Ευτύχησα να είμαι θεατής Επιδαύριος για 68 συναπτά χρόνια. Εφηβος μαθητής Γυμνασίου, μαζί με άλλους φανατικούς για τέχνη επαρχιώτες πατριώτες μου, φτάσαμε στην Επίδαυρο το 1954 για να παρακολουθήσουμε τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Ροντήρης, με πρωταγωνιστή τον νεαρό τότε, αριστούχο της σχολής του Εθνικού Θεάτρου, Αλέκο Αλεξανδράκη. Εκτοτε ως φοιτητής, αργότερα ως κριτικός θεάτρου, μεταφραστής, δάσκαλος δραματικών σχολών και καθηγητής θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο χάρηκα και έκρινα ως θεατής ερμηνείες, απόψεις, ακόμα και ανατρεπτικές θεωρίες και τολμηρές ερμηνείες έργων των τραγικών ποιητών και των κωμικών έργων του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου και των λατίνων ποιητών. Αυτή η θητεία ως θεατή ήταν απαραίτητη, αναγκαία και αποκαλυπτική για το δύστυχο αγώνισμα της κριτικής παραστάσεων της μεγάλης δραματικής δεξαμενής στην αρχή της μιμήσεως πράξεως, τουλάχιστον στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο.
Δεν αγνοώ πως και στην Αίγυπτο και στην Ασία έως την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ινδία, αλλά και στις γηγενείς φυλές της Αμερικής, όπως μας πληροφορούν οι κατακτητές του δυτικού κόσμου, έχουμε πειστικά δείγματα ότι το μιμητικόν ζώον άνθρωπος βρήκε ποικίλους τρόπους για να κοινοποιήσει με κώδικες, που με τον καιρό έγιναν θεσμοί, τη μιμητική του ικανότητα.
Δε χρειάζεται, ελπίζω, να θυμίσω πως η πρώτη μιμητική πράξη του πρωτόγονου ανθρώπου ήρθε ως αντίδραση ή φόβο από τα καιρικά φαινόμενα και σίγουρα από το γεγονός του θανάτου, είτε των ζώων, είτε των συνανθρώπων. Η απορία, ο θαυμασμός, ο φόβος, η ελπίδα, η απελπισία, οι στερήσεις, οι απειλές του περιβάλλοντος προκαλούν αντιδράσεις προφύλαξης, κατάκτησης, φυγής που, με την επανάληψη, γίνονται κώδικες συμπεριφοράς και είναι με τον καιρό αναγνωρίσιμοι από την κοινότητα, έστω και αν εκκίνησαν από προοπτικές και, χωρίς αμφιβολία, από τυχαίες και στιγμιαίες αντιδράσεις που ως επιτυχείς στον σκοπό τους επαναλήφθηκαν.
Υπάρχουν τοιχογραφίες στις Πυραμίδες της Αιγύπτου που απεικονίζουν τελετές, όπου με χορευτικές κινήσεις και λόγω επαναληπτικών μοτίβων, δείχνουν τελετουργικές λειτουργίες που, χωρίς αμφιβολία, αποτελούν τεκμήρια από πόσο βαθιά μέσα στον χρόνο ο άνθρωπος βρέθηκε στην ανάγκη να δημιουργήσει ένα ποικίλο τυπικό, με πυρήνα την καθημερινότητα που, με την επανάληψη, υπέστη αφαιρέσεις, πυκνώσεις, διαστολές ή συστολές μοτίβων, ώστε να δημιουργηθούν «φόρμες» και, χωρίς αμφιβολία, και αφορμές περαιτέρω μιμήσεων. Η μίμησις μιμήσεως είναι τέχνη. Θυμίζω, και συχνά όλο το ξεχνάμε, πως η λέξη «τέχνη» στα ελληνικά βάθη ήταν παράγωγο του ρήματος «τεύχω» (απ' όπου και το «τεύχος») που σήμαινε συγκροτώ, συνθέτω σε σύνολο κάτι που διαθέτω τα μέρη του. Η λέξη, σε όλες τις ευρωπαϊκές τουλάχιστον, γλώσσες, «αρμονία» (εξού και «αρμός», «αριθμός», το ρήμα «αραρίσκω» και η λέξη «αρετή») σημαίνει ισορροπία στοιχείων σε ένα σύστημα όγκων, χρωμάτων, κινήσεων, ήχων. Από τη ρίζα - αρ προήλθε και η ευρωπαϊκή λέξη ars - artis, τέχνη. Πράγμα που έχω και στο παρελθόν μοιραστεί με τους αναγνώστες μου.
