Πρόσφατα βρισκόμουν με φίλη σε γνωστό στέκι του κέντρου της Αθήνας. Δεν είχαμε κατά νου να ανταλλάξουμε εμπιστευτικές στρατιωτικές πληροφορίες, ούτε να καταστρώσουμε σχέδια για κάποια ληστεία. Θέλαμε απλώς να πούμε πέντε κουβέντες μεταξύ μας, μιας και είχαμε καιρό να συναντηθούμε. Μπορεί εμείς να θέλαμε, αλλά έλα που δεν ήθελε η διπλανή παρέα. Πολυμελής σαν μάζωξη παλαιών συμμαθητών, θορυβώδης στον υπέρτατο βαθμό, θύμιζε το πίσω κάθισμα του πούλμαν κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μιλούσαν, αλάλαζαν. Προς στιγμήν, ετοιμάστηκα να εκφράσω – έστω και διακριτικά – τη δυσφορία μου. Τελικά ωστόσο, σκέφτηκα ότι πιθανότατα θα εισέπραττα κάποια εξυπνακίστικη απάντηση, του τύπου «άμα δεν σου αρέσει, να πας αλλού» ή «σε καφέ είμαστε, όχι σε εκκλησία». Προτίμησα λοιπόν να σιωπήσω. Τι τα θέλετε; Με διαμαρτυρίες, παρατηρήσεις και υποδείξεις δεν λύνονται αυτά τα ζητήματα. Ή το καταλαβαίνεις ότι η παρουσία σου σε δημόσιους χώρους έχει κι αυτή τους (άτυπους, έστω) κανόνες της, ή όχι. Αν εσύ γκαρίζεις, επειδή έτσι «περνάς καλά» ή επειδή έτσι «τη βρίσκεις», δεν θα περνάνε καλά όλοι όσοι βρίσκονται στα κοντινά τραπέζια. Στοιχειώδες, αγαπητέ Γουάτσον.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