Εάν η επίσκεψη Μπάιντεν στο Ισραήλ και στην Παλαιστινιακή Αρχή θα πραγματοποιείτο τον περασμένο μήνα, όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί, η ατζέντα του αμερικανού προέδρου θα ήταν πολύ διαφορετική. Τότε, η διεθνής κοινή γνώμη είχε συγκινηθεί από τον άδικο χαμό της ανταποκρίτριας του Al Jazeera Σιρίν Αμπού-Ακλε και η διακυβέρνηση Μπάιντεν θα αναγκαζόταν να σταθεί συνεπής στην προεκλογική της δέσμευση να λειτουργήσει ξανά το αμερικανικό προξενείο στην Ανατολική Ιερουσαλήμ – ή, έστω, να αναβαθμίσει το ήδη υπάρχον Τμήμα Παλαιστινιακών Υποθέσεων που λειτουργεί στην πρεσβεία των ΗΠΑ στον δυτικό τομέα της πόλης. Τώρα, η επαναλειτουργία του αμερικανικού προξενείου δεν συζητείται καν, με τους παλαιστίνιους αξιωματούχους να προετοιμάζουν την τοπική κοινή γνώμη ότι «τίποτε το σημαντικό δεν αναμένεται» από την περιοδεία Μπάιντεν. Από την άλλη, προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα, η ισραηλινή πλευρά, σε προσυνεννόηση με τις ΗΠΑ και το περιβάλλον του προέδρου Αμπάς, φαίνεται έτοιμη να εφαρμόσει μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, παρέχοντας περισσότερες άδειες εργασίας σε παλαιστίνιους εργαζομένους εντός της ισραηλινής επικράτειας, διευκολύνσεις στη διαδικασία εκδόσεως οικοδομικών αδειών στη Δυτική Οχθη, πρακτική ενίσχυση των παλαιστινιακών δυνάμεων ασφαλείας, έως και παροχή δικτύου 5G στην παλαιστινιακή κινητή τηλεφωνία. Από αμερικανικής πλευράς, αναμένεται ακόμα μία γενναία οικονομική βοήθεια και μία συνήθης στήριξη των ΗΠΑ στην επίλυση της διένεξης στη βάση των δύο κρατών – παρέχοντας ακόμα μία πίστωση χρόνου στο προεδρικό περιβάλλον της Παλαιστινιακής Αρχής.

Από την άλλη, ο κοινός ιρανικός κίνδυνος συνεχίζει να συσπειρώνει Ισραηλινούς και Σαουδάραβες, ενώ η θεσμοθέτηση ενός κοινού αραβοϊσραηλινού αντιιρανικού μετώπου αποτελεί βασική αμερικανική προτεραιότητα, από τη διακυβέρνηση Τραμπ έως και σήμερα. Το Ουκρανικό, που επέφερε την ενεργειακή κρίση, αναβίωσε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο και αναγέννησε το ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με το διαφαινόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα επιταχύνουν τις διεργασίες προσέγγισης Ιερουσαλήμ – Ριάντ, με την Ουάσιγκτον να προωθεί τώρα έναν «οδικό χάρτη» που θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην πλήρη εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας. Για τη διακυβέρνηση Μπάιντεν ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους του σαουδαραβικού καθεστώτος ή η επαναλειτουργία του αμερικανικού προξενείου στην Ανατολική Ιερουσαλήμ υποβιβάστηκε σε ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας.

Η ισραηλινή και η σαουδαραβική διπλωματία, εμμένοντας επιδεικτικά να προβάλλουν το «χαρτί της ουδετερότητας» ως προς το Ουκρανικό, ανάγκασαν τη διακυβέρνηση Μπάιντεν να θυμηθεί εκ νέου την αμερικανική Realpolitik ως προς τη μεσανατολική πραγματικότητα. Ετσι, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ φρόντισε να ανατρέξει στο απώτερο παρελθόν του για να επανεφεύρει τη γραμμή που υιοθέτησε παραμονές της ψήφισης στον ΟΗΕ του «Σχεδίου Διαχωρισμού της Παλαιστίνης», στις 29 Νοεμβρίου 1947. Πέντε μόλις μέρες πριν από την ψηφοφορία, το αμερικανικό συμβούλιο εθνικής ασφαλείας εισηγείτο μεταξύ άλλων ότι «οι διαφορές του μελλοντικού εβραϊκού κράτους με τις γειτονικές αραβικές χώρες θα πρέπει να λειανθούν, προκειμένου Εβραίοι και Αραβες να ενεργούν συντονισμένα ενάντια στη σοβιετική επεκτατικότητα», ενώ συγχρόνως οι ΗΠΑ «θα πρέπει να παρέχουν καθοδήγηση για την επίλυση των τοπικών διαφορών, ανάλογα με τον βαθμό της βούλησης των κρατών της περιοχής να βοηθήσουν τους εαυτούς τους».

Αυτή ήταν η βάση της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου – και μέσα στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο κινείται σήμερα η διακυβέρνηση Μπάιντεν, προωθώντας τη θεσμική προσέγγιση Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας για να αποκρούσει το φιλορωσικό Ιράν, που φέρεται έτοιμο να ενισχύσει τη Μόσχα με εκατοντάδες drones εγχώριας κατασκευής, έτοιμα να αξιοποιηθούν στο ουκρανικό μέτωπο.

Ο δρ Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ισραήλ – Ελλάδας – Κύπρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ (Πρόγραμμα Μεσογείου)