Μία ακόμη γέφυρα εμφανίζεται ως υποψήφια προς ταύτιση με εκείνη που ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι αποτύπωσε στο φόντο του διασημότερου, αλλά και πλέον αινιγματικού έργου του, στο πορτρέτο της Μόνα Λίζα.

Εγγραφα της εποχής των Μεδίκων, φωτογραφίες και εικόνες από drones επιστρατεύτηκαν από τον ιταλό ιστορικό Σιλβάνο Βιντσέτι, ο οποίος δηλώνει μετά βεβαιότητας ότι η γέφυρα που αποδίδεται πίσω από τη Μόνα Λίζα είναι η γέφυρα Ρομίτο της Λατερίνα, που βρίσκεται στην επαρχία του Αρέτσο, καταρρίπτοντας προηγούμενες θεωρίες που είχαν ταυτίσει εκείνη του Μπουριάνο ή τη γέφυρα Μπόμπιο κοντά στην Πιατσέντζα.

Κλειδί για τη λύση του μυστηρίου, σύμφωνα με τον ιστορικό, είναι ο αριθμός των καμαρών της γέφυρας, της οποίας σήμερα σώζεται μόνο τμήμα της. Τα δεδομένα της εποχής ωστόσο μαρτυρούν ότι η εξαιρετικά λειτουργική γέφυρα του ποταμού Αρνου κατά την περίοδο 1501-1503 – εποχή που ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι βρισκόταν στην περιοχή – διέθετε τέσσερα τόξα, όσα κι εκείνη του πίνακα και όχι έξι όπως η Μπουριάνο ή περισσότερα των έξι όπως η Μπόμπιο.

Και μπορεί στη βιβλιογραφία που ακολουθεί το πιο γνωστό πορτρέτο στην Ιστορία της Τέχνης να εμπλουτίστηκε με μία ακόμη αναφορά, ωστόσο η Μόνα Λίζα δεν είναι το μοναδικό έργο τέχνης που έχει ξεχωριστή ιστορία. Ανήκει στη σειρά εκείνων που πάνω ή πίσω από τον καμβά τους διατηρούν αθέατα μυστικά, τα οποία τους προσθέτουν εκτός από χρωματικές και πινελιές γοητείας και μυστηρίου.

«Κρυμμένα» έργα

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι συντηρητές έχουν εντοπίσει ένα «κρυμμένο» έργο κάτω από ένα αριστούργημα. Προ ημερών οι επιστήμονες εντόπισαν ότι η ανδρική μορφή που κρυβόταν κάτω από το έργο του Γιοχάνες Βερμέερ «Κοπέλα που κοιμάται στο τραπέζι» πιθανόν να αποτελεί μια αυτοπροσωπογραφία του Βερμέερ εν ώρα εργασίας, καθώς το ένα του χέρι βρίσκεται σε μια στάση που μαρτυρά ότι κρατά πινέλο. Αν όντως αποδειχθεί ότι πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη, τότε οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι και η κοπέλα δεν αποκλείεται να είναι ένα αποκαμωμένο μοντέλο και τότε θα πρέπει να αναθεωρηθεί ο τίτλος του έργου.

Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του πορτρέτου μιας γυναίκας που αποκαλύφθηκε κάτω από ένα άλλο πορτρέτο του Εντγκαρ Ντεγκά. Οσο «γερνούσε» το «Πορτρέτο γυναίκας» που βρίσκεται στην Αυστραλία τόσο αποκαλυπτόταν το παλαιότερο έργο, μέχρι που οι ερευνητές κατάφεραν με τη βοήθεια της τεχνολογίας να αποκαταστήσουν πλήρως και να αναγνωρίσουν την Εμα Ντομπινί, ένα μοντέλο που χρησιμοποιούσε συχνά ο ζωγράφος.

Χρώματα… κατά λάθος

Κι αν τα έργα που κρύβονται κάτω από άλλα είναι αρκετά σύνηθες φαινόμενο, καθώς οι ζωγράφοι συχνά δεν είχαν τα χρήματα για να αγοράσουν υλικά και επαναχρησιμοποιούσαν τους καμβάδες τους, οι πίνακές τους μπορεί να κρύβουν μυστικά και ως προς τα χρώματά τους. Το έντονο κίτρινο (γνωστό και ως ινδικό) επί παραδείγματι με το οποίο ο Βαν Γκογκ έχει αποδώσει το φεγγάρι στην άνω δεξιά γωνία του πίνακα προερχόταν από απόσταγμα ούρων αγελάδων οι οποίες τρέφονταν μόνο με φύλλα μάνγκο. Το πρωσικό μπλε, επίσης, που γοητεύει στα έργα του Ντεγκά, του Μονέ, του Πικάσο ή του Χοκουσάι, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα ενός ατυχήματος στο εργαστήριο ενός αλχημιστή στο Βερολίνο το 1706. Ολα ξεκίνησαν όταν ο Γιόχαν Κόνραντ Ντίπελ (ο οποίος κατά μία εκδοχή ενέπνευσε τον Δόκτορα Φρανκενστάιν της Μαίρη Σέλεϊ) απέτυχε να εκτελέσει τη φόρμουλα για ένα παράνομο ελιξίριο που πίστευε ότι μπορούσε να θεραπεύσει όλες τις ανθρώπινες ασθένειες. Ηταν έτοιμος να πετάξει το αποτυχημένο παρασκεύασμά του από νοτισμένη τέφρα ξύλου και αίμα βοοειδών, όταν ο βαφέας με τον οποίο μοιραζόταν το εργαστήριό του τον σταμάτησε ξαφνικά επειδή είχε ξεμείνει από πορφυρή βαφή. Εριξε στο διάλυμα μερικές χούφτες από θρυμματισμένα κατακόκκινα σκαθάρια, το έβαλε στη φωτιά και άρχισε να ανακατεύει. Σύντομα, οι δυο τους κοιτούσαν έκπληκτοι αυτό που ανέβλυζε από το καζάνι: ένα βαθύ μπλε που θα μπορούσε να συναγωνιστεί τη λάμψη του πανάκριβου ουλτραμαρίν, η οποία για αιώνες ήταν πολύτιμη χρωστική ουσία, πολύ πιο ακριβή από το χρυσό.