Το βιβλίο του Νίκου Μούδουρου «Διεκδικώντας την πατρίδα» είναι μια σημαντική μελέτη για τη διαχρονική σχέση Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας και τον ρόλο που έπαιξε η αντιπολίτευση στον μετασχηματισμό αυτής της σχέσης, που κρύβει σημαντικά μαθήματα για την Κύπρο του χθες, του σήμερα αλλά και του αύριο.

Στο βιβλίο ο όρος «αντιπολίτευση» αναφέρεται στις πολιτικές αλλά και κοινωνικές δυνάμεις που αντιτάχθηκαν στα καθεστώτα που κυριάρχησαν στην τουρκοκυπριακή πολιτική σκηνή τα χρόνια που μελετά το βιβλίο (1964 – 2004). Επειδή αυτά τα καθεστώτα, κυρίως συνδεδεμένα με τον Ραούφ Ντενκτάς, προωθούσαν διαχρονικά τη διχοτόμηση του νησιού και τη σύνδεση της βόρειας Κύπρου περισσότερο με την Τουρκία παρά με την υπόλοιπη Κύπρο και τους κατοίκους της, η αντιπολίτευση αυτή αποτελείται από δυνάμεις πιο μετριοπαθείς όσον αφορά την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης για την επίλυση του Κυπριακού, που συχνά έχουν πρωτοστατήσει σε κινήματα υπέρ της επανένωσης, και προέρχονται κυρίως από την πολιτική Κεντρο-/Αριστερά.

Η μελέτη αυτή έρχεται να προστεθεί στον περιορισμένο αριθμό βιβλίων, ειδικά στα ελληνικά, που ανοίγουν το μαύρο κουτί των «Κατεχομένων», ενός χώρου που για πολλούς αναγνώστες σε Ελλάδα και Κύπρο παραμένει είτε μυστήριο είτε ιδωμένος από κάπως διαστρεβλωμένα πρίσματα. Αλλες αξιόλογες μελέτες συμπεριλαμβάνουν το «Οι Τουρκοκύπριοι, Η Τουρκία και το κυπριακό» του Νιαζί Κιζιλγιουρέκ (εκδόσεις Παπαζήσης, 2009), μέρη της συλλογικής έκδοσης «Μεταξύ Εθνους και Τάξης: Αριστερές και Κυπριακό 1920 – 1974» σε επιμέλεια του Νίκου Χριστόφη (εκδόσεις Ψηφίδες 2022) και «Τουρκικός εκσυγχρονισμός: Ισλάμ και Τουρκοκύπριοι στη δαιδαλώδη διαδρομή του κεμαλισμού» της Σίας Αναγνωστοπούλου (εκδόσεις Βιβλιόραμα 2004).

Πιο συγκεκριμένα, μέσα από την ανάλυση του ρόλου της αντιπολίτευσης στη διχοτόμηση και τη στενή σχέση με την Τουρκία, ο Μούδουρος βοηθά τον αναγνώστη να καταλάβει την Κύπρο πέρα από απλουστευτικές προσεγγίσεις αποκλειστικά με βάση τον ρόλο της Τουρκίας από το 1974. Μέσα από εννέα κεφάλαια που αφηγούνται χρονολογικά την πολιτική ιστορία της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης σε διακριτές φάσεις, ο Ν. Μούδουρος μάς δείχνει ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι κάτι που έχει αμφισβητηθεί έντονα και από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Πολύ περισσότερο από «κατεχόμενο» το συγκεκριμένο τμήμα ξεδιπλώνεται σαν ένας χώρος περίπλοκος και οι κάτοικοί της αντιστεκόμενοι στη διχοτόμηση και τις συνέπειές της: τη διαίρεση του νησιού και των κατοίκων της και τη δυσκολία επανένωσης, την ολοένα αυξανόμενη πολιτιστική διάβρωση της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων και την πολιτική και οικονομική εξάρτηση από την Αγκυρα. Πράγματι, διαβάζοντας το βιβλίο, θυμήθηκα μια από τις συνεντεύξεις που είχα κάνει κατά τη διάρκεια του διδακτορικού μου και τα λόγια ενός τουρκοκύπριου συνδικαλιστή δασκάλου που πρωτοστάτησε στο κίνημα εναντίον του Ντενκτάς και υπέρ της ένταξης στην ΕΕ μιας ενωμένης Κύπρου ότι «η ίδια η πολιτική μας βούληση είναι κατεχόμενη από την Τουρκία».

Μέσα από αυτή τη μελέτη, λοιπόν, ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο την αυτόνομη βούληση, δράση και, εν τέλει, υπόσταση των Τουρκοκυπρίων, η οποία δεν έχει τύχει της προσοχής που της αξίζει στην ελληνική και ελληνοκυπριακή συζήτηση, που συχνά μονοπωλείται από αναλύσεις που βλέπουν τους Τουρκοκύπριους σαν πιόνια στα χέρια μιας πιο ισχυρής Τουρκίας. Αυτή η αυτόνομη δράση των Τουρκοκυπρίων εκφράζεται όχι μόνο μέσω της άσκησης αντιπολίτευσης στην ατζέντα της διχοτόμησης, αλλά και μέσα από τον αντίκτυπο που οι εξελίξεις στην τουρκοκυπριακή πλευρά έχουν στα πολιτικά δεδομένα στην Τουρκία. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας βλέπει τη νίκη των μετριοπαθών τουρκοκυπριακών κομμάτων της ευρύτερης Αριστεράς που υποστήριξαν το σχέδιο Ανάν και την ένταξη στην ΕΕ το 2003 σαν έναν παράγοντα που ενθάρρυνε μια παρόμοια τάση υπέρ της ένταξης στην ΕΕ (της Κύπρου αλλά και της Τουρκίας) και της υποστήριξης του σχεδίου Ανάν στην Τουρκία.

