε 5,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 5,5%, όταν δανειζόταν από τις αγορές με σχεδόν 4,5%.

Η έκδοση του 2002. «Ηταν μία απόφαση που πήραμε το 2002 και υπήρχαν τότε δύο βασικοί λόγοι», όπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο πρώην υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη, Νίκος Χριστοδουλάκης. Σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών: Πρώτον, επειδή είχαμε μπει στην ΟΝΕ τα επιτόκια είχαν αρχίσει να φθίνουν και οι αποδόσεις έχουν αρχίσει να πέφτουν. Και έτσι, για κάποιες κατηγορίες θέλαμε να γίνουν πιο ελκυστικά. Δεύτερος λόγος, είναι πως θέλαμε να διατίθεται απευθείας σε μικρούς επενδυτές και κατά προτίμηση σε συνταξιούχους για να δημιουργήσουμε μία νέα πελατεία πιο πιστή στα ομόλογα. Επενδυτές μακράς διαρκείας. Ηταν σε μικρή βάση και μικρά ποσά, ώστε να είναι επενδυτές ανά άτομο.

Μεταφέροντας στα «ΝΕΑ» ο Ν. Χριστουδουλάκης την τότε εμπειρία του, περιγράφει ότι ήταν ένα ομόλογο δεκαετούς διάρκειας, με απόδοση στο 4% και πως «είχε πάει καλά». Δεν παραλείπει ωστόσο να αναφερθεί στο «κούρεμα» και τονίζει ότι το PSI περιέλαβε και αυτά τα ομόλογα. Εγινε το 2011, ήταν πριν φτάσουν στην ωρίμανση, και προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια. Οπως αναφέρει ο πρώην υπουργός, «θα συμβούλευα την κυβέρνηση, αν προβεί σε μία τέτοια κίνηση, να σκεφτεί έναν τρόπο, έστω και για τη μερική αποζημίωση των απωλειών που υπήρχαν στους ατομικούς ομολογιούχους του PSI. Αλλιώς καλύτερα να βγάλει μικρής διάρκειας». Σύμφωνα με τον Νίκο Χριστοδουλάκη, το βασικό πρόβλημα που έχουμε στην Ελλάδα σήμερα είναι στο χάσμα που υπάρχει μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων. Οπως τονίζει, πρέπει να αυξηθούν τα επιτόκια καταθέσεων και να μειωθούν τα επιτόκια χορηγήσεων, μειώνοντας τις προμήθειες των τραπεζών και επίσης να εξεταστεί έκτακτη φορολογία των τραπεζικών κερδών, τα οποία έχουν εκτοξευθεί λόγω των επιτοκίων χορηγήσεων. Συμπλήρωσε δε, σχετικά με το θέμα, πως είναι απογοητευμένος από τη συνάντηση της ΤτΕ με το υπουργείο Οικονομικών.