Σήμερα θα ήθελα να μείνω στις αρχές μιας δραματουργίας, τουλάχιστον όπως εμφανίζεται στον δυτικό κόσμο και θα σταθμεύσω στα πρώτα δείγματα της μιμητικής πράξεως, όπως την ανέλυσε και έως σήμερα, χωρίς αντιρρήσεις, γίνεται αποδεκτή ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του. Εν πρώτοις η μίμηση είναι μίμηση πράξεως. Αρα ένα τυπωμένο τραγικό, π.χ., έργο δεν είναι για τον Αριστοτέλη ανάγνωσμα (πράγμα που δημιουργεί άλλου είδους ηδονή), αλλά πράξη («πράττω», «πράγμα»). Δεν εξαντλεί ουδόλως την ύπαρξή του στην ανάγνωση. Είναι, θα έλεγα, μια παρτιτούρα, ένα σημειοσύνολο ήχων με νόημα που μιμούνται διαδικασία εν χρόνω και τόπω. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να επισημάνω τους κινδύνους που ενυπάρχουν για έναν αναγνώστη μιμητικού κειμένου, αν δεν κατέχει την ικανότητα, τη φαντασία και τη δεξιότητα να αναλύσει πέρα από την ικανότητα που έχει ένα κείμενο να τέρψει το πνεύμα και τις αισθήσεις, να υποβάλει την ανάγκη να προβληθεί στον ορίζοντα της ζωής. Να κινηθεί, να δράσει, να συγκινήσει, να προβληματίσει, να εξεγείρει, να εμπλουτίσει με ιδέες και άγνωστα συναισθήματα τον θεατή πλέον και όχι τον αναγνώστη. Η έλλειψη αυτής της εμπειρίας οδηγεί συχνά απροετοίμαστους ή επιπόλαιους αναγνώστες θεατρικών κειμένων να τα αποδώσουν και να αποπειραθούν να τα παραστήσουν και έκπληκτοι κι αυτό και το κοινό να διαπιστώνουν πως το κείμενο, περνώντας στην πράξη μιμήσεως, ούτε συγκινεί, ούτε διεγείρει. Ο δικός μας Νίκος Καζαντζάκης άφησε τρεις τόμους με τραγωδίες, αλλά καμιά (παρ' όλες τις προσπάθειες, κυρίως του Αλέξη Σολομού) δεν συγκίνησε και δεν έπεισε το κοινό που προσήλθε να δει πράξη και όχι ιδέες, ωραίες ιδέες, αναμφισβήτητα, να ακούσει ωραίους δεκαπεντασύλλαβους και νιτσεϊκές μεταποιήσεις σε διαλογικά κείμενα.
Ολο το ποιητικό θεατρικό έργο του Καζαντζάκη δεν είναι ικανό να συγκινήσει έναν θεατή, ως θεατή πράξεως, όσο θα τον συγκινήσει ένας μονόλογος της «Γκόλφως» ή ένας μονόλογος της «Μήδειας» του Μποστ. Δεν είναι μόνο ο Καζαντζάκης που απέτυχε ως θεατρικός, καθαρά σκηνικός δημιουργός. Μεγάλοι ποιητές στην παγκόσμια οικογένεια δοκίμασαν και απέτυχαν, όταν δεν γνώριζαν τους νόμους της θεατρικής πειθούς.