Κατά του Ντενκτάς

Σε αυτή την ανάλυση της ξεχωριστής βούλησης και δράσης, ο Νίκος Μούδουρος προβάλλει τη φωνή των ίδιων των Τουρκοκυπρίων μέσω εκτενών αποσπασμάτων, όπως στα κεφάλαια 7 και 8 που εστιάζουν στο πώς η κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση αντιτάχθηκε και τελικά νίκησε τον Ντενκτάς σε μια πρωτοφανή για την Κύπρο επαναστατική στιγμή. Σε αυτό το κεφάλαιο, μάλιστα, ο ελληνόφωνος αναγνώστης θα διαβάσει πως σε αυτή τους την επανάσταση κατά του Ντενκτάς και υπέρ της επανένωσης οι Τουρκοκύπριοι αγκάλιασαν τη γλώσσα των συντοπιτών τους στο νησί με το σύνθημα «yes be annem!» («ναι ρε μάνα μου!»), που ο συγγραφέας βλέπει σαν «ένα κάλεσμα προς την ελληνοκυπριακή κοινότητα και έκφραση της μετατροπής της Κύπρου σε κοινή πατρίδα» (σ. 415).

Πράγματι, ένα άλλο σημαντικό θέμα που θίγεται από το βιβλίο είναι πώς η Τουρκία και η Κύπρος έχουν λειτουργήσει σαν ανταγωνιστικά κέντρα αναφοράς για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι συχνά εναγκαλίζονται την κυπριακότητά τους σαν ένα τρόπο διαχωρισμού τους από την Τουρκία και αντίστασης στην επιρροή της στην κοινωνία τους. Διαβάζουμε πως αυτό έχει γίνει διαχρονικά και σε κομβικές στιγμές που η Αγκυρα προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή της, αλλά και πως συνεχίζεται να γίνεται μέχρι σήμερα και ως αποτέλεσμα των πολιτικών του Ερντογάν τα τελευταία χρόνια.

Από την άλλη πλευρά, η ανάλυση του Νίκου Μούδουρου μας δείχνει επίσης ότι οι διχοτομικές στρατηγικές που έχουν προωθηθεί από τους αδιάλλακτους έχουν ενισχυθεί από τις εντάσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Για παράδειγμα, τουρκοκυπριακές και τουρκικές ελίτ χρησιμοποίησαν την εμπειρία των διακοινοτικών συγκρούσεων τη δεκαετία του 1960 για να δικαιολογήσουν τον μετέπειτα εδαφικό και διοικητικό διαχωρισμό της Κύπρου σαν μια λύση προστασίας των Τουρκοκυπρίων από τους Ελληνοκύπριους.

Ολες αυτές οι επισημάνσεις κρύβουν σημαντικά μαθήματα και για το σήμερα: όσο λιγότερο οι Τουρκοκύπριοι βλέπουν τη δυνατότητα να ζήσουν δίπλα στους Ελληνοκύπριους, τόσο περισσότερο η Τουρκία θα μπορεί να εμφανίζεται ως εναλλακτική. Και, αντίθετα, όσο περισσότερο κοντά έρχονται οι Κύπριοι, τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η τουρκική επιρροή. Γιατί, μέσα από αυτή την έμφαση στην κυπριακότητα, η ίδια η ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων συσχετίζεται με την ύπαρξη μιας Κύπρου ως κοινού χώρου με τους Ελληνοκύπριους.

Ετσι, το βιβλίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ολοκληρωμένη κατανόηση της Κύπρου από την ανεξαρτησία και μέχρι σήμερα, και ειδικά τον ρόλο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που έχουν αμφισβητήσει τον ρόλο της Τουρκίας στο νησί. Εν τέλει, όμως, ο Νίκος Μούδουρος βλέπει τον τουρκοκυπριακό χώρο και τη διαίρεση της Κύπρου να έχουν ρευστό και δυναμικό χαρακτήρα. Πράγματι, η χρονολογική του αφήγηση είναι μιας βόρειου τμήματος και της αντιπολίτευσής του που συνεχώς αλλάζει. Αυτό είναι ίσως το πιο μείζονος σημασίας δίδαγμα για την Κύπρο και τη διένεξή της σήμερα. Κι αυτό γιατί συζητήσεις για το Κυπριακό συχνά μιλάνε για το λεγόμενο στάτους κβο, για παράδειγμα της διχοτόμησης, το οποίο όμως στην πράξη δεν υπάρχει. Το βιβλίο του Νίκου Μούδουρου μας βοηθά να δούμε ότι η κυπριακή πολιτική δεν ήταν ποτέ στατική και, ως εκ τούτου, η συζήτηση για το στάτους κβο στην Κύπρο είναι λανθασμένη, παραπλανητική και, εν τέλει, επικίνδυνη. Κι αυτό γιατί εστιάζοντας στη στασιμότητα, ρισκάρει κανείς να αγνοήσει τις πιθανότητες αλλαγών. Τόσο αλλαγών που θα ενισχύσουν τη διχοτόμηση, όσο και αλλαγών προς μια κατεύθυνση αντιπολίτευσης και αντίστασης στη διχοτόμηση και την πρόοδο όλων των Κυπρίων.

Ο Γιώργος Κύρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας. Η μελέτη του για τη σχέση ΕΕ και Τουρκοκυπρίων κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Routledge

Νίκος ΜουδουροςΔιεκδικώντας την πατρίδαΕκδ.Ψηφίδες, σελ. 504Τιμή 31,80 ευρώ