Ο μακαρίτης, θαυμάσιος πεζογράφος και κυρίως δοκιμιογράφος Αγγελος Τερζάκης, που δοκίμασε και τη σκηνική γραφή του έργου του, σοφό σε ιδέες και ενημερωμένο για τα μεγάλα ψυχολογικά και φιλοσοφικά και κοινωνικά προβλήματα του καιρού μας, δεν έπεισε, παρ' όλες τις προσπάθειες του φίλου του Ροντήρη και του θαυμασμού του Σολομού. Την ίδια εποχή και μέσα στις ίδιες συνθήκες που ευδοκίμησε το έργο του Καμπανέλλη και οι φάρσες του Ψαθά.
Με αυτές τις πρόχειρες διαπιστώσεις ας έρθουμε να εξετάσουμε τον θρίαμβο, ύστερα από 2.500 χρόνια, των «Περσών» του Αισχύλου, της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, της «Μήδειας» του Ευριπίδη και των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη. Αν κάποιος, προσπαθώντας να εξηγήσει τις αποτυχίες κάποιων συγχρόνων ποιητών, με την αιτιολογία πως φταίει το κοινό που είναι απαίδευτο στον ποιητικό λόγο, πώς εξηγείται πως το ίδιο κοινό απολαμβάνει ποιητικό κείμενο στην ΠΡΑΞΗ, και μάλιστα συνδυασμό δραματικού και λυρικού λόγου των χορικών; Οι ιδέες, φιλοσοφικές ή πολιτικές, περνάνε μέσα από συγκρούσεις, από εντάσεις ψυχολογικές, σε γεγονότα βίαια και αιματηρές αντιπαραθέσεις. Διότι, βέβαια, ιδέες και στοχασμοί περνάνε με το ένδυμα της πράξης και η πράξη, όσο κι αν ο πολιτισμός μας φόρτισε με στοχασμό και όσο κι αν μελετήθηκαν τα αίτια, τα ένστικτα και τα ιδεολογήματα, η ζωή ακουμπάει πάντα στη μητέρα φύση και δεν ξεχνάει πως πίσω της κουβαλάει τη ζωώδη καταγωγή της.
Σοφά ο Αριστοτέλης στον ορισμό του βλέπει πως συστατικά της τραγικής μιμήσεως είναι το τέλος (τελεία πράξη), δηλαδή ο σκοπός, το δόλωμα στην άκρη του καλαμιού του ψαρά, που σπεύδουν τα ψάρια και καταλήγουν στο αγκίστρι! Αλλά η πράξη η μιμητική πρέπει να είναι, εκτός από τελεία, και σπουδαία, δηλαδή να σπεύδει προς το τέλος, λες και βιάζεται να φτάσει στο δόλωμα, λες και ερεθίζεται από τον κίνδυνο, τον αγώνα, την αγωνία και την επιθυμία του κέρδους, της νίκης, της επαλήθευσης και καταλήγει στον κουβά.
Αυτό ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει πως η πορεία προς την κάθαρση, το ξεκαθάρισμα των «λογαριασμών» περνάει μέσα από τα δίκρανα του ελέου και του φόβου. Αλήθεια, έχουμε συνειδητοποιήσει τι λέει ο Αριστοτέλης; Λέει ωμά πως δύο είναι τα τείχη που βρίσκουμε στην πορεία μας προς τον σκοπό, το τέλος: το έλεος και ο φόβος. Τα ελεεινά και φοβερά σύνορα που, θέλουμε δεν θέλουμε, χωρίς να επιλέγουμε εμείς το όχημα, ορμάμε προς το τέλος που κι αυτό δεν το ορίζουμε, ούτε το επιλέγουμε, ούτε είναι δυνατόν να το αποφύγουμε. Ακόμη είναι άπιαστη η έννοια και η πραγματικότητα της καθάρσεως. Το μόνο βέβαιο είναι πως υπάρχει κάθαρση, αλλά ποιος θα αναλάβει την ουσία της;
Αν οδηγεί στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, στο μηδέν ή στο άπειρον, αυτό, μας ειδοποιεί ο θεός των Δελφών, είναι λόγος σημαίνων και ποια Πυθία θα τον ερμηνεύσει;